Είμαι υπερήφανος γιατί φιλοξενώ, επί τέλους, τον Μιχάλη Ποντίκη εκδότη του περιοδικού ΝΕΟΣ ΆΣΤΕΡΟΣ που εκδίδεται στην μικρή πόλη ΚΥΜΗ. Λέω φιλοξενώ γιατί με έχει δεχθεί, ουκ ολίγες φορές στο περιοδικό του. Του είμαι ευγνώμων.
Λίγες ιστορικές διευκρινήσεις. Ο Παντελεήμων Φωστίνης ήταν δεσπότης της Κύμης προπολεμικά και ο Αυγουστίνος Καντιώτης επίσης στην Κύμη διετέλεσε ιεροκήρυκας. Επίσης ο Μιχάλης Ποντίκης και η αείμνηστη Κούλα Φαφούτη έβγαλαν ένα πολύ χρήσιμο βιβλίο, ιδιαίτερα μεγάλο αφιερωμένο στον Φωστίνη. Η πόλη της Κύμης ήταν παλαιά χωρισμένη σ' αυτούς που λάτρευαν και πιθανόν λατρεύουν τον Φωστίνη και σ' αυτούς που δεν τον είχαν σ' ιδιαίτερη συμπάθεια.
Εύχομαι αυτό το κείμενο να βοηθήσει στην πλήρη κατανόηση των δύο αυτών ανδρών, που απασχόλησαν την Κύμη και την απασχολούν. (Κυρίως ο Φωστίνης)
Το ενδιαφέρον, όμως ξεφεύγει από τα στενά πλαίσια της Κύμης. Αγκαλιάζει την Χίο αλλά και όλη την Ελλάδα. Οι δύο Δεσπότες έχουν, απασχολήσει όλη την χώρα και την απασχολούν.
«Έργον υαίνης»
ΜΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ
ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ ΦΩΣΤΙΝΗ
ΜΕ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟ ΚΑΝΤΙΩΤΗ, ΤΟ ΕΤΟΣ 1960
Όταν κυκλοφόρησε το Βιβλίο Ο Μητροπολίτης Φωστίνης και η Κύμη / Κατοχή 1941-1943, η μακαρίτισσα η Κούλα η Φαφούτη και ο υποφαινόμενος δεχτήκαμε έντονες επικρίσεις, κυρίως από αναγνώστες με γενικότερα συντηρητική πολιτική άποψη, ότι στο βιβλίο προσπαθούσαμε «με κάθε τρόπο» να μειώσουμε την προσωπικότητα ενός ανθρώπου για τον οποίο οι ίδιοι πίστευαν ότι ήταν αμέμπτου ηθικής. Η ουσία όμως του πράγματος είναι στο πόσο θεωρεί κανείς αξιόπιστες τις πηγές που χρησιμοποιούνται από τους συγγραφείς ενός ιστορικού βιβλίου. Στο παρόν άρθρο παρουσιάζω όχι μια αφηρημένη άποψη για το ήθος του Μητροπολίτη Καρυστίας το διάστημα 1922-1943, αλλά τα δεδομένα ενός γεγονότος που έλαβε χώρα το έτος 1960, μέσα από τα οποία μπορεί να εκτιμηθεί και το ήθος του ανδρός: τη σύγ-κρουση του Μητροπολίτη τότε Χίου Φωστίνη με τον ιεροκήρυκα και στη συνέχεια Μητροπολίτη Φλωρίνης Αυγουστίνο Καντιώτη, σημαντική προσωπικότητα στα εκκλησιαστικά πράγματα της χώρας μέχρι και σχετικά πρόσφατα. Ένα πρόσωπο «υπεράνω πάσης υποψίας» σε ότι αφορά θέματα χριστιανικής ηθικής. Το γεγονός βέβαια αυτό δεν έχει άμεση σχέση με την Κύμη, αφορά όμως δύο εκκλησιαστικές προσωπικότητες που η Κύμη τις είχε γνωρίσει ήδη (το 1960) από κοντά: τον πρώτο ως Μητροπολίτη της επαρχίας μέχρι το 1943,όπως προείπαμε, τον δε δεύτερο ως ιεροκήρυκα κατά τη δεκαετία του 1950. Αλλά πέρα από την όποια τυπική σχέση του συγκεκρι-μένου γεγονότος με την Κύμη, υπάρχει και η ουσία του. Που έχει, θεωρούμε, και μια βαθιά «Κυμαϊκή» διάσταση, όπως θα διαπιστώσουν στη συνέχεια, ελπίζουμε, και οι αναγνώστες.
Έντυπο του Αυγουστίνου Καντιώτη |
Η αφετηρία της σύγκρουσης των δύο εκκλησιαστικών ανδρών εντοπίζεται σε ένα περιστατικό που συνέβη τον Απρίλιο του 1960: κατά τη διάρκεια της χειροτονίας επισκόπων στον Μητροπολιτικό ναό της Αθήνας, ακούστηκαν από το εκκλησίασμα για συγκεκριμένο υποψήφιο, πολλές φωνές αποδοκιμασίας που κραύγαζαν δυνατά τη λέξη «ανάξιος». Δημιουργήθηκε μεγάλη αναστάτωση και (πιθανόν,και σύμφωνα με τα γραφόμενα από τον Καντιώτη) κλήθηκε να επέμβει εντός του ναού η αστυνομία, η οποία και ξεκίνησε έρευνα για να βρεθούν οι «ούτω πράξαντες». Ο Αυγουστίνος Καντιώτης, ιεροκήρυκας τότε με κύρος και με αρκετούς πιστούς ακροατές στην Αθήνα, αλλά και πολλούς αναγνώστες ως συντάκτης της μονόφυλλης εφημερίδας «Χριστιανική Σπίθα» (που έβγαινε στην Κοζάνη), σε όλη την Ελλάδα, υπερασπίσθηκε το δικαίωμα των πιστών να ενίστανται στην εκλογή κάποιου Μητροπολίτη, εάν έκριναν ότι υπήρχαν βάσιμοι λόγοι για τους οποίους ο συγκεκριμένος δεν έπρεπε να ενθρονιστεί. Επικαλέσθηκε μάλιστα στο σχετικό άρθρο του στη «Σπίθα» (φ. 227, Μάιος 1960), κάποιους αρχαίους εκκλησιαστικούς κανόνες με βάση τους οποίους, σε παρόμοια περίσταση, η Ιερά Σύνοδος όφειλε να διακόψει και να αναβάλει την χειροτονία για ένα τρίμηνο, να εξετάσει το βάσιμο των λόγων της λαϊκής αποδοκιμασίας, και στη συνέχεια να πράξει ανάλογα.
Ο Παντελεήμων Φωστίνης, μέλος τότε της Ιεράς Συνόδου, πιθανόν (όπως υπαινίσσεται ο Καντιώτης) επειδή ανάμεσα στους ενθρονισθέντες, βρισκόταν κάποιος ευνοούμενός του (από τα «παιδιά του όπως αποκαλούσε όσους φοίτησαν στις σχολές των ιδρυμάτων του), οργίσθηκε σφόδρα από την στάση του ιεροκήρυκα, τον οποίο θεώρησε και υποκινητή των επεισοδίων στη Μητρόπολη.Δημοσίευσε λοιπόν στον «Εθνικό Κήρυκα» της 5ης Μαΐου 1960, άρθρο στο οποίο επιτίθετο προσωπικά (δια της «φωτογραφικής μεθόδου») στον Καντιώτη με ακραία χυδαίο τρόπο: τον παρουσίαζε ως γιό συφιλιδικού(!!!), που καθώς διατελεί υπό το κράτος τέτοιας κληρονομικότητας «ο άμοιρος» (λέξη του Φωστίνη), δεν φταίει για όσα λέει και όσα κάνει!
Ο Αυγουστίνος Καντιώτης, όπως ήταν φυσικό αντέδρασε με αγανάκτηση. Στο φύλλο αρ. 228-229 της «Σπίθας», και σε άρθρο με τίτλο «Ο τυμβωρύχος», γράφει: «Έργον υαίνης κατά τον τελευταίον καιρόν διέπραξεν επίσκοπος. Επίσκοπος; Αυτός, όστις κατά την διδασκαλίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας πρέπει να είναι η ζώσα εικών του Εσταυρωμένου Λυτρωτού, αυτός αντί της εικόνος ταύτης κατήντησε να παρουσιάζει την εικόνα του βδελυρού και ακαθάρτου ζώου, την εικόνα της υαίνης, και να προκαλεί την βδελυγμίαν και την αποστροφήν παντός, όστις στοιχειώδη τινά σεβασμόν έχει προς τους νεκρούς. Απίστευτον αλλ’ αληθές! Και ο επίσκοπος αυτός είνε ο Μητροπολίτης Χίου Παντελεήμων Φωστίνης.[υπογράμμιση Μ. Π.] Αυτός διέπραξεν το χειρότερον είδος της τυμβωρυχίας. Αυτός διέπραξεν την πρωτοφανή ασχήμιαν. Αυτός ήνοιξε τον τάφον του αειμνήστου πατρός μου Νικολάου και έρριψε βόρβορον κατ’ αυτού».
Εκτός από τη σημασία και το τρομερό βάρος των λέξεων που χρησιμοποίησε στον λίβελό του ο Φωστίνης, το μένος του Καντιώτη εξήγειρε και ο ύπουλος στη σύλληψή του και πολύ βρώμικος τρόπος με τον οποίο ο Χίου, προσπαθούσε να τον εκμηδενίσει ως προσωπικότητα. Για να αποσείσει μάλιστα αυτήν τη ανήθικη σπίλωση του νεκρού πατέρα του αλλά και του ίδιου δίχως να αφήσει την παραμικρή σκιά αμφιβολίας σε κανέναν, ο Αυγουστίνος κατέφυγε στον γιατρό της (εκ Πάρου) οικογενείας Καντιώτη, ο οποίος και πράγματι βεβαίωσε έγγραφα ότι ο Νικόλαος Καντιώτης πέθανε από άλλη αιτία και ότι δεν είχε αρρωστήσει ποτέ από σύφιλη.
Ο Φωστίνης ευρισκόμενος πια σε δύσκολη θέση προσπάθησε αρχικά να υποστηρίξει (μέσω του τύπου πάντα) ότι δήθεν στο άρθρο του δεν εννοούσε τον Αυγουστίνο αλλά (αορίστως) «κάποιον άλλον», πράγμα που δεν έπεισε βέβαια κανέναν.Για να επανέλθει όμως δριμύτερος στη συνέχεια, με νεότερο δημοσίευμα, αποκαλώντας τους ακολουθούντες τον ιεροκήρυκα «δαιμονισμένους», «υιούς του διαβόλου» και τα σχετικά.Ενώ για τον Καντιώτη έγραψε, συγκεκριμένα πλέον, ότι υπήρξε στο παρελθόν υβριστής του Βασιλέως, της Ιεραρχίας της Εκκλησίας και του Στρατού! Ο Καντιώτης αντέτεινε ότι για αυτές τις ανυπόστατες κατηγορίες έχει ήδη κριθεί αθώος από τη δικαιοσύνη.
Αλλά τι έπραξε σε αυτήν την περίσταση η Ιερά Σύνοδος; «Εάν αφαιρέσωμεν δύο ή τρεις φωνάς Ιεραρχών οι οποίοι διεμαρτυρήθησαν δια την μετατόπισιν του θέματος [εννοεί μάλλον την μετάθεση της προσοχής των Συνοδικών από τη συκοφαντική επίθεση του Φωστίνη, στο «ποιόν» του συκοφαντούμενου· σ. Μ.Π.], έχομεν το πικρόν παράπονον ότι η Ι. Σύνοδος δεν συνεκινήθη προ του άνευ προηγουμένου ηθικού εκτραχηλισμού του Μητροπολίτου Χίου» γράφει με απογοήτευση ο Αυγουστίνος. Και συνεχίζει: «Δυστυχώς δεν έθεσεν υπό κατηγορίαν τον παρεκτραπέντα Ιεράρχην, αλλ’ ούτε και επέτρεψεν εις τον ιεροκήρυκα να καταφύγη εις τα Δικαστήρια της Πατρίδος [ίσχυε κανόνας που απαγόρευε στους κληρικούς την προσφυγή, σε τέτοιες περιπτώσεις, στην πολιτική δικαιοσύνη, σ. Μ. Π.] και να ζητήση την αποκατάστασιν της διασαλευθείσης ηθικής τάξεως». Τον Παντελεήμονα Φωστίνη, μέλος της Ιεράς Συνόδου, πρώην Αρχιερέα Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγό και «πρωτοκλασάτο» ιδεολόγο της μετεμφυλιακής Δεξιάς, ήταν βέ-βαια αδύνατο «να τον κουνήσει» ο οποιοσδήποτε ασήμαντος ιεροκήρυκας.
Παντελεήμων Φωστίνης |
Το μόνο «κέρδος» του Καντιώτη από αυτήν την υπόθεση ήταν ότι διαφάνηκε προς στιγμήν να ανακινείται ένα γενικότερο ενδιαφέρον για κριτική αποτίμηση των πεπραγμένων του Φωστίνη, ως Ιεράρχου. Ακόμα και εφημερίδα της Χίου, της μητροπολιτικής του περιφέρειας, τον επέκρινε ανοιχτά με αφορμή την άθλια επίθεσή του στον ιεροκήρυκα.
Γράφει ο Καντιώτης: «Εν πάση περιπτώσει, η αισχρά τυμβωρυχία, το σφοδρόν κατηγορητήριον της Χιακής εφημερίδας, όπερ ρίπτει σαφείς πλέον υπαινιγμούς κατά της ηθικής υποστάσεως του Ιεράρχου Χίου, ως και η δια δικαστικού κλητήρος τη 27 Μαΐου ε. ε. τη Αγία και Ιερά Συνόδω υπό τεσσάρων πιστών και αδιαβλήτων τέκνων της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας υποβληθείσα εκ πέντε δακτυλογραφημένων σελίδων μήνυσις, η κυρίως αφορώσα εις τα έργα και τας ημέρας του περιφήμου Τάγματος, θέτουν ενώπιον του Πανελληνίου θέμα Μητροπολίτου Χίου. Πάσα απόπειρα συγκαλύψεως του θέματος τούτου θ’ αποτελέση νέον σκάνδαλον, χειρότερον των προηγουμένων, διότι θα παρουσιάση την Ιεραρχίαν εκ κακώς εννοουμένης αλληλεγγύης αμνηστεύουσαν τον δεινώς παρεκτρεπόμενον Ιεράρχην. […] (Η νέα Ιερά Σύνοδος) θ’ ανασύρη εκ του αρχείου της υποβληθείσαν μήνυσιν, θα μελετήση αυτήν επισταμένως, θα καλέση τους μυνητάς δια να δώσουν και συμπληρωματικάς ακόμη εξηγήσεις εάν χρειασθή, και πειθομένη περί του βασίμου των καταγγελομένων, θ’ αναθέση εις γηραιόν Συνοδικόν, πεπειραμένον και αμερόληπτον, ίνα μεταβή εις Χίον και προβή εις ευρείας ανακρίσεις περί της όλης ζωής και πολιτείας του αγίου Χίου, ιδίως δε ως ιδρυτού και υπευθύνου του Τάγματος. Είμεθα δε βέβαιοι ότι παρ’ όλον τον φόβον τον οποίον κατορθώνει να ενσπείρη ο άγιος Χίου, συκοφαντών πάντα αντιτιθέμενον αυτῷ ως συνεργαζόμενον μετά κομμουνιστικών και αναρχικών στοιχείων, είμεθα βέβαιοι λέγομεν, ότι υπάρχουν ηρωικαί ψυχαί λαϊκών και κληρικών, οι οποίοι άνευ φόβου και πάθους θα προσέλθουν και θα μαρτυρήσουν την αλήθειαν. Μεταξύ αυτών υπάρχουν και αυτήκοοι και αυτόπται [υπογραμμίσεις Α. Κ.] των εν τω Τάγματι και τοις Οικοτροφείοις αυτού, λεγομένων και πραττομένων».
Όπως γίνεται φανερό από τη διατύπωση της τελευταίας φράσης, ο τότε ιεροκήρυκας δεν εννοεί σε αυτό το σημείο οικονομικές ατασθαλίες και σκάνδαλα. Εννοεί κάτι άλλο. Τί άραγε θα μπορούσε να είναι αυτό το «κάτι άλλο», το οποίο έβλεπαν με τα ίδια τους τα μάτια και άκουγαν με τα ίδια τους τα αυτιά να γίνεται μέσα στα οικοτροφεία του Τάγματος οι μάρτυρες που αναφέρει ο Καντιώτης, και σώπαιναν από φόβο;Το τι ακριβώς εννοεί,δεν είναι πολύ δύσκολο να το καταλάβει ο νοήμων υποψιασμένος αναγνώστης. Είναι μάλλον η «σκοτεινή πλευρά» της πληθωρικής φωστίνειας δράσης και ειδικά εκείνης που αφορά τη λειτουργία των οικοτροφείων. Σκοτεινή πλευρά για την οποία υπήρχαν σχετικές φήμες και για το διάστημα που το Τάγμα δραστηριοποιήθηκε στην Κύμη. Στο βιβλίο που κάναμε με την Κούλα Φαφούτη, αυτήν την πλευρά αποφύγαμε να την θίξουμε. Κυρίως γιατί οι μαρτυρίες που υπήρχαν, υπήρχε κίνδυνος να θεωρηθούν ακόμα και αναξιόπιστες, καθώς οι «εμπλεκόμενοι» και οι απόγονοί τους φοβούμενοι να μην στιγματιστούν από μια ανώριμη και εύκολα παρασυρόμενη κοινή γνώμη, δεν επιθυμούσαν να μιλήσουν επώνυμα.