Υπήρξε ένα ποιήμα που στο 1942-43 στην σκλαβωμένη ΑΘήνα κυκλοφορούσε χέρι με χέρι αντιγραμμένο σε πάσης φύσεως χαρτάκι. Ήταν το τρομερό ΜΠΟΛΙΒΑΡ... Μου έχουν αναφέρει ηλικιωμένοι πολλές εμπειρίες για τούτο. Το γοερό κλάμα ... Μόλις είχε τελειώσει η μεγάλη πείνα... το ξύπνημα άρχιζε... Ο Γοργοπόταμος... Η δυναμική των ταγμάτων ασφαλείας περνούσε... (ΟΙ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ ΤΩΝ ΤΑΓΜΑΤΑΣΦΑΛΙΤΩΝ ΠΟΥ ΕΒΓΑΖΑΝ ΣΤΗΝ ΦΟΡΑ ΤΑ ΑΠΛΥΤΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ... είχαν αρχίσει να μην σοκάρουν πλέον...) Η ουσία άρχισε να κυριαρχεί στο δήθεν ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΚΟ...
Ας το απολαύσουμε....
ΤΟΥ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΥ...
Γιά τους μεγάλους, γιά τους ελεύθερους, γιά τους γενναίους, τους δυνατούς,
Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα, τα γενναία, τα δυνατά,
Γι' αυτούς η απόλυτη υποταγή κάθε στοιχείου, η σιγή, γι' αυτούς τα δάκρυα, γι' αυτούς
οι φάροι, κι οι κλάδοι ελιάς, και τα φανάρια
Οπου χοροπηδούνε με το λίκνισμα των καραβιών και γράφουνε στους σκοτεινούς
ορίζοντες των λιμανιών,
Γι' αυτούς είναι τ' άδεια βαρέλια που σωριαστήκανε στο πιό στενό, πάλι του λιμανιού,
σοκάκι,
Γι' αυτούς οι κουλούρες τ' άσπρα σκοινιά, κι οι αλυσίδες, οι άγκυρες, τ' άλλα
μανόμετρα,
Μέσα στην εκνευριστικιάν οσμή του πετρελαίου,
Γιά ν' αρματώσουνε καράβι, ν' ανοιχτούν, να φύγουνε,
Ομοια με τραμ που ξεκινάει, άδειο κι ολόφωτο μέσ' στη νυχτερινή γαλήνη των
μπαχτσέδων,
Μ' ένα σκοπό του ταξιδιού: π ρ ο ς τ' ά σ τ ρ α.
Γι' αυτούς θα πω τα λόγια τα ωραία, που μου τα υπαγόρευσε η Εμπνευσις,
Καθώς εφώλιασε μέσα στα βάθια του μυαλού μου όλο συγκίνηση
Γιά τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες, του Οδυσσέα Ανδρούτσου και του
Σίμωνος Μπολιβάρ.
Ομως γιά τώρα θα ψάλω μοναχά τον Σίμωνα, αφήνοντας τον άλλο γιά κατάλληλο
καιρό,
Αφήνοντάς τον γιά νάν τ' αφιερώσω, σαν έρθ' η ώρα, ίσως το πιό ωραίο τραγούδι που
έψαλα ποτέ,
Ισως τ' ωραιότερο τραγούδι που ποτές εψάλανε σ' όλον τον κόσμο.
Κι αυτά όχι γιά τα ότι κι οι δυό τους ύπήρξαν γιά τις πατρίδες, και τα έθνη, και τα
σύνολα, κι άλλα παρόμοια, που δεν εμπνέουν,
Παρά γιατί σταθήκανε μες στους αιώνες, κι οι δυό τους, μονάχοι πάντα, κι ελεύθεροι,
μεγάλοι, γενναίοι και δυνατοί.
Και τώρα ν' απελπιζουμαι που ίσαμε σήμερα δεν με κατάλαβε, δεν θέλησε, δε μπόρεσε
να καταλάβη τι λέω, κανεις;
Βέβαια την ίδια τύχη να 'χουνε κι' αυτά που λέω τώρα γιά τον Μπολιβάρ, που θα πω
αύριο γιά τον Ανδρούτσο;
Δεν είναι κι εύκολο, άλλωστε, να γίνουν τόσο γλήγορα αντιληπτές μορφές της
σημασίας τ' Ανδρούτσου και του Μπολιβάρ,
Παρόμοια σύμβολα.
Αλλ' ας περνούμε γρήγορα: προς Θεού, όχι συγκινήσεις, κι υπερβολές, κι απελπισίες.
Αδιάφορο, η φωνή μου ήτανε προορισμένη μόνο γιά τους αιώνες.
(Στο μέλλον, το κοντινό, το μακρινό, σε χρόνια, λίγα, πολλά, ίσως από μεθαύριο, κι αντι
μεθαύριο,
Ισαμε την ωρα που θε ν' αρχινήση η Γης να κυλάει άδεια, κι άχρηστη, και νεκρή, στο
στερέωμα,
Νέοι θα ξυπνάνε, με μαθηματικήν ακρίβεια, τις άγριες νύχτες, πάνω στην κλίνη τους,
Να βρέχουνε με δάκρυα το προσκέφαλό τους, αναλογιζόμενοι ποιός ήμουν, σκεφτόμενοι
Πως υπήρξα κάποτες, τι λόγια είπα, τι ύμνους έψαλα.
Και τα θεόρατα κύματα, όπου ξεσπούνε κάθε βράδυ στα εφτά της Υδρας ακρογιάλια,
Κι οι άγριοι βράχοι, και το ψηλό βουνό που κατεβάζει τα δρολάπια,
Αέναα, άκούραστα, θε να βροντοφωνούνε τ' όνομά μου).
Ας επανέλθουμε όμως στον Σiμωνα Μπολιβάρ.
Μ π ο λ ι β ά ρ! Ονομα από μέταλλο και ξύλο, ήσουνα ένα λουλούδι μες στους
μπαχτσέδες της Νότιας Αμερικής.
Είχες όλη την ευγένεια των λουλουδιών μες στην καρδιά σου, μες στα μαλλιά σου, μέσα
στo βλέμμα σου.
Η χέρα σου ήτανε μεγάλη σαν την καρδιά σου, και σκορπούσε το καλό και το κακό.
Ροβόλαγες τα βουνά κι ετρέμαν τ' άστρα, κατέβαινες στους κάμπους, με τα χρυσά, τις
επωμίδες, όλα τα διακριτικά του βαθμού σου,
Με το ντουφέκι στον ώμο αναρτημένο, με τα στήθια ξέσκεπα, με τις λαβωματιές γιομάτο
το κορμί σου,
Κι εκαθόσουν ολόγυμνος σε πέτρα χαμηλή, στ' ακροθαλάσσι,
Κι έρχονταν και σ' έβαφαν με τις συνήθειες των πολεμιστών Ινδιάνων,
Μ' ασβέστη, μισόνε άσπρο, μισό γαλάζιο, γιά να φαντάζεις σα ρημοκλήσι σε περιγιάλι
της Αττικής,
Σαν εκκλησιά στις γειτονιές των Ταταούλων, ωσάν ανάχτορο σε πόλη της Μακεδονίας
ερημική. [...]
Μ π ο λ ι β ά ρ! Κράζω τ' όνομά σου ξαπλωμένος στην κορφή του βουνού Ερε,
Την πιό ψηλή κορφή της νήσου Υδρας.
Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική μέχρι των νήσων του Σαρωνικού, τη Θήβα,
Μέχρι κεί κάτω, πέρα απ' τη Μονεβασιά, το τρανό Μισίρι,
Αλλά και μέχρι του Παναμά, της Γκουατεμάλα, της Νικαράγκουα, του Οvτoυράς, της
Αϊτής, του Σαν Ντομίγκο, της Βολιβίας, της Κολομβίας, του Περού, της Βενε
ζουέλας, της Χιλής, της Αργεντινής, της Βραζιλίας, Ουρουγουάη, Παραγουάη,
του Ισημερινού,
Ακόμη και του Μεξικού.
Μ' ένα σκληρό λιθάρι χαράζω τ' όνομά σου πάνω στην πέτρα, να 'ρχουνται αργότερα οι
ανθρώποι να προσκυνούν.
Τινάζονται σπίθες καθώς χαράζω -έτσι ήτανε, λεν, ο Μπολιβάρ- και παρακολουθώ
Το χέρι μου καθώς γράφει, λαμπρό μέσα στον ήλιο.
Είδες γιά πρώτη φορά το φως στο Καρακάς. Το φώς το δικό σου,
Μ πο λ ι β ά ρ, γιατί ως να 'ρθεις η Νότια Αμερική ολόκληρη ήτανε βυθισμένη στα πικρά σκοτάδια.
Τ' όνομά σου τώρα είναι δαυλός αναμμένος, που φωτίζει την Αμερική, και τη Βόρεια και τη Νότια, και την οικουμένη!
Οι ποταμοι Αμαζόνιος και Ορινόκος πηγάζουν από τα μάτια σου.
Τα ψηλά βουνά έχουν τις ρίζες στο στέρνο σου,
Η οροσειρά των Ανδεων είναι η ραχοκοκαλιά σου.
Στην κορυφή της κεφαλής σου, παλικαρά, τρέχουν τ' ανήμερα άτια και τ' άγρια βόδια,
Ο πλούτος της Αργεντινής.
Πάνω στην κοιλιά σου εκτείνονται οι απέραντες φυτείες του καφέ.
Σαν μιλάς, φοβεροί σεισμοί ρημάζουνε το παν,
Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας μέχρι τα πολύχρωμα νησιά,
Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε στα ουράνια την οργή τους,
Σειούνται τα χώματα παντού και τρίζουν τα εικονίσματα στην Καστοριά,
Τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη.
Μ π ο λ ι β ά ρ, είσαι ωραίας σαν Ελληνας. [...]