Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ
Ε. Ζάχος - Παπαζαχαρίου, Εθνολόγος,
Διδάκτωρ συγκριτικής Φιλολογίας της Σορβόννης.
Ο κ Ζάχος - Παπαζαχαρίου διετέλεσε: το 1994 - 98 Διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, το 1978 - 79 Επιστημονικός συνεργάτης Πανεπιστημίου Θράκης, το 1965 - 75 Ερευνητής στο Εθνικό Κέντρο Ερευνών Γαλλίας (CNRS).
Το κείμενο αυτό εκφωνήθηκε στην γαλλική γλώσσα ως εισήγηση στην εναρκτήρια συνεδρίαση του Διεθνούς Συνεδρίου με θέμα <Αλλαγές στην δεκαετία του 1990 και το δημογραφικό μέλλον των Βαλκανίων> (Changes in the 1990's and the demographic future of the Balkans), που έλαβε χώρα στο Σεράγιεβο στις 10 - 13 Μαίου 2000 και οργανώθηκε από τις: Eurostat (Statistical Office of the European Community), EFTA (European Free Trade Association), CESD Communautaire, INED ( Institut National d' 'Etudes Demographiques). Στην Οργανωτική Επιτροπή του Διεθνούς Συνεδρίου συμμετείχαν οι κύριοι: Π. Νανόπουλος, πρόεδρος, R. Delmont, M. Frant. L. Halus, Β. Κοτζαμάνης. A. Parant, S. Popovic, R. Suarez de Miguel.
Η επιστήμη της Ιστορίας υπέκυψε τόσο συχνά στις απαιτήσεις της πολιτικής και της οικονομίας, που ακόμα σήμερα παραμένει ένα πεδίο αμφίσημο. Κάθε γενιά, σε κάθε χώρα, ξαναγράφει την Ιστορία και φροντίζει ιδιαίτερα τη διατύπωση των σημείων που την αφορούν πιο πολύ, δηλαδή την ιστορία της ανθρώπινης ομάδας με την ιδιότυπη πολιτισμική ταυτότητα στην οποία θεωρεί πως έχει συμφέρον να ανήκει. Φυσικά το εγχείρημα αυτό δεν αποτελεί επακριβώς επιστήμη, αλλά ένα είδος πλαστικής τέχνης, όπως δήλωσε έλληνας ιστορικός που έζησε πολλά χρόνια στο Παρίσι.
Ενάντια σ’ αυτή την τρέχουσα πρακτική της Ιστορίας εμφανίστηκαν στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 κάποιες ανθρωπιστικές επιστήμες που δανείστηκαν μεθόδους και σταθμά από τις θετικές επιστήμες: Η Ιστορική Εθνολογία, η Κοινωνική Ανθρωπολογία, η Οικονομική Ιστορία, η Οικονομετρία, η Νέα Αρχαιολογία, η Δημογραφία, η Στατιστική. Ήρθαν να βάλουν κάποια τάξη στο απέραντο παλαιοπωλείο του κόσμου, για να μπορέσουμε να σχηματίσουμε μια άποψη πιο ξεκάθαρη της παρελθούσας ζωής των ανθρώπινων ομάδων, πέρα από τις συγκρούσεις και τους πολέμους που συνηθίσαμε να συγκρατούμε στη μνήμη μας. Κυρίως όμως για να ανταποκριθούμε σε μια νέα πρόκληση: Να κατανοήσουμε τη νοοτροπία της κάθε ανθρώπινης ομάδας, τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την ποιότητα της ζωής, τον τρόπο με τον οποίο προσδιορίζει τα συμφέροντά της.
Η πρόκληση αυτή μας ώθησε να επιχειρήσουμε μια προσέγγιση της ιστορίας των βαλκανικών πληθυσμών, μια προσέγγιση όμως χωρίς ομολογία πίστεως. Μια προσέγγιση που λαβαίνει υπόψη της πριν από κάθε τι τις αμφιβολίες, τις αμφισβητήσεις, τις διαφορετικές απόψεις, τις διαφέρουσες διατυπώσεις της τρέχουσας ιστορίας. Μια προσέγγιση που δε λαμβάνει μέρος στους μοιραίους αντίλογους της κάθε ένταξης, αλλά που θέλει να προκαλέσει την περίσκεψη πάνω στα ερωτήματα που τίθενται από τις επίκαιρες συγκυρίες, μια προσέγγιση που προσβλέπει στη συνάντηση όλων των ιδιότυπων ταυτοτήτων χωρίς την παραμικρή απώλεια ιδιαιτερότητας.
Αλλά ας αρχίσουμε από την αρχή. Από τον παλιό καλό καιρό των απαρχών, στον οποίο έχουν δικαίωμα να αναφέρονται μόνο δύο βαλκανικοί λαοί. Ο Αλβανοί χάρις στη συγγένειά τους με τους Ιλλυριούς και οι Νεοέλληνες χάρις στη συγγένειά τους με τους Αρχαίους Έλληνες. Πρέπει όμως να παραδεχθούμε πως είναι λυπηρό το ότι οι άλλοι βαλκανικοί πληθυσμοί, οι Βούλγαροι, οι Νότιοι Σλάβοι, οι Ρουμάνοι, οι Τούρκοι, προσκρούουν πάντοτε στην απαγόρευση του δικαιώματος να διαθέτουν βαθιές ρίζες στα εδάφη όπου κατοικούν. Γιατί αυτό θα τους έδινε περισσότερη εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, λιγότερο άγχος, περισσότερο δυναμισμό, καλύτερη ισορροπία. Ενώ ταυτόχρονα η τρέχουσα εικόνα της προϊστορίας είναι τόσο θολή και τόσο υποθετική που θα μπορούσαμε κάλλιστα να αναθεωρήσουμε τον ρόλο αυτών των «εισβολέων» της πρώτης και δεύτερης χιλιετηρίδας προ και μετά Χριστό.
Οι ιστορικοί, όλης της Ευρώπης, αποδεικνύουν πως δεν μπορούν να συνηθίσουν στην ιδέα της κινητικότητας των νομάδων. Επιμένουν να βλέπουν παντού σταθερές εστίες πληθυσμών που μετατοπίστηκαν μόνο και μόνο γιατί άλλοι πληθυσμοί πιο εμπειροπόλεμοι τους απώθησαν, τους νίκησαν ή κατάκτησαν την χώρα καταγωγής τους(1). Πρόκειται εδώ για το σύνδρομο των «εισβολών και κατακτήσεων» που κληρονομήσαμε από τον Ευρωπαϊκό Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, και που συνεχίζει να μας ταλανίζει αδίκως.
Ένα περιδιάβασμα των μελετών της Προϊστορίας που εμφανίστηκαν στις διάφορες βαλκανικές χώρες μας οδηγεί στην εξής παρατήρηση: Υπάρχει έντονη άρνηση να γίνουν αποδεκτές σχέσεις ή ανταλλαγές με τις γειτονικές χερσονήσους της Ιταλίας και της Μικράς Ασίας. Και με τη βόρειο Αφρική. Κυρίως μ’ αυτήν. Μακριά από την Αφρική. Ύστερα διαπιστώνουμε μια περιφρόνηση των νομάδων, γιατί δεν μπορούν, τάχα, να έχουν κάποιό αξιόλογο πολιτισμό και είναι οπωσδήποτε κατώτεροι από τους σταθερούς πληθυσμούς. Και κάτι ακόμα: Παρά το ότι όλοι παραδεχόμαστε πως η θάλασσα δεν χωρίζει, αλλά αντιθέτως ενώνει τους πληθυσμούς που κατοικούν σε απέναντι ακτές, ακόμα κι όταν αυτές απέχουν πολύ οι μεν από τις δε, έχουμε αφήσει στο περιθώριο της έρευνας ένα φαινόμενο που κυριαρχεί στην μεσογειακή ιστορία και μυθολογία: Τον θαλάσσιο νομαδισμό! Έτσι παραμένουν ανεξήγητα τα ίχνη Ετρούσκων στο νησί της Λήμνου(2) ή στη νήσο Εύβοια(3), πολύ κοντά στην Αθήνα. Έτσι μένουν ανεξήγητα η διάδοση του δίκοκκου σταριού στα Ιόνια νησιά, στην Ιταλία και στην υπόλοιπη Ευρώπη, από την θεωρούμενη αρχαιότερη πηγή του, που τοποθετείται ανατολικότερα κι από την Μεσοποταμία. Μένουν ανεξήγητες η ευρεία διάδοση του οψιδιανού λίθου(4) και της σμυρίδας που προέρχονται από τα νησιά του Αιγαίου, Μήλο, Θήρα, Νάξο, καθώς και η παρουσία των μεγαλιθικών μενχίρ στη βαλκανική γη(5). Προτιμούμε να τα φέρνουμε όλα από το Βορρά… Οι Ινδοευρωπαίοι είναι πανάκεια. Όταν διαπιστώνουμε σε κάποιο πεδίο ανασκαφών μια καταστροφή ή μια πυρκαγιά, νάτοι οι Ινδοευρωπαίοι που ήρθαν και αναποδογύρισαν το παν. Ευτυχώς η μόδα αυτή μοιάζει να πλησιάζει στο τέλος της.
Πρόσφατα κάποιοι ερευνητές αποκάλυψαν την απάτη. Ο Ινδοευρωπαϊκός μύθος καταγγέλθηκε ειδικότερα από τον Μωρίς Ολαντέρ στο βιβλίο του «Οι γλώσσες του παραδείσου - Αρίοι και Σήμιτες, ένα ζευγάρι της θείας πρόνοιας» (Παρίσι 1989) με πρόλογο του Πιέρ Βερνάν(6). Μας πληροφορεί πως ο Ινδοευρωπαϊκός μύθος είναι άλλη μια εφεύρεση άγγλου τυχοδιώκτη στην Καλκούτα. Πατέρας του υπήρξε ο William Jones και η ληξιαρχική πράξη γεννήσεώς του φέρει την ημερομηνία 2 Φεβρουαρίου του 1786.
Έντεκα χρόνια πέρασαν από την έκδοση του βιβλίου του Μωρίς Ολαντέρ και εμείς οι Βαλκάνιοι δεν το πήραμε χαμπάρι. Απ’ ότι ξέρω μόνο ένας καθηγητής της Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης έγραψε τρία άρθρα σχετικά σε καθημερινή εφημερίδα της Αθήνας, που πέρασαν χωρίς κανένας να τους δώσει σημασία(7).
Αν περάσουμε στην ιστορική εποχή, η κατάσταση δεν είναι πιο ξεκάθαρη. Κι εδώ πλέουμε σε πελάγη υποθέσεων και δογμάτων που επιβλήθηκαν κατά καιρούς από εθνικά συμφέροντα. Θα δώσουμε το παράδειγμα των Ελλήνων, που προβάλλουμε μια αδιάσπαστη συνέχεια της γλώσσας μας επί δύο χιλιετηρίδες προ και μετά Χριστό. Αποκλείουμε κάθε σχέση με τους Ιλλυριούς και τους Θράκες που μιλούσαν, φυσικά, «βάρβαρες» γλώσσες, και δίνουμε για παράδειγμα την Γραμμική Β’ των πινακίδων που ανακαλύφθηκαν στην Κρήτη, από τα σύμβολα των οποίων ο περίφημος Vendris διάβασε γλώσσα ελληνική. Αλλά δεν θέλουμε να έχει η γλώσσα αυτή καμία σχέση με την Αφρική ή με την κοντινή προς την Κρήτη Ασία. Θα προτιμούσαμε να έχει γεννηθεί στη βαλκανική ηπειρωτική χώρα(8).
Ένα άλλο παράδειγμα ανάλογης παράνοιας είναι η συζήτηση, ανεπίσημη ευτυχώς και μη επιστημονική, σχετικά με τη γλώσσα των αρχαίων Μακεδόνων. Άραγε μιλούσαν ελληνικά οι «βάρβαροι» πολεμιστές του Φιλίππου Β’ που υπέταξαν την Ελλάδα, ή κάποιο ιλλυρο – θρακικό ιδίωμα και μόνο οι αρχηγοί των κυρίαρχων πατριών είχαν επηρεαστεί πολιτισμικά από τα νοτιοελλαδικά άστη. Με αφορμή αυτή τη συζήτηση έγραψα πριν είκοσι τόσα χρόνια πως η αρχαιολογία είναι επιστήμη πολιτική και μάλιστα κυβερνητική(9).
Έπρεπε τάχα να περάσουν οι Ρωμαίοι τον Δούναβη στα 102 μ.Χ. για να διδάξουν τη λατινική στους αρχαίους Ρουμάνους. Σα να ήταν ο Δούναβης αδιάβατος και να απέφευγαν να τον διαβούν οι πληθυσμοί των Καρπαθίων για να μην συναντηθούν πιο πριν οι ιλλυρικές και βλάχικες φυλές της αρχαίας Μοισίας και της Δακίας που χρησιμοποιούσαν ιδιώματα κοντινά με τα ιταλιωτικά και ορισμένα μάλιστα πιο αρχαϊκά κι από τη λατινική, που ήτανε γλώσσα αστική και λόγια, όψιμης κατασκευής που πολύ λίγοι λεγεωνάριοι την μιλούσαν(10).
Ένας άλλος παραλογισμός της Ιστορίας είναι η σύγχυση του πληθυσμού του κράτους – πόλης με ολόκληρο τον πληθυσμό της περιοχής της. Θεωρούμε πως όλοι οι Έλληνες ήταν αστικοποιημένοι και ξεχνάμε πως η «συνοίκισις» των αστών Αθηναίων με τις φυλές της Αττικής δεν επαναλήφθηκε σ’ όλη την Ελλάδα κατά τον ίδιο τρόπο. Το άστυ της Σπάρτης είχε οργάνωση πολύ κοντινή με τη φυλετική, δηλαδή με μικρότερη κοινωνική διαστρωμάτωση.
Η ιδέα του σφαιρικού κράτους των νέων χρόνων, του κράτους που ελέγχει όλους τους πληθυσμούς που ζουν πάνω στην επικράτειά του, μας εμποδίζει να κατανοήσουμε ότι πέρα από τα όρια της πόλης – κράτους ζούσαν συχνά νομάδες με τους οποίους οι σχέσεις των αστών ήταν αρκετά μεταβλητές.
Υπάρχουν αρκετές πληροφορίες σχετικές με τη σχέση των αστών με τους νομάδες που τις αφήσαμε χωρίς υπομνηματισμό, όπως για παράδειγμα το ότι μια από τις μεγάλες αγορές δούλων της κλασικής αρχαιότητας βρισκόταν στις Παγασές, στον κόλπο του σημερινού Βόλου στη Θεσσαλία, όπου οι πολεμιστές της Λάρισας έφερναν να πουλήσουν νομάδες της Μακεδονίας που αιχμαλώτιζαν κατά τις εκεί ληστρικές εκστρατείες τους. Αυτό το βρίσκουμε συνήθως στα ψηλά γράμματα βιβλίων που δεν κυκλοφορούν πλατειά(11). Και δεν αξιοποιείται το συμπέρασμα από το γεγονός ότι ο Σπάρτακος και οι επαναστατημένοι δούλοι του που έφτασαν μέχρι το σημείο να καταστρέψουν παραλίγο τη Ρώμη στο απόγειό της, είχαν αιχμαλωτιστεί στη Θράκη.
Τέλος, μπορούμε να δεχθούμε ότι σοβαρότερες πληροφορίες για τους βαλκανικούς πληθυσμούς υπάρχουν στους Ρωμαίους συγγραφείς, ύστερα στην χριστιανική φιλολογία και στους βυζαντινούς χρονογράφους και συγγραφείς. Αλλά κι εδώ δεν είναι εύκολο να βρούμε το πραγματικά αντιπροσωπευτικό εθνόνυμο του κάθε πληθυσμού και μέσα από αυτό να συμπεράνουμε την καταγωγή του. Όταν οι αριθμοί λείπουν ή είναι υπερδιογκωμένοι από τους χρονογράφους, εύκολα συγχέουμε μια συμμορία πολεμιστών που πήρε την εξουσία σε μια περιοχή και την ταυτίζουμε με ολόκληρο τον πληθυσμό της περιοχής αυτής.
Επίσης οι σύγχρονοι ιστορικοί δεν έδωσαν τη σημασία που έπρεπε να δώσουν στην πρώτη μεγάλη προσπάθεια μαζικής σταθεροποίησης νομαδικών πληθυσμών που έγινε στον καιρό του Αυτοκράτορα Διοκλητιανού και μάλιστα από λίγο πριν. Δεν κατάλαβαν το φαινόμενο των «Salti Imperiali”(12), των κτημάτων που ανήκαν στον ανώτατο άρχοντα, στα οποία προσελκύονταν ολόκληρες φυλές από «ελεύθερους έποικους» (colonii liberi) για να ειδικευτούν στην καλλιέργεια του αμπελιού, αφού οι δούλοι καλλιεργητές είχαν πια αποδειχθεί ασύμφοροι. Η τεράστια επέκταση του αμπελώνα κατά τους πρώτους αιώνες μετά Χριστό δεν υπομνηματίστηκε αρκετά, παρά το ότι οι αμπελώνες της βαλκανικής χερσονήσου προέρχονται σε μεγάλο ποσοστό τους από αυτή τη γιγάντια επιχείρηση. Και δεν συνδυάζουμε την επέκταση του αμπελώνα με την εξάπλωση του Χριστιανισμού. Παρόλα αυτά ακούμε τα λόγια του Χριστού «εγώ ειμί η άμπελος η αληθινή» και επαναλαμβάνουμε μηχανικά πως η Χριστιανική Εκκλησία είναι ο αμπελώνας του Χριστού(13).
Στα αυτοκρατορικά κτήματα με την εγκατάσταση ενός μοναστηριού στο κέντρο του αμπελώνα οι χριστιανοί μοναχοί δίδασκαν στους νομάδες την υπακοή, τις «δουλειές» της γης και επιτύγχαναν τελικά να τους καθηλώνουν επιτόπου. Έτσι οι «ελεύθεροι έποικοι» (colonii liberi) προοδευτικά μέχρι τον 6ο αιώνα έγιναν colonii adscripti, «έποικοι καταγεγραμμένοι» στους καταλόγους του κράτους και έχασαν το δικαίωμα να κυκλοφορούν ελεύθερα, δεν μπορούσαν πια να εγκαταλείψουν τη βάση τους στα ημιορεινά σημεία του αμπελώνα.
Στη συνέχεια θα επιμείνουμε ιδιαίτερα στον 6ο αιώνα της χρονολογίας μας, γιατί αποτελεί μεγάλο σταυροδρόμι. Κατά την περίοδο αυτή, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία αλλάζει τελείως υφή και οργάνωση. Κυρίως κατά τον πρώτο μισό του αιώνα, τον καιρό του Ιουστινιανού. Ένα μεγάλο αναποδογύρισμα αποσυνθέτει τον κόσμο των αρχαίων άστεων. Οι σχέσεις της παραγωγής αλλάζουν τελείως και η οργάνωση της κοινωνίας υποβάλλεται σε ένα καινούργιο εξορθολογισμό.
Οι διαστάσεις των πόλεων περιορίζονται. Γύρω από κάθε πόλη χτίζονται τείχη που η περίμετρός τους καθορίζεται από την δυνατότητα των ίδιων των κατοίκων να τις υπερασπίσουν. Ο αυτοκρατορικός στρατός δεν υποχρεούται πλέον να υπερασπίσει ούτε τις μεγάλες πόλεις. Η υποχρέωση αυτή μετατίθεται σε τοπικές φρουρές που πληρώνονται από τους κατοίκους των πόλεων και όχι από το Κράτος. Η ασφάλεια των ιδιωτικών καλλιεργειών έξω από τα τείχη ιδιωτικοποιείται. Έτσι οι … «βάρβαροι» κατέστρεψαν τα λατιφούντια και ταυτόχρονα την εξουσία των μεγαλοϊδιοκτητών της γης, των υπολειμμάτων του δουλοκτητικού συστήματος(14).
Στους κάμπους εγκαταστάθηκαν, μετά από κρατική πρόσκληση, ημινομάδες γεωργοί (Σλάβοι) φερμένοι από πέρα από το Δούναβη. Και για να περιοριστεί η κινητικότητα των φυλών αυτών μέσα στη Βαλκανική χερσόνησο, εγκαταστάθηκαν στα ορεινά περάσματα που οδηγούν από τον ένα κάμπο στον άλλο, φρουρές πολεμιστών προερχόμενων από τα ψηλά βουνά της Αυτοκρατορίας. Ειδικότερα στη Βαλκανική, οι φρουρές των «κλεισοριών» προέρχονταν από την οροσειρά των Δυναρικών Άλπεων, του Μαυροβουνίου, των Αλβανικών Άλπεων, της Πίνδου, των Αγράφων, της Ελλαδικής Ρούμελης.
Η ανακατανομή αυτή των πληθυσμών δημιουργεί ακόμα σήμερα εντάσεις μεταξύ των Βαλκανίων ιστορικών. Γιατί τότε αρχίζουν να σλαβοφωνούν οι Ιλλυριοί στην Κεντροδυτική Βαλκανική, τότε ξεκινάει μια ιδιότυπη σλαβοφωνία στην Ανατολική Βαλκανική, τότε πρέπει να τοποθετηθεί χρονικά η «κάθοδος» των Αλβανιτών και των Βλάχων(15) στην Κεντρική και Νότια Ελλάδα. Θα έπρεπε να ξαναϊδούμε με προσοχή τις γραπτές πηγές και τις ανασκαφές που έγιναν εδώ κι εκεί, για να φωτίσουμε αυτές τις εγκαταστάσεις νέων πληθυσμών τόσο αντιλεγόμενες από τους ιστορικούς, που θεωρούν υποχρέωσή τους να αποκρύπτουν στοιχεία ή να μεταχρονολογούν(16). Παρόλα αυτά, τα χρονικά αναφέρουν την παρουσία Βουλγάρων στη Νότιο Ήπειρο στις αρχές του 6ου αιώνα.
Θα έπρεπε να ξανακοιτάξουμε με περισσότερη προσοχή το θέμα των εθνονύμων και τις επισφαλείς και αντιλεγόμενες ετυμολογίες τους και να πάρουμε περισσότερο στα σοβαρά την ετυμολογία του «Σέρβος» από το λατινικό Servus που σημαίνει «υπηρέτης», την ετυμολογία του «Βούλγαρος» από το λατινικό «vulgaris» που σημαίνει «λαϊκός – χυδαίος», την ετυμολογία του Σλαβώνος – Σκλαβούνος από το λατινικό «esclavinus», που σημαίνει τον «σχεδόν δούλο – σκλάβο»(17).
Στα 1917 ο περιώνυμος Cvijic, στην σχεδόν άγνωστη σήμερα μελέτη του «Παρατηρήσεις στην Εθνογραφία της Μακεδονίας» που εκδόθηκε στα γαλλικά στο Παρίσι, προσπάθησε να ξαναβρεί τις ιδιαίτερες ονομασίες των φυλών που ήρθαν από πέρα από τον Δούναβη. Υπομνημάτισε όσο μπορούσε καλύτερα τις ονομασίες των Μπρζάτσι, των Μιζάτσι, των Σόπι, των Χορβάτ, των Πομάτσι, των Ρούπτσι, των Καούρι – Μπούγγαρι. Υπογράμμισε το φαινόμενο της «Μπουγκαρίνα» που θα μπορούσαμε να τη μεταφράσουμε ως «λαϊκότητα – χυδαιότητα». Τέλος εντόπισε το ότι η πολεμική κάστα των Βουλγάρων που κυριάρχησε πάνω στους Σλάβους της ανατολικής Βαλκανικής, μπορούσε κάλλιστα να είναι Ουραλοαλταϊκής καταγωγής, αλλά δεν ήταν τελικά παρά μία κυρίαρχη κάστα που διαλύθηκε από πλευράς εθνολογικής μέσα στο μέγα πλήθος των Σλάβων και των εκσλαβισμένων αυτοχθόνων. Και η παρατήρησή του είναι εύστοχή, γιατί είναι άδικο, επαναλαμβάνω, να στερούνται κάποιοι πληθυσμοί των Βαλκανίων από τις αρχαίες ρίζες τους στη γη που κατέχουν, υπό το πρόσχημα ότι μια πολεμική κάστα που ήρθε από κάπου αλλού τους φόρτωσε σε κάποια ιστορική στιγμή ένα όνομα που θεωρείται εθνόνυμό τους(18).
Θα έπρεπε λοιπόν να ξανακοιτάξουμε προσεκτικά τις ονομασίες των ανθρώπινων ομάδων που αναφέρονται από τους συγγραφείς του Μεσαίωνα. Οι ονομασίες που θεωρήθηκαν εθνόνυμα είναι τριών ειδών.
Αντιστοιχούν σε ολόκληρες φυλές που μετατοπίζονται με τα γυναικόπαιδά τους και την περιουσία της κοινωνικής τους οργάνωσης και των παραγωγικών τους σχέσεων.
Αναφέρονται σε μια ομοιογενή ομάδα πατριάς πολεμιστών που αποσπάσθηκε από τη φυλή της για να βρει την τύχη της αλλού και ειδικότερα στον κόσμο των άστεων.
Αποκρύπτουν μια ομάδα πολεμιστών μη ομοιογενή, με άλλα λόγια ένα συνονθύλευμα ατόμων χωρίς περιουσία, ή παραγωγική ειδίκευση, που επιβιώνει από την αρπαγή παντού όπου περνάει. Αυτό που οι Βυζαντινοί ονομάζουν «βάνδον», δηλαδή «συμμορία» (bandum).
Αναμφισβήτητα οι Σκλαβινοί ήταν φυλές ολόκληρες ειδικευμένες στην καλλιέργεια των δημητριακών που ζούσαν ημινομαδικά γιατί δεν γνώριζαν την αγρανάπαυση και όταν αδυνάτιζε η γη που καλλιεργούσαν, μετατοπίζονταν όλοι μαζί σε άλλη γη. Ενώ οι Ρος και οι Βάνδαλοι ήταν πατριές ομοιογενείς, πολεμιστών χωρίς γυναίκες που ήρθαν από τα υπερβόρεια και επιβλήθηκαν οι πρώτοι σε πληθυσμούς που νομάδιζαν στις γαίες της σημερινής Ρωσίας και οι δεύτεροι σε πληθυσμούς που νομάδιζαν στην Ευρώπη και στην Αφρική. Όσο για τους Βουλγάρους ανήκαν καθώς φαίνεται στην τρίτη περίπτωση.
Οι «συμμορίες» των Βουλγάρων αποτελούνταν από άτομα προερχόμενα από τις πόλεις και από διάφορες φυλές και δεν είχαν ούτε κοινή γλώσσα, ούτε κοινή παράδοση. Υιοθετούσαν λοιπόν την πιο κοινή γλώσσα στις χώρες όπου κατέληγαν και συχνά υιοθετούσαν τη θρησκεία των αυτοχθόνων, καθώς και τα ονόματα των προσώπων και των θεσμών.
Θα έπρεπε να αναθεωρήσουμε το θέμα των Βουλγάρων – Vulgaris – λαϊκών – χυδαίων. Γιατί η ονομασία αυτή δινόταν στους πληβείους των μεγάλων πόλεων ταπεινής καταγωγής, που δεν είχαν εστία στην πόλη πάνω από τρεις γενεές. Χυδαίοι – Vulgaris ήταν οι «Πράσινοι» και οι «Ρουσάτοι» του Ιπποδρόμου, ενώ οι «Βένετοι» και οι «Αλμπάτοι» ήταν από γενιά και παράδοση αστοί. Όταν οι Πράσινοι πλήθαιναν(19) υπερβολικά, τους απέλαυναν. Τους εξόριζαν στα σύνορα, στα λίμες (Απελλάται). Τους έκαναν milites limitares, συνοριακούς φρουρούς στη μεθοριακή γραμμή του Δούναβη, στα σύνορα του Ευφράτη, στα σύνορα του βορρά της Μαύρης Θάλασσας ανάμεσα στην Αζοφική και στην Κασπία. Θα πρέπει να εξετάσουμε την εκδοχή που θεωρεί πως οι «Πρωτο – Βούλγαροι», οι Ονόγουροι, Κουτρίγουροι και Ουτίγουροι του 6ου αιώνα ήταν Vulgaris – Χυδαίοι εξόριστοι και όχι ουραλοαλταϊκές φυλές. Άλλωστε τίποτε δεν μπορεί να αντικρούσει την υπόθεση αυτή. Και είναι σίγουρο πως οι σημερινοί Βούλγαροι ιστορικοί θα ήταν αρκετά θετικοί απέναντι σ’ αυτή την εκδοχή και θα εγκατέλειπαν εύκολα την ετυμολογία της ονομασίας «Μπόλγγαρος» από τον Βόλγα, το ποτάμι.
Θα πρέπει να θυμηθούμε και το γεγονός ότι ο Αυτοκράτορας του Βυζαντίου στις αρχές του 6ου αιώνα χάρισε στους φρουρούς αυτούς των συνόρων τη χώρα που βρίσκεται ανάμεσα στο όρος Αίμο και στον Δούναβη και της έδωσε το όνομα Vulgaria, «χώρα των Vulgaris”, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα στον αρχηγό τους το δικαίωμα να φέρει τον τίτλο του Καίσαρα, από τον οποίο βγαίνει ο τίτλος Κζάρ, Τσάρος(20). Και εδώ ξεκινάει η δημιουργία του «σλαβικού δόγματος» που θα αποτελούσε μια σοβαρή ζώνη προστασίας του Βυζαντίου απέναντι στο λατινικό δόγμα που είχε διαβρωθεί από τους Γερμανούς(21).
Θα πρέπει να καταλάβουμε επιτέλους το γιατί η ανατολική Εκκλησία διαφοροποιήθηκε προοδευτικά από την λατινική Εκκλησία και το ότι, πολύ συγκεκριμένα, το Σχίσμα αναφερόταν στην οργάνωση της διοίκησης και της παραγωγής. Η λατινική Εκκλησία είχε την τάση να «εκπολιτίζει» τις κέλτικες και τις γερμανικές φυλές απαιτώντας την απόλυτη καθήλωσή τους στη γη και παραχωρώντας στους αρχηγούς των σημαντικών πατριών τίτλους της αρχαίας ρωμαϊκής ιπποσύνης. Κατασκεύασε έτσι μια ιεραρχημένη «νομενκλατούρα» σε σχήμα πυραμίδας που απλώθηκε σ’ όλη την κεντρική και δυτική Ευρώπη και που θα την ονόμαζαν «φεουδαρχία».
Από την άλλη μεριά η «vulgaritas», η «χυδαιότητα» των δήμων των μεγάλων πόλεων του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους ασκούσε πίεση στην Ανατολική Εκκλησία και στην Κεντρική Εξουσία, ώστε να γίνουν αποδεκτές οι νομαδικές φυλές όπως ήταν, χωρίς να αλλοτριωθούν οι ιδιαίτερες ταυτότητές τους, οι αξίες τους, οι παραδόσεις κοινοτιστικής κοινωνικής οργάνωσής τους, οι τεχνικές τους γνώσεις πάνω στις καλλιέργειες και στην εκμετάλλευση των ζώων. Το Σχίσμα που επήλθε ανάμεσα στις Εκκλησίες της Ανατολής και της Δύσης δεν ήταν μια απλή θεολογική διένεξη. Ήταν αποτέλεσμα δύο τελείως διαφορετικών θεωρήσεων της ένταξης των νομάδων στην κοινωνία των πόλεων. Από τη μια υπήρχε η εκλεκτικιστική θεώρηση που επέμενε να καθηλώνει τους νομάδες, να τους «εκπολιτίζει», να τους «αστικοποιεί» και τελικά να τους εκμεταλλεύεται. Κι από την άλλη η θεώρηση της ελεύθερης ενσωμάτωσης που έφτανε μέχρι την αποδοχή της ελεύθερης έκφρασης του νομαδισμού, ως την αυτοδιοίκηση των νομαδικών φυλών.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι, με τη δημιουργία του σλαβικού δόγματος οι Ιλλυριοί των Δυναρικών Άλπεων, του Μαυροβουνίου, της Ροδόπης, του Αίμου, σλαβοφώνησαν, εκτός από εκείνους των Καρπαθίων και της Πίνδου στην Ήπειρο, που διέσωσαν τα προ – λατινικά τους ιδιώματα, καθώς επίσης και τους κατοίκους των Αλβανικών Άλπεων που συντήρησαν τα ιλλυρικά τους ιδιώματα. Και θα έπρεπε να ξανακοιτάξουμε τις εργασίες του σοφού Γίρετσεκ σχετικά με τον εκσλαβισμό των Ιλλυριών(22).
Περίπου την ίδια εποχή (τον 7ο αιώνα) μία κοινότητα μεταφορέων γεννιόταν στην Αραβική έρημο. Το Ισλάμ, που διεκδικούσε μια πρωτεύουσα θέση στον αστικό κόσμο. Γιατί όντως αυτοί που μετέφεραν τα προϊόντα και τις ιδέες από την μια πόλη στην άλλη, διέδιδαν και ένα πιο σύνθετο πολιτισμό. Η κοινότητα των μεταφορέων με την ελεύθερη αγορά που εγκαθιστούσαν παντού όπου πήγαιναν, αποδεικνυόταν πολύ πιο ανεκτική απέναντι στους τοπικούς τρόπους ζωής, στις τοπικές παραδόσεις. Αυτό ακριβώς εξηγεί την τεράστια επέκταση της εξουσίας της σε ολόκληρο τον Αλεξανδρινό κόσμο και όχι η πολεμική τους δύναμη που διογκώθηκε στη φαντασία των Ευρωπαίων(23). Το Ισλάμ αποτελεί στο εξής ένα είδος άκρας αριστεράς σε σχέση με τον κεντρισμό του Βυζαντίου με την λατινική δεξιά, ελιτίστικη και φεουδαρχική, και με την αριστερά των βυζαντινών λαϊκών αιρέσεων. Θα παρατηρήσουμε σε πολλές ιστορικές συγκυρίες σύμπραξη των Βουλγάρων των Βαλκανίων με τους Μουσουλμάνους – Σαρακηνούς. Παρένθεση: (Το όνομα «Σαρακηνοί δεν είναι ούτε αυτό εθνόνυμο. Στο έργο του ιστορικού του 6ου αιώνα Προκόπιου παρατίθεται με την αρχική του σημασία «Άνθρωποι της Ανατολής» από το «Σάρκ», η Ανατολή)(24). Και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η Vulgaritas, η χυδαιότητα – λαϊκότητα είναι παρούσα στα Βαλκάνια, με τον Μανιχαϊσμό, την Παυλικιανή αίρεση και τις βαλκανικές παραλλαγές της, τον Βογομιλισμό, την αίρεση των καθαρίων στην Κεντρική και νότια Ελλάδα, με την «Μπαμπούνσκα βιέρα» (ή Μπάμπουνα) στη βορειοδυτική Βαλκανική. Και πως ασκεί πιέσεις στην κεντρική εξουσία, κάθε φορά που αυτή κλίνει προς το λατινικό πρότυπο, προς τον φεουδαλισμό(25).
Σ’ αυτούς όλους τους αιρετικούς χρωστάμε τη δημιουργία της βαλκανικής πόλης των νέων χρόνων, την ελευθερωμένη από τα τείχη πόλη, την κτισμένη στο βουνό σε 600 μέτρα υψόμετρο συνήθως, την πόλη των βοσκών που θα μεταβαλλόταν αμέσως σε πόλη βιοτεχνών. Η πόλη αυτή η Ζα-γκόρα, που σημαίνει «υπερ – όριος» πίσω από το βουνό και στην απλοποιημένη μορφή της Γκόρα ή Χώρα, θα παίξει ένα ρόλο κεφαλαιώδη από τον 7ο , 8ο αιώνα και σχεδόν ως τις μέρες μας. Η Στάρα Ζαγκόρα, η αρχαία υπερόριος πάνω στον Αίμο, το Ζάγκρεμπ, η Ζαγορά της Κοριτσάς στη νότια Αλβανία, τα Ζαγόρια στην Ήπειρο, η Ζαγορά του Πηλίου και άλλες πολλές Ζαγορές και Χώρες (Gorod) σε όλη τη Βαλκανική χερσόνησο και στα νησιά του Αιγαίου που σήμερα έχασαν το παλιό τους όνομα, δημιουργήθηκαν από πληθυσμούς σύνθετης καταγωγής, από πατριές προερχόμενες από διάφορους ορίζοντες.
Ο αέναος πόλεμος που συντηρούσαν οι Φεουδάρχες της Δύσης και που τον μετέφεραν στην Ανατολή με τις Σταυροφορίες, προσδίδει σοβαρό ρόλο στις πόλεις αυτές των πρώην κτηνοτρόφων - πολεμιστών και τους επιτρέπει να αναπτύξουν μια βιοτεχνία εργαλείων, όπλων και εξαρτημάτων του πολέμου από δέρματα ζώων, από ξύλο και από μέταλλα. Η μεταλλουργία αναπτύχθηκε και πέρα από τα αρχαία κέντρα της. Ο Καίσαρ των Σέρβων Ούρος ο Β’ κάλεσε Σάξονες μεταλλουργούς για να αναπτύξει τα μεταλλεία στο Κόσοβο. Ταυτόχρονα, στη Μικρά Ασία τα μεταλλεία της Αργυρούπολης αναζωογονήθηκαν. Αυτή την ώρα έγιναν δεκτοί στα Βαλκάνια και οι Τσιγγάνοι, νομαδικές φυλές που γνώριζαν τις τέχνες των μετάλλων. Παραμένοντας ημινομάδες οι Τσιγγάνοι εγκατέστησαν βάσεις στις περιοχές των μεταλλείων ή στα σημεία όπου υπήρχαν ναυπηγεία. Έτσι κοντά στα ναυπηγεία της Νικόπολης του Αμβρακικού Κόλπου, της κεντροδυτικής Ελλάδας ιδρύθηκε το πρώτο και το μόνο στην Ιστορία τσιγγάνικο κράτος. Το «Feodum Atsinganorum”, το «Φέουδο των Τσιγγάνων» που ο επικεφαλής του έφερε τον τίτλο του Δούκα(26).
Αλλά ο αέναος φεουδαρχικός πόλεμος προσέλκυσε κι άλλες φυλές στον κόσμο των πόλεων. Συγκεκριμένα, κεντροασιατικές φυλές. Ήδη από το 1000 μ.Χ. οι παραδοσιακές τροχιές του ασιατικού νομαδισμού είχαν ξεπεραστεί και οι νομάδες είχαν ανακατευτεί.
Από τον καιρό εκείνο αναπτυσσόταν και η ελεύθερη ναυσιπλοία με ιστία. Πάνω στα ιστιοφόρα πλοία δεν υπήρχε πια ανάγκη από κωπηλάτες δούλους. Χρειάζονταν τεχνικοί της θάλασσας, άνθρωποι ελεύθεροι, ειδικευμένοι στη χρήση των ιστίων, στη γνώση των ανέμων, των ακτών, των θαλάσσιων ρευμάτων, των αστεριών που επιτρέπουν τον προσανατολισμό. Και εδώ στις ακτές των νησιών και όλης της Ανατολικής Μεσογείου συναντιόνται οι Σκλαβούνοι και οι Μουσουλμάνοι ναυτικοί των αφρικανικών και ασιατικών ακτών.
Γύρω στο 1000 μ.Χ. γίνεται μια βαθιά μετεξέλιξη στον κόσμο του Ισλάμ. Οι μεταφορείς και οι έμποροι χάνουν το πάνω χέρι στις πόλεις και το κερδίζουν οι βιοτέχνες. Στα βορειοανατολικά άκρα του Ιράν, στο Χορασάν γεννήθηκε ένας νέος θεσμός, το «παζάρι», ο χώρος όπου συγκεντρώνονται τα εργαστήρια των βιοτεχνών και όπου η ανταλλαγή, το εμπόριο, διεξάγεται χωρίς μεσάζοντες(27). Ο ίδιος ο μεταποιητής πουλάει κατευθείαν στον πελάτη. Ο έμπορος αποκλείεται(28).
Η δημοτικότητα της αραβικής αγοράς στη Δυτική Ευρώπη παραπλάνησε τους Ευρωπαίους ιστορικούς, ώστε να συγχέουν το αραβικό «Κσάρ» ή «Σούκ» με το τουρκο – ιρανικό «μπαζάρ», θεωρώντας το παζάρι απλή συνέχεια της αραβικής αγοράς. Οι διαφορές όμως είναι σημαντικές. Τα προσφερόμενα προϊόντα στην αραβική αγορά ήταν αντικείμενα σπάνια και ακριβά, άρα απευθύνονταν σε αγοραστικό κοινό πλουσίων και αυθεντών. Αντίθετα στο ιρανο – τουρκικό παζάρι προσφέρονταν χρηστικά αντικείμενα πρώτης ανάγκης, που απευθύνονταν σε κάθε αγοραστικό κοινό(29).
Το παζάρι έγινε πολύ σύντομα πόλος έλξης όπου συναντιόνταν οι αστοί και τα μέλη των φυλών. Εξελίχθηκε σε τόπο συνδιαλλαγής και διαλεκτικής ανάμεσα σε άτομα προερχόμενα από πολύ διαφορετικές κοινωνικές οργανώσεις. Και ξαπλώθηκε προς τις Ινδίες και προς τη Μικρά Ασία υπό την προστασία της δυναστείας των Σελτζουκιδών και μετά των Οθωμανών(30).
Θα έπρεπε στο σημείο αυτό να αναπροσδιορίσουμε την έννοια της οθωμανικής «κατάκτησης». Η έννοια αυτή αντιστοιχεί πολύ λίγο με την ιστορική πραγματικότητα. Γεννήθηκε από μια παρερμηνεία της Ιστορίας, που δικαίωνε άλλοτε την έννοια «εθνική απελευθέρωση». Για να υπάρξει «απελευθέρωση» έπρεπε να είχε υπάρξει προηγουμένως «κατάκτηση». Αλλά στις περισσότερες βαλκανικές περιοχές δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Στη Βοσνία και στην Ερζεγοβίνη για παράδειγμα, οι Βογόμιλοι, που είχαν στενές σχέσεις με τους Χουσίτες και άλλους Προτεστάντες της κεντρικής Ευρώπης, κάλεσαν του Οθωμανούς για να τους απελευθερώσουν από τις διώξεις και τις σταυροφορίες των καθολικών Ούγκρων. Και μέσα σε λιγότερο από 40 χρόνια, ως το έτος 1.500, όλοι οι κάτοικοι της Βοσνίας πέρασαν στο Ισλάμ. Το ίδιο και οι Παυλικιανοί και Βογόμιλοι της Βουλγαρίας και της Ελλάδας και άλλοι αυτόνομοι, συμμάχησαν με τους Οθωμανούς για να διατηρήσουν την αυτονομία τους και για να ενταχθούν στη νέα βιοτεχνική αγορά, της οποίας οι προστάτες έδειχναν προθυμία να τους εντάξουν(31).
Σε ολόκληρη λοιπόν τη βαλκανική χερσόνησο ξαπλώθηκε ένα δίκτυο αγορών οθωμανικού τύπου, συνδεδεμένων αναμεταξύ τους με καραβανόδρομους που διέθεταν πλήρη υποδομή από σταθμούς, σημεία ύδρευσης και ξενώνες (χάνια) κι ένα οδικό δίκτυο πολύ πιο πυκνό από το ρωμαϊκό. Η πρωτοτυπία αυτού του δικτύου συνίστατο στο ότι τα παζάρια παντού όπου εγκαθίσταντο, εξελίσσονταν αργά ή γρήγορα σε κέντρα των ήδη υπαρχόντων οικισμών ή κέντρα νέων οικισμών που χτίζονταν γύρω από αυτά. Ακόμα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι το κάθε παζάρι εποπτευόταν από τις οργανώσεις των παραγωγών και μεταποιητών. Οι τελευταίοι επωμίζονταν επίσης την ασφάλεια της αγοράς και ολόκληρης της πόλης. Οι εκπρόσωποί τους, μαζί με τους εκπροσώπους των διαφόρων θρησκειών και δογμάτων, αποτελούσαν το συμβούλιο τοπικής αυτοδιοίκησης.
Όλες οι ημιορεινές Χώρες και οι Ζαγκόρες έγιναν σύντομα κόμβοι του δικτύου των παζαριών και η κεντρική εξουσία τους απένειμε προνόμια όταν μπορούσαν να παράγουν περισσότερα και καλύτερης ποιότητας προϊόντα, ή όταν ήταν σε θέση να αναλάβουν μια υπερπαραγωγή προς εξαγωγή.
Ταυτόχρονα με τη συμπλήρωση του θεσμού του Παζαριού, η κεντρική εξουσία για να ενδυναμώσει το δίκτυο των παζαριών στην επικράτειά της και κυρίως στη Βαλκανική, κάλεσε βιοτέχνες εκτός συνόρων της Αυτοκρατορίας, κάλεσε τους Ισραηλίτες της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Βόρειας Αφρικής. Την ώρα που οι βασιλείς της Καστίλης στρέφονταν προς την εκμετάλλευση του πλούτου των υπερπόντιων χωρών με τους περίφημους κονκισταντόρ (κατακτητές), η κεντρική εξουσία της Κωνσταντινούπολης προσκαλούσε τους τεχνίτες και τους μικρέμπορους της Ιβηρικής χερσονήσου που διώκονταν εξαιτίας της ένταξής τους στην ιουδαϊκή θρησκεία και τους εγκαθιστούσε στα μεγάλα βιοτεχνικά και εμπορικά κέντρα της Αυτοκρατορίας: Στην Κωνσταντινούπολη, στη Θεσσαλονίκη, στη Σμύρνη.
Από κει διασπάρθηκαν σ’ όλα τα παζάρια των Βαλκανίων. Η ίδια πολιτική έφερε στα ίδια κέντρα του Ισραηλίτες του Βορρά, της Ουκρανίας, της Μπιελορωσίας, της Πολωνίας και ακόμα και του Καυκάσου, από όπου αυτοί συμπαρέσυραν και Αρμενίους και Ιρανούς. Οι πληθυσμοί αυτοί, παρά τα όσα γράφτηκαν για κοινή εθνοκαταγωγή με τους νότιους και δυτικούς Ισραηλίτες, προέρχονταν από πολύ διαφορετικούς λαούς. Να μην ξεχνάμε πως το βασίλειο των Χαζάρων, υποτελές του Βυζαντίου είχε για επίσημη θρησκεία τον Ιουδαϊσμό. Στον Καύκασο όπως άλλωστε και στη Βόρειο Αφρική και στην Ιβηρική χερσόνησο, ο Ιουδαϊσμός είχε προσελκύσει πολυπληθείς που είχαν επιλέξει τη θρησκεία αυτή λόγω της παραγωγικής τους ειδίκευσης. Ήταν τεχνίτες και μικρέμποροι. Παραθέτουμε μόνο, σαν παράδειγμα της διασποράς των Ισραηλιτών στη Βαλκανική, την περίπτωση της αρχαίας Αυλώνος, της σημερινής Βαλόνας ή Βλιόρας, που ξαναχτίστηκε στα τέλη του 15ου αιώνα από 500 οικογένειες Ισραηλιτών Σεφαρδιτών, δηλαδή ερχόμενων από την Ισπανία.
Τελικά το φεουδαρχικό σύστημα δεν κατόρθωσε ποτέ να εγκατασταθεί στην Ανατολή και η Βαλκανική χερσόνησος το απέρριψε χάρις στο Σλαβικό Δόγμα, χάρις στον Βογομιλισμό και στις άλλες συγγενείς μ’ αυτόν αιρέσεις, που πρέσβευαν μια κοινωνική οργάνωση κοινοτιστική. Οι Μαρξιστές ιστορικοί, κατ’ αναλογία με την ιστορία της Δύσης, επέμειναν στην ύπαρξη ενός Οθωμανικού φεουδαλισμού στην Ανατολή και στα Βαλκάνια, αλλά στη δεκαετία του ’60 έγινε μια πλατιά συζήτηση σχετικά με τον όρο που εφεύρε ο Μαρξ «ασιατικός τρόπος παραγωγής» ή «ανατολικός δεσποτισμός»(32). Τέλος ιστορικοί πιο σύγχρονοι, όπως ο Νικολάι Τόντοροφ και η Σχολή της Σοφίας (Τσβέτκοβα, Μουταφτσίεβα, κ.λ.π.) μίλησαν για έναν πολύ ιδιότυπο φεουδαλισμό που εγκατέστησαν οι Οθωμανοί και που είχε πολύ λίγα κοινά χαρακτηριστικά με τον δυτικό φεουδαλισμό. Ο Νικολάι Τόντοροφ δέχθηκε ότι ο Βαλκάνιος χωρικός δεν ήταν εξαρτημένος από τον τοπικό στρατιωτικό αρχηγό, που ως τώρα εθεωρείτο φεουδάρχης, αλλά πως εξαρτιόταν από την αγορά, από το παζάρι, που καθόριζε την παραγωγή του ανάλογα με τη ζήτηση του τάδε ή του δείνα προϊόντος. Και δήλωσε πως ο ρυθμιστικός ρόλος του παζαριού εξουδετέρωνε τις εξαρτήσεις φεουδαλικής φύσεως και ενεθάρρυνε την ελεύθερη διακίνηση των παραγωγών και των προϊόντων, αγροτικών και βιοτεχνικών, της τεχνολογίας και των γνώσεων. Έτσι λοιπόν από τον 15ο ως τον 18ο αιώνα οι σχέσεις της παραγωγής στα πλαίσια του οθωμανικού συστήματος εμφανίζονται μάλλον καπιταλιστικές, αλλά ενός τύπου καπιταλισμού με κοινωνικό πρόσωπο, που δύσκολα επέτρεπε τη συγκέντρωση κεφαλαίου στα χέρια μιας τάξης κοινωνικής ή μιας ιδιαίτερης κάστας. Μόνο κατά τον 18ο αιώνα σχηματίζεται μια τέτοια κάστα γύρω από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως (οι Φαναριώτες), έχοντας μονοπωλήσει τη διοίκηση των υπερδουνάβιων ηγεμονιών στη σημερινή Ρουμανία(33).
Αλλά η συζήτηση σχετικά με τη φύση του οθωμανικού συστήματος δεν έφθασε ακόμα σε τελειωτικά συμπεράσματα και αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι η ιστορία των βαλκανικών πληθυσμών.
Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε το ότι κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου τα τελευταία απομεινάρια νομαδισμού απορροφήθηκαν από την κοινωνία του παζαριού. Οι κτηνοτρόφοι δημιούργησαν συνεργατικές (σινάφια) ανάλογα με εκείνες των βιοτεχνών και δημιούργησαν μεγάλα κοπάδια προβάτων και αιγών, που μετατοπίζονταν εποχιακά από τους κάμπους προς τα ψηλά βουνά. Και αυτό απέφερε σημαντικό πλούτο σ’ όλες τις βαλκανικές περιοχές.
Μοιραία, σε ένα σύστημα αποκεντρωμένο όπως το οθωμανικό, εμφανίζονταν συνεχώς φυγόκεντρες τάσεις, προκαλούμενες από τοπικές θρησκευτικές ιδιαιτερότητες, από ριζωμένες διαφορετικές κοινωνικές σχέσεις, ή από συμφέροντα που κινδύνευαν να αλλοτριωθούν. Συχνά οι αυτονομιστικές τάσεις του 19ου αιώνα εκμεταλλεύτηκαν αυτές τις φυγόκεντρες προσπάθειες ερμηνεύοντάς τες καθένας με τον τρόπο του (παράδειγμα τη μετανάστευση Σέρβων στα εδάφη της Αυστροουγγαρίας, την εξέγερση του Διονυσίου του Σκυλόσοφου στα Γιάννενα το 1.601, κ.λ.π.).
Αλλά ήδη τα Βαλκάνια γίνονταν ένα πεδίο στο οποίο διασταυρώνονταν τα πυρρά των πολιτικών επιρροών των αποικιοκρατικών δυνάμεων της Ευρώπης. Ορισμένα κέντρα πολιτικών επιρροών χρησιμοποίησαν τη θρησκεία για να επεκτείνουν εδώ την επιρροή τους, άλλα χρησιμοποίησαν τη γλώσσα. Έτσι οι εντάξεις και οι τοποθετήσεις των Βαλκανίων μπερδεύονται από παράγοντες όπως: δυνατότητες ανάπτυξης οργανωμένης προπαγάνδας, τοπικά οικονομικά συμφέροντα, ευκαιρίες επίτευξης τοπικών προνομίων, εκμετάλλευση ξένων αγορών από τοπικούς βιοτέχνες και εμπόρους, και άλλους παράγοντες πολιτικούς ή οικονομικούς, που συχνά δεν έχουν ουδεμία σχέση με την αρχική ταυτότητα του κάθε τοπικού πληθυσμού.
Η βιοτεχνική ανάπτυξη συνάντησε σοβαρά εμπόδια με τη γέννηση των βαλκανικών εθνικισμών. Η πρώτη εξέγερση των Σέρβων χωρικών στο Πασαλίκι του Βελιγραδίου το 1807, που οδήγησε στην αυτονομία της Σερβίας το 1815, η επανάσταση του 1821 που οδήγησε στην αυτονομία της Νότιας Ελλάδας το 1830 και μια ολόκληρη σειρά πολεμικών συγκρούσεων όπως ο Πόλεμος της Κριμαίας το 1853-56, ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος το 1876-77 που οδήγησε στο Συνέδριο του Βερολίνου το 1878, ο Σερβο – βουλγαρικός πόλεμος του 1885, ο Ελληνο – τουρκικός πόλεμος του 1897, οι Βαλκανικοί πόλεμοι του 1912-13, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και οι επιχειρήσεις του πάνω στη Βαλκανική γη, προκάλεσαν μια αλυσίδα αντίξοων καταστάσεων για τους Βαλκανικούς πληθυσμούς.
Το φαινόμενο της εξολόθρευσης ανθρώπινων ομάδων μικρών ή και μεγάλων, έγινε σύνηθες στα πλαίσια των εθνικών κρατών. Το πρόβλημα των προσφύγων από το ένα κράτος στο άλλο ή και εκτός Βαλκανικής, δεν έπαψε να υφίσταται. Συχνά αντάρτικες ομάδες έκαναν κλεφτοπόλεμο και συστηματική αρπαγή για να πιέσουν συγκεκριμένο πληθυσμό να λάβει θέση υπέρ του ενός ή του άλλου εθνικισμού.
Η αναζήτηση μιας εθνικής ταυτότητας στα πλαίσια μικρών κύκλων εμπόρων και διανοουμένων, και ο προπαγανδισμός εθνικισμών κατασκευασμένων στη βάση αρχαίων και μεσαιωνικών μυθολογιών, οδήγησε τους βαλκανικούς πληθυσμούς σε ατέλειωτες συγκρούσεις, που δεν άφησαν κανένα περιθώριο για μια βιομηχανική επανάσταση. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα βέβαια, το να μη δημιουργηθούν μεγάλες βιομηχανικές ζώνες και εργατικές τάξεις αριθμητικά σημαντικές.
Υπήρξε αντιθέτως δημιουργία σημαντικών αγροτικών στρωμάτων με την μετατόπιση πληθυσμών από τη μια περιοχή στην άλλη, ανάλογα με τα συμφέροντα της εθνικής ομογενοποίησης και ανάλογα με τις μονοκαλλιέργειες που ήταν της μόδας σε κάθε περίοδο.
Υπήρξαν απελάσεις πληθυσμών ή δημιουργία αρνητικών συνθηκών για κάποιους άλλους, ώστε να αναγκασθούν να εκπατριστούν. Αυτό άρχισε με τους Μουσουλμάνους της Κρήτης, που ονομάσθηκαν «Τουρκο – κρητικοί»(34), συνέχισε με τους Έλληνες της Βουλγαρίας το 1906, ύστερα με τους Έλληνες της Γιουγκοσλαβίας, συνέχισε στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων και της εκστρατείας της Κριμαίας, που ανάγκασε μια μερίδα των Ελληνο - Ποντίων να μεταναστεύσει στην Ελλάδα το 1919, με την ήττα του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία που ανάγκασε τους Έλληνες της Ανατολίας να καταφύγουν στην Ελλάδα, ώσπου η Συνθήκη της Λοζάννης νομιμοποίησε την Ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα στην Τουρκία, στη Βουλγαρία και στην Ελλάδα, φέρνοντας πάνω στη βαλκανική γη κοντά στα δύο εκατομμύρια πρόσφυγες.
Ο παρεμβατισμός των βαλκανικών κρατών στους τομείς της παραγωγής και του εμπορίου, εκδηλώθηκε με την καταστροφή των μεγάλων κοπαδιών και με την καθήλωση των κτηνοτρόφων σε γεωργικές γαίες, με τον εξαναγκασμό των βιοτεχνών στις Χώρες και στις Ζαγόρες να ασχοληθούν με τις μεγάλες μονοκαλλιέργειες, των δημητριακών, του αμπελιού, της ελιάς, του καπνού, του βάμβακος, των οπωροφόρων.
Η καταστροφή των μεγάλων κοπαδιών φτώχυνε τις βαλκανικές χώρες και η καθήλωση των κτηνοτρόφων σε γεωργικές εκτάσεις προκάλεσε ένα νέο ανακάτεμα πληθυσμών. Οι καθηλωμένοι κτηνοτρόφοι έχασαν σε μερικές γενιές την αρχική ταυτότητα και γλώσσα και υιοθέτησαν αυτές που κυριαρχούσαν στο χώρο της νέας κατοικίας τους.
Η έννοια της ιδιωτικής ιδιοκτησίας της γης οδήγησε πληθυσμούς μετακινούμενους παραδοσιακά σε μόνιμη εγκατάσταση που τους παγίδευσε και κατασκεύασε αγρότες άπειρους, που παράγουν προϊόντα κακής ποιότητας και ξοδεύουν αλόγιστα τις πρώτες ύλες και τις φυσικές πηγές.
Όλα σχεδόν αυτά τα λάθη επαναλήφθηκαν από τα σοσιαλιστικά καθεστώτα που εγκαταστάθηκαν μετά τον τελευταίο πόλεμο στο κέντρο και στο βορρά της βαλκανικής χερσονήσου. Τα καθεστώτα αυτά εμπόδισαν τη συγκέντρωση πληθυσμών στις μεγάλες πόλεις και πέτυχαν να ελέγξουν τις μετακινήσεις των πληθυσμών και την κινητικότητα των ατόμων. Αυτό υπήρξε αρνητικό για την οικονομία. Στην Ελλάδα όμως και στην Τουρκία ο έλεγχος αυτός στάθηκε αδύνατος. Η κεντρική εξουσία και των δύο χωρών ξεπεράστηκε από τα κοινωνικά και τεχνικά προβλήματα που προκάλεσε η εσωτερική μετανάστευση. Δικτατορικά καθεστώτα προσπάθησαν να ασκήσουν κάποιον έλεγχο στην άναρχη δόμηση και στην εγκατάσταση των χωρικών στις μεγάλες πόλεις και να κατευθύνουν τους εσωτερικούς μετανάστες προς το εξωτερικό, προς την κεντρική και δυτική Ευρώπη. Ύστερα στην Ελλάδα, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, το Παπανδρεϊκό καθεστώς έθεσε τέρμα στο μεταναστευτικό ρεύμα προς τις συμπρωτεύουσες Αθήνα και Θεσσαλονίκη, απονέμοντας κάποια φορολογικά προνόμια στους αγρότες και κάποια οικονομική βοήθεια στους κατοίκους των επαρχιών.
Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, παρατηρείται νέα κινητικότητα στους Βαλκανικούς πληθυσμούς.
Οι Αλβανοί πρώτα απ’ όλα κατευθύνθηκαν μαζικά προς τις χώρες όπου μετανάστευσαν παραδοσιακά: Την Ελλάδα και την Ιταλία. Η Τουρκία και ιδιαίτερα η Κωνσταντινούπολη δεν δέχθηκε αυτή τη φορά σοβαρό κύμα Αλβανών, παρά το ότι η Κωνσταντινούπολη αποτελεί την μεγαλύτερη αλβανική πόλη του κόσμου, με πάνω από ένα εκατομμύριο κατοίκους αλβανικής καταγωγής προερχόμενους από μεταναστευτικά κύματα πριν το τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.
Εκδηλώθηκε και μία σοβαρή μετακίνηση των τσιγγάνικων πληθυσμών της Βαλκανικής κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90. Οι Τσιγγάνοι, ένας πληθυσμός κατ’ εξοχήν φιλειρηνικός, που ασχολείται πάντα με τη μικρή βιοτεχνία, το μικρεμπόριο και τη μουσική, απομακρύνθηκαν μαζικά από τις ζώνες όπου εκδηλώθηκαν συγκρούσεις. Κατευθύνθηκαν προς την Ιταλία, την Γερμανία, την Γαλλία και προς την Ελλάδα.
Και γενικότερα παρατηρείται ένα ρεύμα των Βαλκανίων προς τις μεγάλες πόλεις.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε πως η αληθινή ιστορία των πληθυσμών της νοτιοανατολικής Ευρώπης δεν γράφτηκε ακόμα, μέχρι στιγμής. Γιατί η εθνικιστική άποψη της ιστορίας σε κάθε βαλκανική χώρα εμποδίζει την αντικειμενική έρευνα στις γραπτές πηγές και στα μνημεία που μας άφησε το παρελθόν.
Προσπαθήσαμε εδώ να συγκεντρώσουμε τα προβλήματα που τίθενται και να υπογραμμίσουμε τα φαινόμενα που απαιτούν έρευνα πλατιά και συνεπή, χωρίς απόψεις προκατασκευασμένες, χωρίς ρατσιστικές προκαταλήψεις, χωρίς θρησκευτικούς και πολιτικούς φανατισμούς. Η ιστορία των βαλκανικών πληθυσμών περιμένει τη συγγραφή της. Αναρωτιόμαστε όμως, αν και η ιστορία των πληθυσμών της υπόλοιπης Ευρώπης δεν πρέπει κι αυτή να ξαναγραφτεί.
Υποσημειώσεις
(1) Υποτίθεται ότι η μετακίνηση ανατολικών Γερμανικών φυλών ώθησε τους Σλάβους από την υποτιθέμενη αρχική κοιτίδα τους προς τα βορειοανατολικά και προς τα Βαλκάνια. ΄Οταν οι Γερμανικές φυλές μετακινήθηκαν από τα βόρεια παράλια της Μαύρης Θάλασσας, από τη Δακία και από το μέσο και κάτω Δούναβη προς τη Δύση, άφησαν ανοιχτό το δρόμο για τους Σλάβους προς τα νότια, προς τις χώρες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. ΄Ετσι τους βρίσκουμε κατά τον 5ο αιώνα πίσω απ΄τους Γέπιδες στην Τρανσυλβανία, στη Βεσσαραβία, στη Μολδαβία και στη Βλαχία, που ο ιστορικός Προκόπιος (6ος αιώνας) τις ονομάζει τότε Σκλαβηνίες. ΄Αλλοι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν πως οι Σλάβοι πίεσαν τις Γερμανικές φυλές να κατέβουν προς το νότο, γιατί οι Σλάβοι ήταν πιο πολεμικοί απ΄τους Γερμανούς. ΄Αλλοι λένε πως οι Γότθοι και άλλες γερμανικές φυλές εισχώρησαν στις χώρες των Σλάβων και κυριάρχησαν πάνω στις σλάβικες φυλές και ότι ο αλληλοσπαραγμός των Γερμανικών φυλών ώθησε κάποιες απ΄αυτές προς το εξασθενημένο ρωμαϊκό κράτος. Βρισκόμαστε λοιπόν χωρίς στοιχεία, ούτε καν ενδείξεις, στο πέλαγος των υποθέσεων.
(2) Η επιδρομή των λαών της θάλασσας που αναφέρεται στο κείμενο της εποχής του Ραμσή του 3ου σε τοίχο του ναού του Μεντινετ Χαμπού, γύρω στα 1190 π.Χ., αμφισβητείται σήμερα από τους ερευνητές χωρίς να δίνεται εξήγηση για την πτώση των Αυτοκρατοριών της εποχής του χαλκού.
(3) Η περίφημη επιγραφή της Λήμνου ανακαλύφθηκε το 1885 και θεωρήθηκε Τυρρηνική ή Ετρουσκική ή Πελασγική. Αποδόθηκε επίσης στους Κάρες, στους Λέλεγες, στους Ετεοκρήτες.
(4) Robert Morkot, Atlas de la Grèce Antique, Παρίσι, εκδ. Autrement, 1999.
(5) Στο «Ευρώπη, Ιστορία των λαών της», ο πολυσυζητημένος Jean-Batiste Duroselle, φαίνεται τόσο σίγουρος πως τα μεγαλιθικά μενχίρ και ντολμέν υπάρχουν μόνο στη δυτική Ευρώπη από το 3500 ως το 2000 π.Χ. και δεν μπορεί καν να διανοηθεί πως αυτά υπάρχουν και στα Βαλκάνια και στη Μικρασία, όπου όμως δεν τους δόθηκε αρκετή σημασία γιατί την ίδια εποχή έχουμε εδώ πολύ πιο σύνθετα δείγματα πολιτισμού (L’ Europe et ses peuples, Παρίσι, Hachette 1990).
(6) Maurice Olender, Les langues du Paradis, Aryens et Sémites : un couple providentiel, Παρίσι, Seuil, 1989. Παρ΄ όλο το θόρυβο που προκάλεσε στους πανεπιστημιακούς κύκλους της Γαλλίας η παραπάνω μελέτη, βλέπουμε ένα χρόνο μετά την έκδοσή της στο βιβλίο «Η Ευρώπη, Ιστορία των λαών της» του Jean-Baptiste Duroselle, Paris Hachette 1990 στο Κεφάλαιο: Η μεγάλη οικογένεια των Ινδοευρωπαίων (σελ.47). Ο Ινδοευρωπαϊκός μύθος θεωρείται ως δεδομένο. Δύο χρόνια μετά την έκδοσή της ο γνωστός Γάλλος Ιστορικός Georges Castellan στο βιβλίο του Histoire des Balkans, Fayard 1991 επιμένει στην παλιά μυθολογία (σελ.21, στο κεφάλαιο «Οι ΄Ανθρωποι») : «Οι πιο αρχαίοι Βαλκάνιοι είναι αναμφίβολα οι ΄Ελληνες και οι Ιλλυριοί-Αλβανοί. Ομιλούντες γλώσσες ινδο-ευρωπαϊκές, κινήθηκαν προς νότο, οι πρώτοι στα μέσα της δεύτερης χιλιετηρίδας π.Χ. όπου ανακατεύθηκαν με τους αυτόχθονες εξευγενισμένους από την Κρήτη για να δημιουργήσουν τον μυκηναϊκό πολιτισμό (1600-1100 π.Χ.) και ύστερα τον πολιτισμό της κλασσικής Αθήνας. Οι δεύτεροι γλύστρησαν από τη λεκάνη του Δούναβη ως τις ακτές της Αδριατικής, όπου διατηρήθηκαν επί δύο χιλιετηρίδες, χωρίς ν΄ αποφύγουν πολλαπλές επαναληπτικές εισδοχές άλλων λαών και κυρίως των Σλάβων, για να δόσουν τελικά τον αλβανικό λαό».
(7) Βλέπε Γ.Χ. Χουρμουζιάδη, Ινδοευρωπαίοι : ΄Ενα γοητευτικό παραμύθι, Εφημερίδα «Ριζοσπάστης» 19/1/1997 και οι Ινδοευρωπαίοι 1, 2 και 3 στο Ριζοσπάστη στις 2/1/1997, 2/2/1997 και 9/2/1997 αντίστοιχα.
Βλέπε και J.P. Mallory, Οι Ινδοευρωπαίοι, Αθήνα, εκδ. Δελφίνι, 1995.
(8) Μαρτίν Μπέρναλ, Η Μαύρη Αθηνά, New Jersey 1987 και Μαίτη Λέφκοβιτς, Η Μαύρη Αθηνά, Αθήνα, εκδ. Κάκτος 1997.
(9) Ε. Ζάχος, Φίλιππε Β΄ Δεύρο έξω, εφημερίδα Ελευθεροτυπία 13, Φεβρουαρίου 1978.
(10) Achille G. Lazarou, L’ Aroumain et ses rapports avec le grec, Θεσσαλονίκη, εκδ. Ινστ. Βαλκαν. Σπουδών 1986.
(11) Ο ΄Ερμιππος στην κωμωδία «Φορμοφόροι» (εκδ. Kock, τομ.Ι σελ.243 λέει : «Αι Παγασαί δούλους και στιγματίας παρέχουσι»).
(12) ΄Αννα Αβραμέα, Από τις κτήσεις του Αυτοκράτορα. Οι Θεσσαλικοί Σάλτοι. Θεσσαλικά χρονικά 1985. Βλέπε και Γ. Κορδάτου, Ιστορία επαρχίας Βόλου και Αγιάς σελ.146-147. Βλέπε και Μεγάλη Ελλ. Εγκυκλοπαίδεια στη λέξη Σάλτος Βουραμίνσιος.
(13) Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο ΙΕ 1-9. Από τους πρώτους αιώνες της χρονολογίας μας οι ληνοβάτες συμβολίζουν τους μάρτυρες της χριστιανικής θρησκείας και η ληνός, το πατητήρι, συμβολίζει το μαρτύριό τους και το μαρτύριο του Χριστού. Στα πλαίσια της λατινικής χριστιανικής παράδοσης που παρέμεινε στην κοινωνική πρόταση της καθήλωσης των νομάδων στους οικισμούς του αμπελώνα, αναπτύχθηκε ολόκληρη μυθολογία γύρω από τη λατρεία του «Ιερού Πιεστηρίου». ΄Απειρες είναι οι μικρογραφίες, οι υελογραφίες, τα ανάγλυφα στη Δύση και ιδαίτερα στη Γερμανία, που παριστάνουν το Χριστό φορτωμένο το σταυρό να πατάει σταφύλια στο πατητήρι και το αίμα του να χύνεται και ν΄ανακατεύεται με το ζουμί των σταφυλιών. Τα πιο ονομαστά απ΄αυτά τα έργα έφτιαξε ο Albrecht Durer γύρω στο 1500 για το μοναστήριο του Ansbach.
(14) Βλέπε : Προκοπίου ρήτορος του Καισαρέως περί των του Δεσπότου Ιουστινιανού Κτισμάτων. Λόγος Α΄ §2 «τους δε βίου δεομένους πλούτω πεποιημένος κατακορείν και τύχην αυτοίν την επηρεάζουσαν βιασάμενος, ευδαίμονι βίω την πολιτείαν ξυνώκισεν…» και Προκοπίου Καισάρως, Ανέκδοτα ή Απόκρυφη Ιστορία, Αθήνα, εκδ. ΄Αγρα, 1993, σελ. 143-44. Ο Προκόπιος οπαδός ο ίδιος του παλαιού δουλοκτητικού συστήματα, συνέταξε εδώ έναν μανιασμένο λίβελο ενάντια στον Ιουστινιανό κατηγορώντας τον για όλες τις αλλαγές που αναφέραμε παραπάνω.
(15) Ρίζος Αντ. Οι Βλάχοι της Λάρισας κατά τον 10ο αιώνα. Θεσσαλικό Ημερολόγιο τομ.21ος 1992 σελ.37. Βλέπε και Ζωή Παπαζήση-Παπαθεοδώρου, Τα τραγούδια των Βλάχων, Αθήνα, εκδ. Gutenberg, 1985. Στον πρόλογο ο καθηγητής της Κοινωνικής Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Μιχάλης Μερακλής προσπαθεί να δικαιολογήσει την έκδοση βλάχικων τραγουδιών δηλώνοντας πως είναι πλέον ακίνδυνα, αφού «η βλάχικη γλώσσα πεθαίνει πια με γοργό ρυθμό» κι αφού «η μελωδία τους δεν διαφέρει από τα ελληνικά τραγούδια των γειτονικών χωριών». Και δεν χάνει την ευκαιρία να υπενθυμίσει ότι θα οφείλαμε να ψάξουμε και για κάποιες συγγένειες των βλάχικων τραγουδιών με αρχαία ελληνικά ανάλογα(!) Στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση όμως υπερισχύει η άποψη ότι όταν χάνεται μια γλώσσα φτωχαίνει ο τόπος πολιτισμικά. Και μάλλον με την άποψη αυτή συντάσσονται οι ανά την Ελλάδα βλάχικοι Σύλλογοι.
(16) Πρόσφατα ο ιστορικός Καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.) Ιωάννης Χασιώτης κατά την εκλογή αναπληρωτή καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, κάλεσε το εκλεκτορικό σώμα να ψηφίσει ενάντια σε υποψήφιο, γιατί υποστήριξε πως οι Αλβανίτες κατέβηκαν στη νότια Βαλκανική τον 7ο με 8ο αιώνα, αντίθετα με την ισχύουσα άποψη πως κατέβηκαν τον 11ο αιώνα. Αγνοούσε σίγουρα την άποψη του Γάλλου μεσαιωνολόγου καθηγητή του Πανεπιστημίου της Τουλούζης Αλέν Ντυσελιέ που τη διατύπωσε στο 5ο Διεθνές Συμπόσιο του Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών, του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών στην Αθήνα το 1998. Βλέπε τα Πρακτικά του Συνεδρίου σελ.18. Alain Ducellier, Les Albanais Dans l’Empire Byzantin : De la communanté á l’ expansion, σελ.18-45.
(17) Ο καθηγητής της Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Ι. Γ. Κούμαρης στο άρθρο «Σλαύοι» της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας αναφέρει παραπλήσια εκδοχή : «Η δε εις την νεοελληνικήν εκ του μεσολατινικού sclavus με την σημασίαν του δούλος, ως και εις τας ευρωπαϊκάς γλώσσας εισχωρήσασα λέξις «σκλάβος» χρονολογείται αφ΄ής εποχής οι Γερμανοί επρομήθευον εις τας ευρωπαϊκάς δουλεμπορικάς αγοράς Σλαύους αιχμαλώτους». Αν όμως η μορφή sclavus είναι μεσολατινική, η κατάληξη –inus του esclavinus δηλώνει τον «σχεδόν δούλο», αυτόν που παρομοιάζεται με δούλο γιατί κάνει τις εργασίες-δουλείες του δούλου, ασχολείται με την καλλιέργεια της γής. Και οι πρώτες αναφορές των Σλάβων στους συγγραφείς των αρχών και των μέσων του 6ου αιώνα Ψευδοκαισάριο, Ιορδάνη, Προκόπιο, όπως και στους μεταγενέστερους Αγαθία, Πισίδη, Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο, μιλούν για Σκλαβινούς. Μια προσπάθεια ανάλυσης των εθνονύμων (φυλετικά εθνόνυμα, πολιτιστικά εθνόνυμα, πολιτικά εθνόνυμα, νεοφυλετικά εθνόνυμα) υπάρχει στο Ε. Ζάχος, Είμαστε Πόντιοι, Αθήνα 1984 στο κεφάλαιο Πόντιοι και Λαζοί, σελ.26-31.
(18) J. Cvijič, Remarques sur l’ Ethnographie de la Macedoine Paris 1917. Στο κεφάλαιο 2, Les noms ethniques.
(19) Σε πολλούς μεσαιωνικούς συγγραφείς η λέξη «απελάτης» σημαίνει «απόβλητος». Για παράδειγμα στον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο, ΄Εκθεσις της βασιλείου τάξεως, Β΄ 49 : «… εάν παντελώς εξαπορώσιν (οι στρατιώται) και ου δύνανται την ιδίαν στρατείαν εξυπηρετείν, τότε αδορεύονται και δίδονται εις απελάτας, εξ΄ών και Τζέκωνες αφορίζονται εις τα κάστρα…»
(20) Τον 7ο αιώνα καθιερώνεται η λατρεία των στρατιωτικών αγίων Γεωργίου, Δημητρίου, Αγίων Θεοδώρων κ.λ.π. συμβόλων των νομαδικών και ορεινών φιλών. Τότε και ο ΄Αγιος Δημήτριος της Θεσσαλονίκης, ρωμαίος ανθύπατος που εικονιζόταν πεζός και ένθρονος, άρχισε να φωτογραφίζεται καβαλάρης, πολεμιστής. Βλέπε και Ε. Zakhos Papazakhariou, Le thème printanier du heros dracontonctone dans les legendes d’ Albanie et de Grèce (Το θέμα του δρακοντοκτόνου ήρωα στους θρύλους της Αλβανίας και της Ελλάδας). Στο περιοδικό Le Foklore Macedonien, Σκόπια 1973 και C. Grozdanov, Les portraits des saints de Macedoine du IXe au XVIIIe diecles, Skopje 1983.
(21) Σχετικά με τη δημιουργία του Σλαβικού δόγματος από τους μαθητές του Πατριάρχη Φωτίου, Κύριλλο και Μεθόδιο. Tους δημιουργούς της Γλαγολιτικής γραφής, του πρώτου Κυριλλικού αλφαβήτου, βλέπε : Vladimir Topencharov, Constantino-Cirillo il filosofo. ABC del rinascimento, Sofia 1985. Βλέπε και Ε. Ζάχος-Παπαζαχαρίου, Βαλκανική Βαβέλ. Πολιτική Ιστορία των Αλφαβήτων που χρησιμοποιήθηκαν στα Βαλκάνια, στο : Γλώσσες, Αλφάβητα και Εθνική Ιδεολογία στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια, Αθήνα, εκδ. Κριτική 1999.
Ο Πατριάρχης Κων/πόλεως Φώτιος γράφει στο 867 καταδικάζοντας το διοικητικό σύστημα των Λατίνων και δεν πρέπει να ξεχνάμε τη φιλία που έδενε τον Ιερό Φώτιο, πρωτεργάτη του Σχίσματος του 857 με τον Μουσουλμάνο Εμίρη της Κρήτης.
(22) C. Jireček, Geschichte der Bulgaren, Πράγα 1876, Die Romanen in den Städten Dalmatíens während des Mittelalters, Βιέννη 1901-1903. Geschichte der Serben, Gotha 1911.
(23) Βλέπε το ομαδικό βιβλίο υπό την εποπτεία των Alexandre Popovic και Gilles Veinstein, Les Voies d’Allah, Παρίσι εκδ. Fayard 1996.
Αν λάβουμε υπ΄όψη ότι το Ισλάμ απέναντι στην ανερχόμενη πυραμιδωτή κοινωνική διαστρωμάτωση της ευρωπαϊκής φεουδαρχίας πρότεινε ένα κοινωνικό σχήμα οριζόντιο και μή συγκεντρωτικό, πολύ κοντά στον φυλετικό κοινοτισμό, τότε πρέπει να παραδεχθούμε ότι αποτελεί όντως την άκρα Αριστερά των Μέσων Χρόνων. ΄Αλλωστε όπως στον Αριστερισμό των νέων χρόνων στο Ισλάμ δεν υπάρχουν δόγματα παγιωμένα αλλά «δρόμοι» που εξελίσσονται και μεταλλάσσονται από πλευράς μοντέλων και ιδεολογικής φόρτισης, όπως τα καραβάνια μπορούν στο δρόμο ν΄αλλάξουν φορτίο.
(24) Βλέπε Προκοπίου, περί των του Δεσπότου Ιουστινιανού Κτισμάτων, Λόγος Β΄.
(25) Μ. Dando, Petite histoire des héresies pré-cathares en Occident, Cahiers d’ Etudes Cathares XXYIIIe Année, hiver 1977, 2e serie, no 76.
Jordan Ivanov, Livres et Legendes Bagomiles (aux sources du Catharisme), Paris Maisonneuve-La rose, 1976.
Πολ. Παπαχριστοδούλου, Οι Παυλικιανοί της Θράκης. Βλέπε και τους αιρετικούς βαλκανικής επιρροής που αναφέρει ο Ουμπέρτο Έκκο στο «΄Ονομα του Ρόδου». Αλβιγένους, Βάλδιους, Παταρίνους, Τάπεινες, Λυονιστές, Αρναλδιστές, Ελπιδιστές, Περιτμημένους, Ντολτσινιανούς.
(26) Για την καταγωγή και τη διασπορά των Τσιγγάνων στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια, χωρίς μυθολογήματα, βλέπε την εισαγωγή του : Ευστρατίου Χ. Ζεγκίνη, Οι Μουσουλμάνοι Αθίγγανοι της Θράκης, Θεσσαλονίκη, Ι.Μ.Χ.Α. 1994.
(27) Ibn Battuta, Voyages, Παρίσι, εκδ. Decouverte 1982, στον 2ο από τους τρείς τόμους.
(28) Βλέπε Ε. Ζάχος, Η. Πιάτσα, Αθήνα, Κάκτος, 1980. Στο κεφάλαιο Η Αγορά, Το Παζάρι, Η Πιάτσα.
(29) Στην ίδια παγίδα των Ευρωπαίων συγγραφέων πέφτουν και οι Νικόλας Βερνίκος και Σοφία Δασκαλοπούλου στο κεφάλαιο «Παζάρι» του βιβλίου τους : Στις απαρχές της Νεοελληνικής ιδεολογίας. Το Χρονικό της Δρόπολης, Αθήνα, εκδ. Τολίδη, 1999. Αντιμετωπίζουν το παζάρι με σημερινά κριτήρια, έξω απ΄την ιστορία του και το κρίνουν σαν…. τριτοκοσμικό φαινόμενο.
(30) Γεωργιάδη-Αρνάκη, Οι πρώτοι Οθωμανοί, Αθήνα 1947.
(31) Βλέπε Γιάννη Κορδάτου, Ιστορία της Επαρχίας Βόλου και Αγιάς, Αθήνα, εκδ. 20ος Αιώνας, 1960, σελ.182.
(32) Maurice Godelier, Le mode de production asiatique. Centre d’ Etudes et de Recherches Marxistes, Paris 1965. Και σε ελληνική μετάφραση : Ο Ασιατικός τρόπος παραγωγής και τα μαρξιστικά σχήματα εξέλιξης των κοινωνιών, Αθήνα, εκδ. Αύριο, χωρίς χρονολογία.
Βλέπε και «Εκλογή των νόμων εν συντόμω γενομένη παρά Λέοντος και Κωνσταντίνου των σοφών και φιλευσεβών βασιλέων από των Ινστιτούτων, των Διγέστων, του Κώδικος των Νεαρών του μεγάλου Ιουστινιανού διατάξεων, και επιδιόρθωσις εις το φιλανθρωπότερον εκτεθείσα εν μηνί μαρτίω ινδικτιόνος θ΄, έτους από κτίσεως κόσμου ς σλδ».
(33) Νικολαϊ Τόντοροφ. Η Βαλκανική Πόλη 15ος-19ος αιώνας. Κοινωνικο-οικονομική και δημογραφική ανάπτυξη, Αθήνα, Θεμέλιο, 1986. 2 τόμοι Βλέπε και : N. IORGA, Το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο, Αθήνα, Gutenberg, 1971.
(34) Βλέπε Κ. Özbaïri et E. Zakhos-Papazakhariou, Documents de tradition orale des musulmans Cretois. Turcica, Revue des Etudes Turques, Παρίσι 1974
Ε. Ζάχος - Παπαζαχαρίου, Εθνολόγος,
Διδάκτωρ συγκριτικής Φιλολογίας της Σορβόννης.
Ο κ Ζάχος - Παπαζαχαρίου διετέλεσε: το 1994 - 98 Διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, το 1978 - 79 Επιστημονικός συνεργάτης Πανεπιστημίου Θράκης, το 1965 - 75 Ερευνητής στο Εθνικό Κέντρο Ερευνών Γαλλίας (CNRS).
Το κείμενο αυτό εκφωνήθηκε στην γαλλική γλώσσα ως εισήγηση στην εναρκτήρια συνεδρίαση του Διεθνούς Συνεδρίου με θέμα <Αλλαγές στην δεκαετία του 1990 και το δημογραφικό μέλλον των Βαλκανίων> (Changes in the 1990's and the demographic future of the Balkans), που έλαβε χώρα στο Σεράγιεβο στις 10 - 13 Μαίου 2000 και οργανώθηκε από τις: Eurostat (Statistical Office of the European Community), EFTA (European Free Trade Association), CESD Communautaire, INED ( Institut National d' 'Etudes Demographiques). Στην Οργανωτική Επιτροπή του Διεθνούς Συνεδρίου συμμετείχαν οι κύριοι: Π. Νανόπουλος, πρόεδρος, R. Delmont, M. Frant. L. Halus, Β. Κοτζαμάνης. A. Parant, S. Popovic, R. Suarez de Miguel.
Η επιστήμη της Ιστορίας υπέκυψε τόσο συχνά στις απαιτήσεις της πολιτικής και της οικονομίας, που ακόμα σήμερα παραμένει ένα πεδίο αμφίσημο. Κάθε γενιά, σε κάθε χώρα, ξαναγράφει την Ιστορία και φροντίζει ιδιαίτερα τη διατύπωση των σημείων που την αφορούν πιο πολύ, δηλαδή την ιστορία της ανθρώπινης ομάδας με την ιδιότυπη πολιτισμική ταυτότητα στην οποία θεωρεί πως έχει συμφέρον να ανήκει. Φυσικά το εγχείρημα αυτό δεν αποτελεί επακριβώς επιστήμη, αλλά ένα είδος πλαστικής τέχνης, όπως δήλωσε έλληνας ιστορικός που έζησε πολλά χρόνια στο Παρίσι.
Ενάντια σ’ αυτή την τρέχουσα πρακτική της Ιστορίας εμφανίστηκαν στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 κάποιες ανθρωπιστικές επιστήμες που δανείστηκαν μεθόδους και σταθμά από τις θετικές επιστήμες: Η Ιστορική Εθνολογία, η Κοινωνική Ανθρωπολογία, η Οικονομική Ιστορία, η Οικονομετρία, η Νέα Αρχαιολογία, η Δημογραφία, η Στατιστική. Ήρθαν να βάλουν κάποια τάξη στο απέραντο παλαιοπωλείο του κόσμου, για να μπορέσουμε να σχηματίσουμε μια άποψη πιο ξεκάθαρη της παρελθούσας ζωής των ανθρώπινων ομάδων, πέρα από τις συγκρούσεις και τους πολέμους που συνηθίσαμε να συγκρατούμε στη μνήμη μας. Κυρίως όμως για να ανταποκριθούμε σε μια νέα πρόκληση: Να κατανοήσουμε τη νοοτροπία της κάθε ανθρώπινης ομάδας, τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την ποιότητα της ζωής, τον τρόπο με τον οποίο προσδιορίζει τα συμφέροντά της.
Η πρόκληση αυτή μας ώθησε να επιχειρήσουμε μια προσέγγιση της ιστορίας των βαλκανικών πληθυσμών, μια προσέγγιση όμως χωρίς ομολογία πίστεως. Μια προσέγγιση που λαβαίνει υπόψη της πριν από κάθε τι τις αμφιβολίες, τις αμφισβητήσεις, τις διαφορετικές απόψεις, τις διαφέρουσες διατυπώσεις της τρέχουσας ιστορίας. Μια προσέγγιση που δε λαμβάνει μέρος στους μοιραίους αντίλογους της κάθε ένταξης, αλλά που θέλει να προκαλέσει την περίσκεψη πάνω στα ερωτήματα που τίθενται από τις επίκαιρες συγκυρίες, μια προσέγγιση που προσβλέπει στη συνάντηση όλων των ιδιότυπων ταυτοτήτων χωρίς την παραμικρή απώλεια ιδιαιτερότητας.
Αλλά ας αρχίσουμε από την αρχή. Από τον παλιό καλό καιρό των απαρχών, στον οποίο έχουν δικαίωμα να αναφέρονται μόνο δύο βαλκανικοί λαοί. Ο Αλβανοί χάρις στη συγγένειά τους με τους Ιλλυριούς και οι Νεοέλληνες χάρις στη συγγένειά τους με τους Αρχαίους Έλληνες. Πρέπει όμως να παραδεχθούμε πως είναι λυπηρό το ότι οι άλλοι βαλκανικοί πληθυσμοί, οι Βούλγαροι, οι Νότιοι Σλάβοι, οι Ρουμάνοι, οι Τούρκοι, προσκρούουν πάντοτε στην απαγόρευση του δικαιώματος να διαθέτουν βαθιές ρίζες στα εδάφη όπου κατοικούν. Γιατί αυτό θα τους έδινε περισσότερη εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, λιγότερο άγχος, περισσότερο δυναμισμό, καλύτερη ισορροπία. Ενώ ταυτόχρονα η τρέχουσα εικόνα της προϊστορίας είναι τόσο θολή και τόσο υποθετική που θα μπορούσαμε κάλλιστα να αναθεωρήσουμε τον ρόλο αυτών των «εισβολέων» της πρώτης και δεύτερης χιλιετηρίδας προ και μετά Χριστό.
Οι ιστορικοί, όλης της Ευρώπης, αποδεικνύουν πως δεν μπορούν να συνηθίσουν στην ιδέα της κινητικότητας των νομάδων. Επιμένουν να βλέπουν παντού σταθερές εστίες πληθυσμών που μετατοπίστηκαν μόνο και μόνο γιατί άλλοι πληθυσμοί πιο εμπειροπόλεμοι τους απώθησαν, τους νίκησαν ή κατάκτησαν την χώρα καταγωγής τους(1). Πρόκειται εδώ για το σύνδρομο των «εισβολών και κατακτήσεων» που κληρονομήσαμε από τον Ευρωπαϊκό Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, και που συνεχίζει να μας ταλανίζει αδίκως.
Ένα περιδιάβασμα των μελετών της Προϊστορίας που εμφανίστηκαν στις διάφορες βαλκανικές χώρες μας οδηγεί στην εξής παρατήρηση: Υπάρχει έντονη άρνηση να γίνουν αποδεκτές σχέσεις ή ανταλλαγές με τις γειτονικές χερσονήσους της Ιταλίας και της Μικράς Ασίας. Και με τη βόρειο Αφρική. Κυρίως μ’ αυτήν. Μακριά από την Αφρική. Ύστερα διαπιστώνουμε μια περιφρόνηση των νομάδων, γιατί δεν μπορούν, τάχα, να έχουν κάποιό αξιόλογο πολιτισμό και είναι οπωσδήποτε κατώτεροι από τους σταθερούς πληθυσμούς. Και κάτι ακόμα: Παρά το ότι όλοι παραδεχόμαστε πως η θάλασσα δεν χωρίζει, αλλά αντιθέτως ενώνει τους πληθυσμούς που κατοικούν σε απέναντι ακτές, ακόμα κι όταν αυτές απέχουν πολύ οι μεν από τις δε, έχουμε αφήσει στο περιθώριο της έρευνας ένα φαινόμενο που κυριαρχεί στην μεσογειακή ιστορία και μυθολογία: Τον θαλάσσιο νομαδισμό! Έτσι παραμένουν ανεξήγητα τα ίχνη Ετρούσκων στο νησί της Λήμνου(2) ή στη νήσο Εύβοια(3), πολύ κοντά στην Αθήνα. Έτσι μένουν ανεξήγητα η διάδοση του δίκοκκου σταριού στα Ιόνια νησιά, στην Ιταλία και στην υπόλοιπη Ευρώπη, από την θεωρούμενη αρχαιότερη πηγή του, που τοποθετείται ανατολικότερα κι από την Μεσοποταμία. Μένουν ανεξήγητες η ευρεία διάδοση του οψιδιανού λίθου(4) και της σμυρίδας που προέρχονται από τα νησιά του Αιγαίου, Μήλο, Θήρα, Νάξο, καθώς και η παρουσία των μεγαλιθικών μενχίρ στη βαλκανική γη(5). Προτιμούμε να τα φέρνουμε όλα από το Βορρά… Οι Ινδοευρωπαίοι είναι πανάκεια. Όταν διαπιστώνουμε σε κάποιο πεδίο ανασκαφών μια καταστροφή ή μια πυρκαγιά, νάτοι οι Ινδοευρωπαίοι που ήρθαν και αναποδογύρισαν το παν. Ευτυχώς η μόδα αυτή μοιάζει να πλησιάζει στο τέλος της.
Πρόσφατα κάποιοι ερευνητές αποκάλυψαν την απάτη. Ο Ινδοευρωπαϊκός μύθος καταγγέλθηκε ειδικότερα από τον Μωρίς Ολαντέρ στο βιβλίο του «Οι γλώσσες του παραδείσου - Αρίοι και Σήμιτες, ένα ζευγάρι της θείας πρόνοιας» (Παρίσι 1989) με πρόλογο του Πιέρ Βερνάν(6). Μας πληροφορεί πως ο Ινδοευρωπαϊκός μύθος είναι άλλη μια εφεύρεση άγγλου τυχοδιώκτη στην Καλκούτα. Πατέρας του υπήρξε ο William Jones και η ληξιαρχική πράξη γεννήσεώς του φέρει την ημερομηνία 2 Φεβρουαρίου του 1786.
Έντεκα χρόνια πέρασαν από την έκδοση του βιβλίου του Μωρίς Ολαντέρ και εμείς οι Βαλκάνιοι δεν το πήραμε χαμπάρι. Απ’ ότι ξέρω μόνο ένας καθηγητής της Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης έγραψε τρία άρθρα σχετικά σε καθημερινή εφημερίδα της Αθήνας, που πέρασαν χωρίς κανένας να τους δώσει σημασία(7).
Αν περάσουμε στην ιστορική εποχή, η κατάσταση δεν είναι πιο ξεκάθαρη. Κι εδώ πλέουμε σε πελάγη υποθέσεων και δογμάτων που επιβλήθηκαν κατά καιρούς από εθνικά συμφέροντα. Θα δώσουμε το παράδειγμα των Ελλήνων, που προβάλλουμε μια αδιάσπαστη συνέχεια της γλώσσας μας επί δύο χιλιετηρίδες προ και μετά Χριστό. Αποκλείουμε κάθε σχέση με τους Ιλλυριούς και τους Θράκες που μιλούσαν, φυσικά, «βάρβαρες» γλώσσες, και δίνουμε για παράδειγμα την Γραμμική Β’ των πινακίδων που ανακαλύφθηκαν στην Κρήτη, από τα σύμβολα των οποίων ο περίφημος Vendris διάβασε γλώσσα ελληνική. Αλλά δεν θέλουμε να έχει η γλώσσα αυτή καμία σχέση με την Αφρική ή με την κοντινή προς την Κρήτη Ασία. Θα προτιμούσαμε να έχει γεννηθεί στη βαλκανική ηπειρωτική χώρα(8).
Ένα άλλο παράδειγμα ανάλογης παράνοιας είναι η συζήτηση, ανεπίσημη ευτυχώς και μη επιστημονική, σχετικά με τη γλώσσα των αρχαίων Μακεδόνων. Άραγε μιλούσαν ελληνικά οι «βάρβαροι» πολεμιστές του Φιλίππου Β’ που υπέταξαν την Ελλάδα, ή κάποιο ιλλυρο – θρακικό ιδίωμα και μόνο οι αρχηγοί των κυρίαρχων πατριών είχαν επηρεαστεί πολιτισμικά από τα νοτιοελλαδικά άστη. Με αφορμή αυτή τη συζήτηση έγραψα πριν είκοσι τόσα χρόνια πως η αρχαιολογία είναι επιστήμη πολιτική και μάλιστα κυβερνητική(9).
Έπρεπε τάχα να περάσουν οι Ρωμαίοι τον Δούναβη στα 102 μ.Χ. για να διδάξουν τη λατινική στους αρχαίους Ρουμάνους. Σα να ήταν ο Δούναβης αδιάβατος και να απέφευγαν να τον διαβούν οι πληθυσμοί των Καρπαθίων για να μην συναντηθούν πιο πριν οι ιλλυρικές και βλάχικες φυλές της αρχαίας Μοισίας και της Δακίας που χρησιμοποιούσαν ιδιώματα κοντινά με τα ιταλιωτικά και ορισμένα μάλιστα πιο αρχαϊκά κι από τη λατινική, που ήτανε γλώσσα αστική και λόγια, όψιμης κατασκευής που πολύ λίγοι λεγεωνάριοι την μιλούσαν(10).
Ένας άλλος παραλογισμός της Ιστορίας είναι η σύγχυση του πληθυσμού του κράτους – πόλης με ολόκληρο τον πληθυσμό της περιοχής της. Θεωρούμε πως όλοι οι Έλληνες ήταν αστικοποιημένοι και ξεχνάμε πως η «συνοίκισις» των αστών Αθηναίων με τις φυλές της Αττικής δεν επαναλήφθηκε σ’ όλη την Ελλάδα κατά τον ίδιο τρόπο. Το άστυ της Σπάρτης είχε οργάνωση πολύ κοντινή με τη φυλετική, δηλαδή με μικρότερη κοινωνική διαστρωμάτωση.
Η ιδέα του σφαιρικού κράτους των νέων χρόνων, του κράτους που ελέγχει όλους τους πληθυσμούς που ζουν πάνω στην επικράτειά του, μας εμποδίζει να κατανοήσουμε ότι πέρα από τα όρια της πόλης – κράτους ζούσαν συχνά νομάδες με τους οποίους οι σχέσεις των αστών ήταν αρκετά μεταβλητές.
Υπάρχουν αρκετές πληροφορίες σχετικές με τη σχέση των αστών με τους νομάδες που τις αφήσαμε χωρίς υπομνηματισμό, όπως για παράδειγμα το ότι μια από τις μεγάλες αγορές δούλων της κλασικής αρχαιότητας βρισκόταν στις Παγασές, στον κόλπο του σημερινού Βόλου στη Θεσσαλία, όπου οι πολεμιστές της Λάρισας έφερναν να πουλήσουν νομάδες της Μακεδονίας που αιχμαλώτιζαν κατά τις εκεί ληστρικές εκστρατείες τους. Αυτό το βρίσκουμε συνήθως στα ψηλά γράμματα βιβλίων που δεν κυκλοφορούν πλατειά(11). Και δεν αξιοποιείται το συμπέρασμα από το γεγονός ότι ο Σπάρτακος και οι επαναστατημένοι δούλοι του που έφτασαν μέχρι το σημείο να καταστρέψουν παραλίγο τη Ρώμη στο απόγειό της, είχαν αιχμαλωτιστεί στη Θράκη.
Τέλος, μπορούμε να δεχθούμε ότι σοβαρότερες πληροφορίες για τους βαλκανικούς πληθυσμούς υπάρχουν στους Ρωμαίους συγγραφείς, ύστερα στην χριστιανική φιλολογία και στους βυζαντινούς χρονογράφους και συγγραφείς. Αλλά κι εδώ δεν είναι εύκολο να βρούμε το πραγματικά αντιπροσωπευτικό εθνόνυμο του κάθε πληθυσμού και μέσα από αυτό να συμπεράνουμε την καταγωγή του. Όταν οι αριθμοί λείπουν ή είναι υπερδιογκωμένοι από τους χρονογράφους, εύκολα συγχέουμε μια συμμορία πολεμιστών που πήρε την εξουσία σε μια περιοχή και την ταυτίζουμε με ολόκληρο τον πληθυσμό της περιοχής αυτής.
Επίσης οι σύγχρονοι ιστορικοί δεν έδωσαν τη σημασία που έπρεπε να δώσουν στην πρώτη μεγάλη προσπάθεια μαζικής σταθεροποίησης νομαδικών πληθυσμών που έγινε στον καιρό του Αυτοκράτορα Διοκλητιανού και μάλιστα από λίγο πριν. Δεν κατάλαβαν το φαινόμενο των «Salti Imperiali”(12), των κτημάτων που ανήκαν στον ανώτατο άρχοντα, στα οποία προσελκύονταν ολόκληρες φυλές από «ελεύθερους έποικους» (colonii liberi) για να ειδικευτούν στην καλλιέργεια του αμπελιού, αφού οι δούλοι καλλιεργητές είχαν πια αποδειχθεί ασύμφοροι. Η τεράστια επέκταση του αμπελώνα κατά τους πρώτους αιώνες μετά Χριστό δεν υπομνηματίστηκε αρκετά, παρά το ότι οι αμπελώνες της βαλκανικής χερσονήσου προέρχονται σε μεγάλο ποσοστό τους από αυτή τη γιγάντια επιχείρηση. Και δεν συνδυάζουμε την επέκταση του αμπελώνα με την εξάπλωση του Χριστιανισμού. Παρόλα αυτά ακούμε τα λόγια του Χριστού «εγώ ειμί η άμπελος η αληθινή» και επαναλαμβάνουμε μηχανικά πως η Χριστιανική Εκκλησία είναι ο αμπελώνας του Χριστού(13).
Στα αυτοκρατορικά κτήματα με την εγκατάσταση ενός μοναστηριού στο κέντρο του αμπελώνα οι χριστιανοί μοναχοί δίδασκαν στους νομάδες την υπακοή, τις «δουλειές» της γης και επιτύγχαναν τελικά να τους καθηλώνουν επιτόπου. Έτσι οι «ελεύθεροι έποικοι» (colonii liberi) προοδευτικά μέχρι τον 6ο αιώνα έγιναν colonii adscripti, «έποικοι καταγεγραμμένοι» στους καταλόγους του κράτους και έχασαν το δικαίωμα να κυκλοφορούν ελεύθερα, δεν μπορούσαν πια να εγκαταλείψουν τη βάση τους στα ημιορεινά σημεία του αμπελώνα.
Στη συνέχεια θα επιμείνουμε ιδιαίτερα στον 6ο αιώνα της χρονολογίας μας, γιατί αποτελεί μεγάλο σταυροδρόμι. Κατά την περίοδο αυτή, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία αλλάζει τελείως υφή και οργάνωση. Κυρίως κατά τον πρώτο μισό του αιώνα, τον καιρό του Ιουστινιανού. Ένα μεγάλο αναποδογύρισμα αποσυνθέτει τον κόσμο των αρχαίων άστεων. Οι σχέσεις της παραγωγής αλλάζουν τελείως και η οργάνωση της κοινωνίας υποβάλλεται σε ένα καινούργιο εξορθολογισμό.
Οι διαστάσεις των πόλεων περιορίζονται. Γύρω από κάθε πόλη χτίζονται τείχη που η περίμετρός τους καθορίζεται από την δυνατότητα των ίδιων των κατοίκων να τις υπερασπίσουν. Ο αυτοκρατορικός στρατός δεν υποχρεούται πλέον να υπερασπίσει ούτε τις μεγάλες πόλεις. Η υποχρέωση αυτή μετατίθεται σε τοπικές φρουρές που πληρώνονται από τους κατοίκους των πόλεων και όχι από το Κράτος. Η ασφάλεια των ιδιωτικών καλλιεργειών έξω από τα τείχη ιδιωτικοποιείται. Έτσι οι … «βάρβαροι» κατέστρεψαν τα λατιφούντια και ταυτόχρονα την εξουσία των μεγαλοϊδιοκτητών της γης, των υπολειμμάτων του δουλοκτητικού συστήματος(14).
Στους κάμπους εγκαταστάθηκαν, μετά από κρατική πρόσκληση, ημινομάδες γεωργοί (Σλάβοι) φερμένοι από πέρα από το Δούναβη. Και για να περιοριστεί η κινητικότητα των φυλών αυτών μέσα στη Βαλκανική χερσόνησο, εγκαταστάθηκαν στα ορεινά περάσματα που οδηγούν από τον ένα κάμπο στον άλλο, φρουρές πολεμιστών προερχόμενων από τα ψηλά βουνά της Αυτοκρατορίας. Ειδικότερα στη Βαλκανική, οι φρουρές των «κλεισοριών» προέρχονταν από την οροσειρά των Δυναρικών Άλπεων, του Μαυροβουνίου, των Αλβανικών Άλπεων, της Πίνδου, των Αγράφων, της Ελλαδικής Ρούμελης.
Η ανακατανομή αυτή των πληθυσμών δημιουργεί ακόμα σήμερα εντάσεις μεταξύ των Βαλκανίων ιστορικών. Γιατί τότε αρχίζουν να σλαβοφωνούν οι Ιλλυριοί στην Κεντροδυτική Βαλκανική, τότε ξεκινάει μια ιδιότυπη σλαβοφωνία στην Ανατολική Βαλκανική, τότε πρέπει να τοποθετηθεί χρονικά η «κάθοδος» των Αλβανιτών και των Βλάχων(15) στην Κεντρική και Νότια Ελλάδα. Θα έπρεπε να ξαναϊδούμε με προσοχή τις γραπτές πηγές και τις ανασκαφές που έγιναν εδώ κι εκεί, για να φωτίσουμε αυτές τις εγκαταστάσεις νέων πληθυσμών τόσο αντιλεγόμενες από τους ιστορικούς, που θεωρούν υποχρέωσή τους να αποκρύπτουν στοιχεία ή να μεταχρονολογούν(16). Παρόλα αυτά, τα χρονικά αναφέρουν την παρουσία Βουλγάρων στη Νότιο Ήπειρο στις αρχές του 6ου αιώνα.
Θα έπρεπε να ξανακοιτάξουμε με περισσότερη προσοχή το θέμα των εθνονύμων και τις επισφαλείς και αντιλεγόμενες ετυμολογίες τους και να πάρουμε περισσότερο στα σοβαρά την ετυμολογία του «Σέρβος» από το λατινικό Servus που σημαίνει «υπηρέτης», την ετυμολογία του «Βούλγαρος» από το λατινικό «vulgaris» που σημαίνει «λαϊκός – χυδαίος», την ετυμολογία του Σλαβώνος – Σκλαβούνος από το λατινικό «esclavinus», που σημαίνει τον «σχεδόν δούλο – σκλάβο»(17).
Στα 1917 ο περιώνυμος Cvijic, στην σχεδόν άγνωστη σήμερα μελέτη του «Παρατηρήσεις στην Εθνογραφία της Μακεδονίας» που εκδόθηκε στα γαλλικά στο Παρίσι, προσπάθησε να ξαναβρεί τις ιδιαίτερες ονομασίες των φυλών που ήρθαν από πέρα από τον Δούναβη. Υπομνημάτισε όσο μπορούσε καλύτερα τις ονομασίες των Μπρζάτσι, των Μιζάτσι, των Σόπι, των Χορβάτ, των Πομάτσι, των Ρούπτσι, των Καούρι – Μπούγγαρι. Υπογράμμισε το φαινόμενο της «Μπουγκαρίνα» που θα μπορούσαμε να τη μεταφράσουμε ως «λαϊκότητα – χυδαιότητα». Τέλος εντόπισε το ότι η πολεμική κάστα των Βουλγάρων που κυριάρχησε πάνω στους Σλάβους της ανατολικής Βαλκανικής, μπορούσε κάλλιστα να είναι Ουραλοαλταϊκής καταγωγής, αλλά δεν ήταν τελικά παρά μία κυρίαρχη κάστα που διαλύθηκε από πλευράς εθνολογικής μέσα στο μέγα πλήθος των Σλάβων και των εκσλαβισμένων αυτοχθόνων. Και η παρατήρησή του είναι εύστοχή, γιατί είναι άδικο, επαναλαμβάνω, να στερούνται κάποιοι πληθυσμοί των Βαλκανίων από τις αρχαίες ρίζες τους στη γη που κατέχουν, υπό το πρόσχημα ότι μια πολεμική κάστα που ήρθε από κάπου αλλού τους φόρτωσε σε κάποια ιστορική στιγμή ένα όνομα που θεωρείται εθνόνυμό τους(18).
Θα έπρεπε λοιπόν να ξανακοιτάξουμε προσεκτικά τις ονομασίες των ανθρώπινων ομάδων που αναφέρονται από τους συγγραφείς του Μεσαίωνα. Οι ονομασίες που θεωρήθηκαν εθνόνυμα είναι τριών ειδών.
Αντιστοιχούν σε ολόκληρες φυλές που μετατοπίζονται με τα γυναικόπαιδά τους και την περιουσία της κοινωνικής τους οργάνωσης και των παραγωγικών τους σχέσεων.
Αναφέρονται σε μια ομοιογενή ομάδα πατριάς πολεμιστών που αποσπάσθηκε από τη φυλή της για να βρει την τύχη της αλλού και ειδικότερα στον κόσμο των άστεων.
Αποκρύπτουν μια ομάδα πολεμιστών μη ομοιογενή, με άλλα λόγια ένα συνονθύλευμα ατόμων χωρίς περιουσία, ή παραγωγική ειδίκευση, που επιβιώνει από την αρπαγή παντού όπου περνάει. Αυτό που οι Βυζαντινοί ονομάζουν «βάνδον», δηλαδή «συμμορία» (bandum).
Αναμφισβήτητα οι Σκλαβινοί ήταν φυλές ολόκληρες ειδικευμένες στην καλλιέργεια των δημητριακών που ζούσαν ημινομαδικά γιατί δεν γνώριζαν την αγρανάπαυση και όταν αδυνάτιζε η γη που καλλιεργούσαν, μετατοπίζονταν όλοι μαζί σε άλλη γη. Ενώ οι Ρος και οι Βάνδαλοι ήταν πατριές ομοιογενείς, πολεμιστών χωρίς γυναίκες που ήρθαν από τα υπερβόρεια και επιβλήθηκαν οι πρώτοι σε πληθυσμούς που νομάδιζαν στις γαίες της σημερινής Ρωσίας και οι δεύτεροι σε πληθυσμούς που νομάδιζαν στην Ευρώπη και στην Αφρική. Όσο για τους Βουλγάρους ανήκαν καθώς φαίνεται στην τρίτη περίπτωση.
Οι «συμμορίες» των Βουλγάρων αποτελούνταν από άτομα προερχόμενα από τις πόλεις και από διάφορες φυλές και δεν είχαν ούτε κοινή γλώσσα, ούτε κοινή παράδοση. Υιοθετούσαν λοιπόν την πιο κοινή γλώσσα στις χώρες όπου κατέληγαν και συχνά υιοθετούσαν τη θρησκεία των αυτοχθόνων, καθώς και τα ονόματα των προσώπων και των θεσμών.
Θα έπρεπε να αναθεωρήσουμε το θέμα των Βουλγάρων – Vulgaris – λαϊκών – χυδαίων. Γιατί η ονομασία αυτή δινόταν στους πληβείους των μεγάλων πόλεων ταπεινής καταγωγής, που δεν είχαν εστία στην πόλη πάνω από τρεις γενεές. Χυδαίοι – Vulgaris ήταν οι «Πράσινοι» και οι «Ρουσάτοι» του Ιπποδρόμου, ενώ οι «Βένετοι» και οι «Αλμπάτοι» ήταν από γενιά και παράδοση αστοί. Όταν οι Πράσινοι πλήθαιναν(19) υπερβολικά, τους απέλαυναν. Τους εξόριζαν στα σύνορα, στα λίμες (Απελλάται). Τους έκαναν milites limitares, συνοριακούς φρουρούς στη μεθοριακή γραμμή του Δούναβη, στα σύνορα του Ευφράτη, στα σύνορα του βορρά της Μαύρης Θάλασσας ανάμεσα στην Αζοφική και στην Κασπία. Θα πρέπει να εξετάσουμε την εκδοχή που θεωρεί πως οι «Πρωτο – Βούλγαροι», οι Ονόγουροι, Κουτρίγουροι και Ουτίγουροι του 6ου αιώνα ήταν Vulgaris – Χυδαίοι εξόριστοι και όχι ουραλοαλταϊκές φυλές. Άλλωστε τίποτε δεν μπορεί να αντικρούσει την υπόθεση αυτή. Και είναι σίγουρο πως οι σημερινοί Βούλγαροι ιστορικοί θα ήταν αρκετά θετικοί απέναντι σ’ αυτή την εκδοχή και θα εγκατέλειπαν εύκολα την ετυμολογία της ονομασίας «Μπόλγγαρος» από τον Βόλγα, το ποτάμι.
Θα πρέπει να θυμηθούμε και το γεγονός ότι ο Αυτοκράτορας του Βυζαντίου στις αρχές του 6ου αιώνα χάρισε στους φρουρούς αυτούς των συνόρων τη χώρα που βρίσκεται ανάμεσα στο όρος Αίμο και στον Δούναβη και της έδωσε το όνομα Vulgaria, «χώρα των Vulgaris”, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα στον αρχηγό τους το δικαίωμα να φέρει τον τίτλο του Καίσαρα, από τον οποίο βγαίνει ο τίτλος Κζάρ, Τσάρος(20). Και εδώ ξεκινάει η δημιουργία του «σλαβικού δόγματος» που θα αποτελούσε μια σοβαρή ζώνη προστασίας του Βυζαντίου απέναντι στο λατινικό δόγμα που είχε διαβρωθεί από τους Γερμανούς(21).
Θα πρέπει να καταλάβουμε επιτέλους το γιατί η ανατολική Εκκλησία διαφοροποιήθηκε προοδευτικά από την λατινική Εκκλησία και το ότι, πολύ συγκεκριμένα, το Σχίσμα αναφερόταν στην οργάνωση της διοίκησης και της παραγωγής. Η λατινική Εκκλησία είχε την τάση να «εκπολιτίζει» τις κέλτικες και τις γερμανικές φυλές απαιτώντας την απόλυτη καθήλωσή τους στη γη και παραχωρώντας στους αρχηγούς των σημαντικών πατριών τίτλους της αρχαίας ρωμαϊκής ιπποσύνης. Κατασκεύασε έτσι μια ιεραρχημένη «νομενκλατούρα» σε σχήμα πυραμίδας που απλώθηκε σ’ όλη την κεντρική και δυτική Ευρώπη και που θα την ονόμαζαν «φεουδαρχία».
Από την άλλη μεριά η «vulgaritas», η «χυδαιότητα» των δήμων των μεγάλων πόλεων του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους ασκούσε πίεση στην Ανατολική Εκκλησία και στην Κεντρική Εξουσία, ώστε να γίνουν αποδεκτές οι νομαδικές φυλές όπως ήταν, χωρίς να αλλοτριωθούν οι ιδιαίτερες ταυτότητές τους, οι αξίες τους, οι παραδόσεις κοινοτιστικής κοινωνικής οργάνωσής τους, οι τεχνικές τους γνώσεις πάνω στις καλλιέργειες και στην εκμετάλλευση των ζώων. Το Σχίσμα που επήλθε ανάμεσα στις Εκκλησίες της Ανατολής και της Δύσης δεν ήταν μια απλή θεολογική διένεξη. Ήταν αποτέλεσμα δύο τελείως διαφορετικών θεωρήσεων της ένταξης των νομάδων στην κοινωνία των πόλεων. Από τη μια υπήρχε η εκλεκτικιστική θεώρηση που επέμενε να καθηλώνει τους νομάδες, να τους «εκπολιτίζει», να τους «αστικοποιεί» και τελικά να τους εκμεταλλεύεται. Κι από την άλλη η θεώρηση της ελεύθερης ενσωμάτωσης που έφτανε μέχρι την αποδοχή της ελεύθερης έκφρασης του νομαδισμού, ως την αυτοδιοίκηση των νομαδικών φυλών.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι, με τη δημιουργία του σλαβικού δόγματος οι Ιλλυριοί των Δυναρικών Άλπεων, του Μαυροβουνίου, της Ροδόπης, του Αίμου, σλαβοφώνησαν, εκτός από εκείνους των Καρπαθίων και της Πίνδου στην Ήπειρο, που διέσωσαν τα προ – λατινικά τους ιδιώματα, καθώς επίσης και τους κατοίκους των Αλβανικών Άλπεων που συντήρησαν τα ιλλυρικά τους ιδιώματα. Και θα έπρεπε να ξανακοιτάξουμε τις εργασίες του σοφού Γίρετσεκ σχετικά με τον εκσλαβισμό των Ιλλυριών(22).
Περίπου την ίδια εποχή (τον 7ο αιώνα) μία κοινότητα μεταφορέων γεννιόταν στην Αραβική έρημο. Το Ισλάμ, που διεκδικούσε μια πρωτεύουσα θέση στον αστικό κόσμο. Γιατί όντως αυτοί που μετέφεραν τα προϊόντα και τις ιδέες από την μια πόλη στην άλλη, διέδιδαν και ένα πιο σύνθετο πολιτισμό. Η κοινότητα των μεταφορέων με την ελεύθερη αγορά που εγκαθιστούσαν παντού όπου πήγαιναν, αποδεικνυόταν πολύ πιο ανεκτική απέναντι στους τοπικούς τρόπους ζωής, στις τοπικές παραδόσεις. Αυτό ακριβώς εξηγεί την τεράστια επέκταση της εξουσίας της σε ολόκληρο τον Αλεξανδρινό κόσμο και όχι η πολεμική τους δύναμη που διογκώθηκε στη φαντασία των Ευρωπαίων(23). Το Ισλάμ αποτελεί στο εξής ένα είδος άκρας αριστεράς σε σχέση με τον κεντρισμό του Βυζαντίου με την λατινική δεξιά, ελιτίστικη και φεουδαρχική, και με την αριστερά των βυζαντινών λαϊκών αιρέσεων. Θα παρατηρήσουμε σε πολλές ιστορικές συγκυρίες σύμπραξη των Βουλγάρων των Βαλκανίων με τους Μουσουλμάνους – Σαρακηνούς. Παρένθεση: (Το όνομα «Σαρακηνοί δεν είναι ούτε αυτό εθνόνυμο. Στο έργο του ιστορικού του 6ου αιώνα Προκόπιου παρατίθεται με την αρχική του σημασία «Άνθρωποι της Ανατολής» από το «Σάρκ», η Ανατολή)(24). Και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η Vulgaritas, η χυδαιότητα – λαϊκότητα είναι παρούσα στα Βαλκάνια, με τον Μανιχαϊσμό, την Παυλικιανή αίρεση και τις βαλκανικές παραλλαγές της, τον Βογομιλισμό, την αίρεση των καθαρίων στην Κεντρική και νότια Ελλάδα, με την «Μπαμπούνσκα βιέρα» (ή Μπάμπουνα) στη βορειοδυτική Βαλκανική. Και πως ασκεί πιέσεις στην κεντρική εξουσία, κάθε φορά που αυτή κλίνει προς το λατινικό πρότυπο, προς τον φεουδαλισμό(25).
Σ’ αυτούς όλους τους αιρετικούς χρωστάμε τη δημιουργία της βαλκανικής πόλης των νέων χρόνων, την ελευθερωμένη από τα τείχη πόλη, την κτισμένη στο βουνό σε 600 μέτρα υψόμετρο συνήθως, την πόλη των βοσκών που θα μεταβαλλόταν αμέσως σε πόλη βιοτεχνών. Η πόλη αυτή η Ζα-γκόρα, που σημαίνει «υπερ – όριος» πίσω από το βουνό και στην απλοποιημένη μορφή της Γκόρα ή Χώρα, θα παίξει ένα ρόλο κεφαλαιώδη από τον 7ο , 8ο αιώνα και σχεδόν ως τις μέρες μας. Η Στάρα Ζαγκόρα, η αρχαία υπερόριος πάνω στον Αίμο, το Ζάγκρεμπ, η Ζαγορά της Κοριτσάς στη νότια Αλβανία, τα Ζαγόρια στην Ήπειρο, η Ζαγορά του Πηλίου και άλλες πολλές Ζαγορές και Χώρες (Gorod) σε όλη τη Βαλκανική χερσόνησο και στα νησιά του Αιγαίου που σήμερα έχασαν το παλιό τους όνομα, δημιουργήθηκαν από πληθυσμούς σύνθετης καταγωγής, από πατριές προερχόμενες από διάφορους ορίζοντες.
Ο αέναος πόλεμος που συντηρούσαν οι Φεουδάρχες της Δύσης και που τον μετέφεραν στην Ανατολή με τις Σταυροφορίες, προσδίδει σοβαρό ρόλο στις πόλεις αυτές των πρώην κτηνοτρόφων - πολεμιστών και τους επιτρέπει να αναπτύξουν μια βιοτεχνία εργαλείων, όπλων και εξαρτημάτων του πολέμου από δέρματα ζώων, από ξύλο και από μέταλλα. Η μεταλλουργία αναπτύχθηκε και πέρα από τα αρχαία κέντρα της. Ο Καίσαρ των Σέρβων Ούρος ο Β’ κάλεσε Σάξονες μεταλλουργούς για να αναπτύξει τα μεταλλεία στο Κόσοβο. Ταυτόχρονα, στη Μικρά Ασία τα μεταλλεία της Αργυρούπολης αναζωογονήθηκαν. Αυτή την ώρα έγιναν δεκτοί στα Βαλκάνια και οι Τσιγγάνοι, νομαδικές φυλές που γνώριζαν τις τέχνες των μετάλλων. Παραμένοντας ημινομάδες οι Τσιγγάνοι εγκατέστησαν βάσεις στις περιοχές των μεταλλείων ή στα σημεία όπου υπήρχαν ναυπηγεία. Έτσι κοντά στα ναυπηγεία της Νικόπολης του Αμβρακικού Κόλπου, της κεντροδυτικής Ελλάδας ιδρύθηκε το πρώτο και το μόνο στην Ιστορία τσιγγάνικο κράτος. Το «Feodum Atsinganorum”, το «Φέουδο των Τσιγγάνων» που ο επικεφαλής του έφερε τον τίτλο του Δούκα(26).
Αλλά ο αέναος φεουδαρχικός πόλεμος προσέλκυσε κι άλλες φυλές στον κόσμο των πόλεων. Συγκεκριμένα, κεντροασιατικές φυλές. Ήδη από το 1000 μ.Χ. οι παραδοσιακές τροχιές του ασιατικού νομαδισμού είχαν ξεπεραστεί και οι νομάδες είχαν ανακατευτεί.
Από τον καιρό εκείνο αναπτυσσόταν και η ελεύθερη ναυσιπλοία με ιστία. Πάνω στα ιστιοφόρα πλοία δεν υπήρχε πια ανάγκη από κωπηλάτες δούλους. Χρειάζονταν τεχνικοί της θάλασσας, άνθρωποι ελεύθεροι, ειδικευμένοι στη χρήση των ιστίων, στη γνώση των ανέμων, των ακτών, των θαλάσσιων ρευμάτων, των αστεριών που επιτρέπουν τον προσανατολισμό. Και εδώ στις ακτές των νησιών και όλης της Ανατολικής Μεσογείου συναντιόνται οι Σκλαβούνοι και οι Μουσουλμάνοι ναυτικοί των αφρικανικών και ασιατικών ακτών.
Γύρω στο 1000 μ.Χ. γίνεται μια βαθιά μετεξέλιξη στον κόσμο του Ισλάμ. Οι μεταφορείς και οι έμποροι χάνουν το πάνω χέρι στις πόλεις και το κερδίζουν οι βιοτέχνες. Στα βορειοανατολικά άκρα του Ιράν, στο Χορασάν γεννήθηκε ένας νέος θεσμός, το «παζάρι», ο χώρος όπου συγκεντρώνονται τα εργαστήρια των βιοτεχνών και όπου η ανταλλαγή, το εμπόριο, διεξάγεται χωρίς μεσάζοντες(27). Ο ίδιος ο μεταποιητής πουλάει κατευθείαν στον πελάτη. Ο έμπορος αποκλείεται(28).
Η δημοτικότητα της αραβικής αγοράς στη Δυτική Ευρώπη παραπλάνησε τους Ευρωπαίους ιστορικούς, ώστε να συγχέουν το αραβικό «Κσάρ» ή «Σούκ» με το τουρκο – ιρανικό «μπαζάρ», θεωρώντας το παζάρι απλή συνέχεια της αραβικής αγοράς. Οι διαφορές όμως είναι σημαντικές. Τα προσφερόμενα προϊόντα στην αραβική αγορά ήταν αντικείμενα σπάνια και ακριβά, άρα απευθύνονταν σε αγοραστικό κοινό πλουσίων και αυθεντών. Αντίθετα στο ιρανο – τουρκικό παζάρι προσφέρονταν χρηστικά αντικείμενα πρώτης ανάγκης, που απευθύνονταν σε κάθε αγοραστικό κοινό(29).
Το παζάρι έγινε πολύ σύντομα πόλος έλξης όπου συναντιόνταν οι αστοί και τα μέλη των φυλών. Εξελίχθηκε σε τόπο συνδιαλλαγής και διαλεκτικής ανάμεσα σε άτομα προερχόμενα από πολύ διαφορετικές κοινωνικές οργανώσεις. Και ξαπλώθηκε προς τις Ινδίες και προς τη Μικρά Ασία υπό την προστασία της δυναστείας των Σελτζουκιδών και μετά των Οθωμανών(30).
Θα έπρεπε στο σημείο αυτό να αναπροσδιορίσουμε την έννοια της οθωμανικής «κατάκτησης». Η έννοια αυτή αντιστοιχεί πολύ λίγο με την ιστορική πραγματικότητα. Γεννήθηκε από μια παρερμηνεία της Ιστορίας, που δικαίωνε άλλοτε την έννοια «εθνική απελευθέρωση». Για να υπάρξει «απελευθέρωση» έπρεπε να είχε υπάρξει προηγουμένως «κατάκτηση». Αλλά στις περισσότερες βαλκανικές περιοχές δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Στη Βοσνία και στην Ερζεγοβίνη για παράδειγμα, οι Βογόμιλοι, που είχαν στενές σχέσεις με τους Χουσίτες και άλλους Προτεστάντες της κεντρικής Ευρώπης, κάλεσαν του Οθωμανούς για να τους απελευθερώσουν από τις διώξεις και τις σταυροφορίες των καθολικών Ούγκρων. Και μέσα σε λιγότερο από 40 χρόνια, ως το έτος 1.500, όλοι οι κάτοικοι της Βοσνίας πέρασαν στο Ισλάμ. Το ίδιο και οι Παυλικιανοί και Βογόμιλοι της Βουλγαρίας και της Ελλάδας και άλλοι αυτόνομοι, συμμάχησαν με τους Οθωμανούς για να διατηρήσουν την αυτονομία τους και για να ενταχθούν στη νέα βιοτεχνική αγορά, της οποίας οι προστάτες έδειχναν προθυμία να τους εντάξουν(31).
Σε ολόκληρη λοιπόν τη βαλκανική χερσόνησο ξαπλώθηκε ένα δίκτυο αγορών οθωμανικού τύπου, συνδεδεμένων αναμεταξύ τους με καραβανόδρομους που διέθεταν πλήρη υποδομή από σταθμούς, σημεία ύδρευσης και ξενώνες (χάνια) κι ένα οδικό δίκτυο πολύ πιο πυκνό από το ρωμαϊκό. Η πρωτοτυπία αυτού του δικτύου συνίστατο στο ότι τα παζάρια παντού όπου εγκαθίσταντο, εξελίσσονταν αργά ή γρήγορα σε κέντρα των ήδη υπαρχόντων οικισμών ή κέντρα νέων οικισμών που χτίζονταν γύρω από αυτά. Ακόμα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι το κάθε παζάρι εποπτευόταν από τις οργανώσεις των παραγωγών και μεταποιητών. Οι τελευταίοι επωμίζονταν επίσης την ασφάλεια της αγοράς και ολόκληρης της πόλης. Οι εκπρόσωποί τους, μαζί με τους εκπροσώπους των διαφόρων θρησκειών και δογμάτων, αποτελούσαν το συμβούλιο τοπικής αυτοδιοίκησης.
Όλες οι ημιορεινές Χώρες και οι Ζαγκόρες έγιναν σύντομα κόμβοι του δικτύου των παζαριών και η κεντρική εξουσία τους απένειμε προνόμια όταν μπορούσαν να παράγουν περισσότερα και καλύτερης ποιότητας προϊόντα, ή όταν ήταν σε θέση να αναλάβουν μια υπερπαραγωγή προς εξαγωγή.
Ταυτόχρονα με τη συμπλήρωση του θεσμού του Παζαριού, η κεντρική εξουσία για να ενδυναμώσει το δίκτυο των παζαριών στην επικράτειά της και κυρίως στη Βαλκανική, κάλεσε βιοτέχνες εκτός συνόρων της Αυτοκρατορίας, κάλεσε τους Ισραηλίτες της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Βόρειας Αφρικής. Την ώρα που οι βασιλείς της Καστίλης στρέφονταν προς την εκμετάλλευση του πλούτου των υπερπόντιων χωρών με τους περίφημους κονκισταντόρ (κατακτητές), η κεντρική εξουσία της Κωνσταντινούπολης προσκαλούσε τους τεχνίτες και τους μικρέμπορους της Ιβηρικής χερσονήσου που διώκονταν εξαιτίας της ένταξής τους στην ιουδαϊκή θρησκεία και τους εγκαθιστούσε στα μεγάλα βιοτεχνικά και εμπορικά κέντρα της Αυτοκρατορίας: Στην Κωνσταντινούπολη, στη Θεσσαλονίκη, στη Σμύρνη.
Από κει διασπάρθηκαν σ’ όλα τα παζάρια των Βαλκανίων. Η ίδια πολιτική έφερε στα ίδια κέντρα του Ισραηλίτες του Βορρά, της Ουκρανίας, της Μπιελορωσίας, της Πολωνίας και ακόμα και του Καυκάσου, από όπου αυτοί συμπαρέσυραν και Αρμενίους και Ιρανούς. Οι πληθυσμοί αυτοί, παρά τα όσα γράφτηκαν για κοινή εθνοκαταγωγή με τους νότιους και δυτικούς Ισραηλίτες, προέρχονταν από πολύ διαφορετικούς λαούς. Να μην ξεχνάμε πως το βασίλειο των Χαζάρων, υποτελές του Βυζαντίου είχε για επίσημη θρησκεία τον Ιουδαϊσμό. Στον Καύκασο όπως άλλωστε και στη Βόρειο Αφρική και στην Ιβηρική χερσόνησο, ο Ιουδαϊσμός είχε προσελκύσει πολυπληθείς που είχαν επιλέξει τη θρησκεία αυτή λόγω της παραγωγικής τους ειδίκευσης. Ήταν τεχνίτες και μικρέμποροι. Παραθέτουμε μόνο, σαν παράδειγμα της διασποράς των Ισραηλιτών στη Βαλκανική, την περίπτωση της αρχαίας Αυλώνος, της σημερινής Βαλόνας ή Βλιόρας, που ξαναχτίστηκε στα τέλη του 15ου αιώνα από 500 οικογένειες Ισραηλιτών Σεφαρδιτών, δηλαδή ερχόμενων από την Ισπανία.
Τελικά το φεουδαρχικό σύστημα δεν κατόρθωσε ποτέ να εγκατασταθεί στην Ανατολή και η Βαλκανική χερσόνησος το απέρριψε χάρις στο Σλαβικό Δόγμα, χάρις στον Βογομιλισμό και στις άλλες συγγενείς μ’ αυτόν αιρέσεις, που πρέσβευαν μια κοινωνική οργάνωση κοινοτιστική. Οι Μαρξιστές ιστορικοί, κατ’ αναλογία με την ιστορία της Δύσης, επέμειναν στην ύπαρξη ενός Οθωμανικού φεουδαλισμού στην Ανατολή και στα Βαλκάνια, αλλά στη δεκαετία του ’60 έγινε μια πλατιά συζήτηση σχετικά με τον όρο που εφεύρε ο Μαρξ «ασιατικός τρόπος παραγωγής» ή «ανατολικός δεσποτισμός»(32). Τέλος ιστορικοί πιο σύγχρονοι, όπως ο Νικολάι Τόντοροφ και η Σχολή της Σοφίας (Τσβέτκοβα, Μουταφτσίεβα, κ.λ.π.) μίλησαν για έναν πολύ ιδιότυπο φεουδαλισμό που εγκατέστησαν οι Οθωμανοί και που είχε πολύ λίγα κοινά χαρακτηριστικά με τον δυτικό φεουδαλισμό. Ο Νικολάι Τόντοροφ δέχθηκε ότι ο Βαλκάνιος χωρικός δεν ήταν εξαρτημένος από τον τοπικό στρατιωτικό αρχηγό, που ως τώρα εθεωρείτο φεουδάρχης, αλλά πως εξαρτιόταν από την αγορά, από το παζάρι, που καθόριζε την παραγωγή του ανάλογα με τη ζήτηση του τάδε ή του δείνα προϊόντος. Και δήλωσε πως ο ρυθμιστικός ρόλος του παζαριού εξουδετέρωνε τις εξαρτήσεις φεουδαλικής φύσεως και ενεθάρρυνε την ελεύθερη διακίνηση των παραγωγών και των προϊόντων, αγροτικών και βιοτεχνικών, της τεχνολογίας και των γνώσεων. Έτσι λοιπόν από τον 15ο ως τον 18ο αιώνα οι σχέσεις της παραγωγής στα πλαίσια του οθωμανικού συστήματος εμφανίζονται μάλλον καπιταλιστικές, αλλά ενός τύπου καπιταλισμού με κοινωνικό πρόσωπο, που δύσκολα επέτρεπε τη συγκέντρωση κεφαλαίου στα χέρια μιας τάξης κοινωνικής ή μιας ιδιαίτερης κάστας. Μόνο κατά τον 18ο αιώνα σχηματίζεται μια τέτοια κάστα γύρω από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως (οι Φαναριώτες), έχοντας μονοπωλήσει τη διοίκηση των υπερδουνάβιων ηγεμονιών στη σημερινή Ρουμανία(33).
Αλλά η συζήτηση σχετικά με τη φύση του οθωμανικού συστήματος δεν έφθασε ακόμα σε τελειωτικά συμπεράσματα και αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι η ιστορία των βαλκανικών πληθυσμών.
Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε το ότι κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου τα τελευταία απομεινάρια νομαδισμού απορροφήθηκαν από την κοινωνία του παζαριού. Οι κτηνοτρόφοι δημιούργησαν συνεργατικές (σινάφια) ανάλογα με εκείνες των βιοτεχνών και δημιούργησαν μεγάλα κοπάδια προβάτων και αιγών, που μετατοπίζονταν εποχιακά από τους κάμπους προς τα ψηλά βουνά. Και αυτό απέφερε σημαντικό πλούτο σ’ όλες τις βαλκανικές περιοχές.
Μοιραία, σε ένα σύστημα αποκεντρωμένο όπως το οθωμανικό, εμφανίζονταν συνεχώς φυγόκεντρες τάσεις, προκαλούμενες από τοπικές θρησκευτικές ιδιαιτερότητες, από ριζωμένες διαφορετικές κοινωνικές σχέσεις, ή από συμφέροντα που κινδύνευαν να αλλοτριωθούν. Συχνά οι αυτονομιστικές τάσεις του 19ου αιώνα εκμεταλλεύτηκαν αυτές τις φυγόκεντρες προσπάθειες ερμηνεύοντάς τες καθένας με τον τρόπο του (παράδειγμα τη μετανάστευση Σέρβων στα εδάφη της Αυστροουγγαρίας, την εξέγερση του Διονυσίου του Σκυλόσοφου στα Γιάννενα το 1.601, κ.λ.π.).
Αλλά ήδη τα Βαλκάνια γίνονταν ένα πεδίο στο οποίο διασταυρώνονταν τα πυρρά των πολιτικών επιρροών των αποικιοκρατικών δυνάμεων της Ευρώπης. Ορισμένα κέντρα πολιτικών επιρροών χρησιμοποίησαν τη θρησκεία για να επεκτείνουν εδώ την επιρροή τους, άλλα χρησιμοποίησαν τη γλώσσα. Έτσι οι εντάξεις και οι τοποθετήσεις των Βαλκανίων μπερδεύονται από παράγοντες όπως: δυνατότητες ανάπτυξης οργανωμένης προπαγάνδας, τοπικά οικονομικά συμφέροντα, ευκαιρίες επίτευξης τοπικών προνομίων, εκμετάλλευση ξένων αγορών από τοπικούς βιοτέχνες και εμπόρους, και άλλους παράγοντες πολιτικούς ή οικονομικούς, που συχνά δεν έχουν ουδεμία σχέση με την αρχική ταυτότητα του κάθε τοπικού πληθυσμού.
Η βιοτεχνική ανάπτυξη συνάντησε σοβαρά εμπόδια με τη γέννηση των βαλκανικών εθνικισμών. Η πρώτη εξέγερση των Σέρβων χωρικών στο Πασαλίκι του Βελιγραδίου το 1807, που οδήγησε στην αυτονομία της Σερβίας το 1815, η επανάσταση του 1821 που οδήγησε στην αυτονομία της Νότιας Ελλάδας το 1830 και μια ολόκληρη σειρά πολεμικών συγκρούσεων όπως ο Πόλεμος της Κριμαίας το 1853-56, ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος το 1876-77 που οδήγησε στο Συνέδριο του Βερολίνου το 1878, ο Σερβο – βουλγαρικός πόλεμος του 1885, ο Ελληνο – τουρκικός πόλεμος του 1897, οι Βαλκανικοί πόλεμοι του 1912-13, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και οι επιχειρήσεις του πάνω στη Βαλκανική γη, προκάλεσαν μια αλυσίδα αντίξοων καταστάσεων για τους Βαλκανικούς πληθυσμούς.
Το φαινόμενο της εξολόθρευσης ανθρώπινων ομάδων μικρών ή και μεγάλων, έγινε σύνηθες στα πλαίσια των εθνικών κρατών. Το πρόβλημα των προσφύγων από το ένα κράτος στο άλλο ή και εκτός Βαλκανικής, δεν έπαψε να υφίσταται. Συχνά αντάρτικες ομάδες έκαναν κλεφτοπόλεμο και συστηματική αρπαγή για να πιέσουν συγκεκριμένο πληθυσμό να λάβει θέση υπέρ του ενός ή του άλλου εθνικισμού.
Η αναζήτηση μιας εθνικής ταυτότητας στα πλαίσια μικρών κύκλων εμπόρων και διανοουμένων, και ο προπαγανδισμός εθνικισμών κατασκευασμένων στη βάση αρχαίων και μεσαιωνικών μυθολογιών, οδήγησε τους βαλκανικούς πληθυσμούς σε ατέλειωτες συγκρούσεις, που δεν άφησαν κανένα περιθώριο για μια βιομηχανική επανάσταση. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα βέβαια, το να μη δημιουργηθούν μεγάλες βιομηχανικές ζώνες και εργατικές τάξεις αριθμητικά σημαντικές.
Υπήρξε αντιθέτως δημιουργία σημαντικών αγροτικών στρωμάτων με την μετατόπιση πληθυσμών από τη μια περιοχή στην άλλη, ανάλογα με τα συμφέροντα της εθνικής ομογενοποίησης και ανάλογα με τις μονοκαλλιέργειες που ήταν της μόδας σε κάθε περίοδο.
Υπήρξαν απελάσεις πληθυσμών ή δημιουργία αρνητικών συνθηκών για κάποιους άλλους, ώστε να αναγκασθούν να εκπατριστούν. Αυτό άρχισε με τους Μουσουλμάνους της Κρήτης, που ονομάσθηκαν «Τουρκο – κρητικοί»(34), συνέχισε με τους Έλληνες της Βουλγαρίας το 1906, ύστερα με τους Έλληνες της Γιουγκοσλαβίας, συνέχισε στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων και της εκστρατείας της Κριμαίας, που ανάγκασε μια μερίδα των Ελληνο - Ποντίων να μεταναστεύσει στην Ελλάδα το 1919, με την ήττα του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία που ανάγκασε τους Έλληνες της Ανατολίας να καταφύγουν στην Ελλάδα, ώσπου η Συνθήκη της Λοζάννης νομιμοποίησε την Ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα στην Τουρκία, στη Βουλγαρία και στην Ελλάδα, φέρνοντας πάνω στη βαλκανική γη κοντά στα δύο εκατομμύρια πρόσφυγες.
Ο παρεμβατισμός των βαλκανικών κρατών στους τομείς της παραγωγής και του εμπορίου, εκδηλώθηκε με την καταστροφή των μεγάλων κοπαδιών και με την καθήλωση των κτηνοτρόφων σε γεωργικές γαίες, με τον εξαναγκασμό των βιοτεχνών στις Χώρες και στις Ζαγόρες να ασχοληθούν με τις μεγάλες μονοκαλλιέργειες, των δημητριακών, του αμπελιού, της ελιάς, του καπνού, του βάμβακος, των οπωροφόρων.
Η καταστροφή των μεγάλων κοπαδιών φτώχυνε τις βαλκανικές χώρες και η καθήλωση των κτηνοτρόφων σε γεωργικές εκτάσεις προκάλεσε ένα νέο ανακάτεμα πληθυσμών. Οι καθηλωμένοι κτηνοτρόφοι έχασαν σε μερικές γενιές την αρχική ταυτότητα και γλώσσα και υιοθέτησαν αυτές που κυριαρχούσαν στο χώρο της νέας κατοικίας τους.
Η έννοια της ιδιωτικής ιδιοκτησίας της γης οδήγησε πληθυσμούς μετακινούμενους παραδοσιακά σε μόνιμη εγκατάσταση που τους παγίδευσε και κατασκεύασε αγρότες άπειρους, που παράγουν προϊόντα κακής ποιότητας και ξοδεύουν αλόγιστα τις πρώτες ύλες και τις φυσικές πηγές.
Όλα σχεδόν αυτά τα λάθη επαναλήφθηκαν από τα σοσιαλιστικά καθεστώτα που εγκαταστάθηκαν μετά τον τελευταίο πόλεμο στο κέντρο και στο βορρά της βαλκανικής χερσονήσου. Τα καθεστώτα αυτά εμπόδισαν τη συγκέντρωση πληθυσμών στις μεγάλες πόλεις και πέτυχαν να ελέγξουν τις μετακινήσεις των πληθυσμών και την κινητικότητα των ατόμων. Αυτό υπήρξε αρνητικό για την οικονομία. Στην Ελλάδα όμως και στην Τουρκία ο έλεγχος αυτός στάθηκε αδύνατος. Η κεντρική εξουσία και των δύο χωρών ξεπεράστηκε από τα κοινωνικά και τεχνικά προβλήματα που προκάλεσε η εσωτερική μετανάστευση. Δικτατορικά καθεστώτα προσπάθησαν να ασκήσουν κάποιον έλεγχο στην άναρχη δόμηση και στην εγκατάσταση των χωρικών στις μεγάλες πόλεις και να κατευθύνουν τους εσωτερικούς μετανάστες προς το εξωτερικό, προς την κεντρική και δυτική Ευρώπη. Ύστερα στην Ελλάδα, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, το Παπανδρεϊκό καθεστώς έθεσε τέρμα στο μεταναστευτικό ρεύμα προς τις συμπρωτεύουσες Αθήνα και Θεσσαλονίκη, απονέμοντας κάποια φορολογικά προνόμια στους αγρότες και κάποια οικονομική βοήθεια στους κατοίκους των επαρχιών.
Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, παρατηρείται νέα κινητικότητα στους Βαλκανικούς πληθυσμούς.
Οι Αλβανοί πρώτα απ’ όλα κατευθύνθηκαν μαζικά προς τις χώρες όπου μετανάστευσαν παραδοσιακά: Την Ελλάδα και την Ιταλία. Η Τουρκία και ιδιαίτερα η Κωνσταντινούπολη δεν δέχθηκε αυτή τη φορά σοβαρό κύμα Αλβανών, παρά το ότι η Κωνσταντινούπολη αποτελεί την μεγαλύτερη αλβανική πόλη του κόσμου, με πάνω από ένα εκατομμύριο κατοίκους αλβανικής καταγωγής προερχόμενους από μεταναστευτικά κύματα πριν το τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.
Εκδηλώθηκε και μία σοβαρή μετακίνηση των τσιγγάνικων πληθυσμών της Βαλκανικής κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90. Οι Τσιγγάνοι, ένας πληθυσμός κατ’ εξοχήν φιλειρηνικός, που ασχολείται πάντα με τη μικρή βιοτεχνία, το μικρεμπόριο και τη μουσική, απομακρύνθηκαν μαζικά από τις ζώνες όπου εκδηλώθηκαν συγκρούσεις. Κατευθύνθηκαν προς την Ιταλία, την Γερμανία, την Γαλλία και προς την Ελλάδα.
Και γενικότερα παρατηρείται ένα ρεύμα των Βαλκανίων προς τις μεγάλες πόλεις.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε πως η αληθινή ιστορία των πληθυσμών της νοτιοανατολικής Ευρώπης δεν γράφτηκε ακόμα, μέχρι στιγμής. Γιατί η εθνικιστική άποψη της ιστορίας σε κάθε βαλκανική χώρα εμποδίζει την αντικειμενική έρευνα στις γραπτές πηγές και στα μνημεία που μας άφησε το παρελθόν.
Προσπαθήσαμε εδώ να συγκεντρώσουμε τα προβλήματα που τίθενται και να υπογραμμίσουμε τα φαινόμενα που απαιτούν έρευνα πλατιά και συνεπή, χωρίς απόψεις προκατασκευασμένες, χωρίς ρατσιστικές προκαταλήψεις, χωρίς θρησκευτικούς και πολιτικούς φανατισμούς. Η ιστορία των βαλκανικών πληθυσμών περιμένει τη συγγραφή της. Αναρωτιόμαστε όμως, αν και η ιστορία των πληθυσμών της υπόλοιπης Ευρώπης δεν πρέπει κι αυτή να ξαναγραφτεί.
Υποσημειώσεις
(1) Υποτίθεται ότι η μετακίνηση ανατολικών Γερμανικών φυλών ώθησε τους Σλάβους από την υποτιθέμενη αρχική κοιτίδα τους προς τα βορειοανατολικά και προς τα Βαλκάνια. ΄Οταν οι Γερμανικές φυλές μετακινήθηκαν από τα βόρεια παράλια της Μαύρης Θάλασσας, από τη Δακία και από το μέσο και κάτω Δούναβη προς τη Δύση, άφησαν ανοιχτό το δρόμο για τους Σλάβους προς τα νότια, προς τις χώρες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. ΄Ετσι τους βρίσκουμε κατά τον 5ο αιώνα πίσω απ΄τους Γέπιδες στην Τρανσυλβανία, στη Βεσσαραβία, στη Μολδαβία και στη Βλαχία, που ο ιστορικός Προκόπιος (6ος αιώνας) τις ονομάζει τότε Σκλαβηνίες. ΄Αλλοι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν πως οι Σλάβοι πίεσαν τις Γερμανικές φυλές να κατέβουν προς το νότο, γιατί οι Σλάβοι ήταν πιο πολεμικοί απ΄τους Γερμανούς. ΄Αλλοι λένε πως οι Γότθοι και άλλες γερμανικές φυλές εισχώρησαν στις χώρες των Σλάβων και κυριάρχησαν πάνω στις σλάβικες φυλές και ότι ο αλληλοσπαραγμός των Γερμανικών φυλών ώθησε κάποιες απ΄αυτές προς το εξασθενημένο ρωμαϊκό κράτος. Βρισκόμαστε λοιπόν χωρίς στοιχεία, ούτε καν ενδείξεις, στο πέλαγος των υποθέσεων.
(2) Η επιδρομή των λαών της θάλασσας που αναφέρεται στο κείμενο της εποχής του Ραμσή του 3ου σε τοίχο του ναού του Μεντινετ Χαμπού, γύρω στα 1190 π.Χ., αμφισβητείται σήμερα από τους ερευνητές χωρίς να δίνεται εξήγηση για την πτώση των Αυτοκρατοριών της εποχής του χαλκού.
(3) Η περίφημη επιγραφή της Λήμνου ανακαλύφθηκε το 1885 και θεωρήθηκε Τυρρηνική ή Ετρουσκική ή Πελασγική. Αποδόθηκε επίσης στους Κάρες, στους Λέλεγες, στους Ετεοκρήτες.
(4) Robert Morkot, Atlas de la Grèce Antique, Παρίσι, εκδ. Autrement, 1999.
(5) Στο «Ευρώπη, Ιστορία των λαών της», ο πολυσυζητημένος Jean-Batiste Duroselle, φαίνεται τόσο σίγουρος πως τα μεγαλιθικά μενχίρ και ντολμέν υπάρχουν μόνο στη δυτική Ευρώπη από το 3500 ως το 2000 π.Χ. και δεν μπορεί καν να διανοηθεί πως αυτά υπάρχουν και στα Βαλκάνια και στη Μικρασία, όπου όμως δεν τους δόθηκε αρκετή σημασία γιατί την ίδια εποχή έχουμε εδώ πολύ πιο σύνθετα δείγματα πολιτισμού (L’ Europe et ses peuples, Παρίσι, Hachette 1990).
(6) Maurice Olender, Les langues du Paradis, Aryens et Sémites : un couple providentiel, Παρίσι, Seuil, 1989. Παρ΄ όλο το θόρυβο που προκάλεσε στους πανεπιστημιακούς κύκλους της Γαλλίας η παραπάνω μελέτη, βλέπουμε ένα χρόνο μετά την έκδοσή της στο βιβλίο «Η Ευρώπη, Ιστορία των λαών της» του Jean-Baptiste Duroselle, Paris Hachette 1990 στο Κεφάλαιο: Η μεγάλη οικογένεια των Ινδοευρωπαίων (σελ.47). Ο Ινδοευρωπαϊκός μύθος θεωρείται ως δεδομένο. Δύο χρόνια μετά την έκδοσή της ο γνωστός Γάλλος Ιστορικός Georges Castellan στο βιβλίο του Histoire des Balkans, Fayard 1991 επιμένει στην παλιά μυθολογία (σελ.21, στο κεφάλαιο «Οι ΄Ανθρωποι») : «Οι πιο αρχαίοι Βαλκάνιοι είναι αναμφίβολα οι ΄Ελληνες και οι Ιλλυριοί-Αλβανοί. Ομιλούντες γλώσσες ινδο-ευρωπαϊκές, κινήθηκαν προς νότο, οι πρώτοι στα μέσα της δεύτερης χιλιετηρίδας π.Χ. όπου ανακατεύθηκαν με τους αυτόχθονες εξευγενισμένους από την Κρήτη για να δημιουργήσουν τον μυκηναϊκό πολιτισμό (1600-1100 π.Χ.) και ύστερα τον πολιτισμό της κλασσικής Αθήνας. Οι δεύτεροι γλύστρησαν από τη λεκάνη του Δούναβη ως τις ακτές της Αδριατικής, όπου διατηρήθηκαν επί δύο χιλιετηρίδες, χωρίς ν΄ αποφύγουν πολλαπλές επαναληπτικές εισδοχές άλλων λαών και κυρίως των Σλάβων, για να δόσουν τελικά τον αλβανικό λαό».
(7) Βλέπε Γ.Χ. Χουρμουζιάδη, Ινδοευρωπαίοι : ΄Ενα γοητευτικό παραμύθι, Εφημερίδα «Ριζοσπάστης» 19/1/1997 και οι Ινδοευρωπαίοι 1, 2 και 3 στο Ριζοσπάστη στις 2/1/1997, 2/2/1997 και 9/2/1997 αντίστοιχα.
Βλέπε και J.P. Mallory, Οι Ινδοευρωπαίοι, Αθήνα, εκδ. Δελφίνι, 1995.
(8) Μαρτίν Μπέρναλ, Η Μαύρη Αθηνά, New Jersey 1987 και Μαίτη Λέφκοβιτς, Η Μαύρη Αθηνά, Αθήνα, εκδ. Κάκτος 1997.
(9) Ε. Ζάχος, Φίλιππε Β΄ Δεύρο έξω, εφημερίδα Ελευθεροτυπία 13, Φεβρουαρίου 1978.
(10) Achille G. Lazarou, L’ Aroumain et ses rapports avec le grec, Θεσσαλονίκη, εκδ. Ινστ. Βαλκαν. Σπουδών 1986.
(11) Ο ΄Ερμιππος στην κωμωδία «Φορμοφόροι» (εκδ. Kock, τομ.Ι σελ.243 λέει : «Αι Παγασαί δούλους και στιγματίας παρέχουσι»).
(12) ΄Αννα Αβραμέα, Από τις κτήσεις του Αυτοκράτορα. Οι Θεσσαλικοί Σάλτοι. Θεσσαλικά χρονικά 1985. Βλέπε και Γ. Κορδάτου, Ιστορία επαρχίας Βόλου και Αγιάς σελ.146-147. Βλέπε και Μεγάλη Ελλ. Εγκυκλοπαίδεια στη λέξη Σάλτος Βουραμίνσιος.
(13) Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο ΙΕ 1-9. Από τους πρώτους αιώνες της χρονολογίας μας οι ληνοβάτες συμβολίζουν τους μάρτυρες της χριστιανικής θρησκείας και η ληνός, το πατητήρι, συμβολίζει το μαρτύριό τους και το μαρτύριο του Χριστού. Στα πλαίσια της λατινικής χριστιανικής παράδοσης που παρέμεινε στην κοινωνική πρόταση της καθήλωσης των νομάδων στους οικισμούς του αμπελώνα, αναπτύχθηκε ολόκληρη μυθολογία γύρω από τη λατρεία του «Ιερού Πιεστηρίου». ΄Απειρες είναι οι μικρογραφίες, οι υελογραφίες, τα ανάγλυφα στη Δύση και ιδαίτερα στη Γερμανία, που παριστάνουν το Χριστό φορτωμένο το σταυρό να πατάει σταφύλια στο πατητήρι και το αίμα του να χύνεται και ν΄ανακατεύεται με το ζουμί των σταφυλιών. Τα πιο ονομαστά απ΄αυτά τα έργα έφτιαξε ο Albrecht Durer γύρω στο 1500 για το μοναστήριο του Ansbach.
(14) Βλέπε : Προκοπίου ρήτορος του Καισαρέως περί των του Δεσπότου Ιουστινιανού Κτισμάτων. Λόγος Α΄ §2 «τους δε βίου δεομένους πλούτω πεποιημένος κατακορείν και τύχην αυτοίν την επηρεάζουσαν βιασάμενος, ευδαίμονι βίω την πολιτείαν ξυνώκισεν…» και Προκοπίου Καισάρως, Ανέκδοτα ή Απόκρυφη Ιστορία, Αθήνα, εκδ. ΄Αγρα, 1993, σελ. 143-44. Ο Προκόπιος οπαδός ο ίδιος του παλαιού δουλοκτητικού συστήματα, συνέταξε εδώ έναν μανιασμένο λίβελο ενάντια στον Ιουστινιανό κατηγορώντας τον για όλες τις αλλαγές που αναφέραμε παραπάνω.
(15) Ρίζος Αντ. Οι Βλάχοι της Λάρισας κατά τον 10ο αιώνα. Θεσσαλικό Ημερολόγιο τομ.21ος 1992 σελ.37. Βλέπε και Ζωή Παπαζήση-Παπαθεοδώρου, Τα τραγούδια των Βλάχων, Αθήνα, εκδ. Gutenberg, 1985. Στον πρόλογο ο καθηγητής της Κοινωνικής Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Μιχάλης Μερακλής προσπαθεί να δικαιολογήσει την έκδοση βλάχικων τραγουδιών δηλώνοντας πως είναι πλέον ακίνδυνα, αφού «η βλάχικη γλώσσα πεθαίνει πια με γοργό ρυθμό» κι αφού «η μελωδία τους δεν διαφέρει από τα ελληνικά τραγούδια των γειτονικών χωριών». Και δεν χάνει την ευκαιρία να υπενθυμίσει ότι θα οφείλαμε να ψάξουμε και για κάποιες συγγένειες των βλάχικων τραγουδιών με αρχαία ελληνικά ανάλογα(!) Στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση όμως υπερισχύει η άποψη ότι όταν χάνεται μια γλώσσα φτωχαίνει ο τόπος πολιτισμικά. Και μάλλον με την άποψη αυτή συντάσσονται οι ανά την Ελλάδα βλάχικοι Σύλλογοι.
(16) Πρόσφατα ο ιστορικός Καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.) Ιωάννης Χασιώτης κατά την εκλογή αναπληρωτή καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, κάλεσε το εκλεκτορικό σώμα να ψηφίσει ενάντια σε υποψήφιο, γιατί υποστήριξε πως οι Αλβανίτες κατέβηκαν στη νότια Βαλκανική τον 7ο με 8ο αιώνα, αντίθετα με την ισχύουσα άποψη πως κατέβηκαν τον 11ο αιώνα. Αγνοούσε σίγουρα την άποψη του Γάλλου μεσαιωνολόγου καθηγητή του Πανεπιστημίου της Τουλούζης Αλέν Ντυσελιέ που τη διατύπωσε στο 5ο Διεθνές Συμπόσιο του Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών, του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών στην Αθήνα το 1998. Βλέπε τα Πρακτικά του Συνεδρίου σελ.18. Alain Ducellier, Les Albanais Dans l’Empire Byzantin : De la communanté á l’ expansion, σελ.18-45.
(17) Ο καθηγητής της Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Ι. Γ. Κούμαρης στο άρθρο «Σλαύοι» της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας αναφέρει παραπλήσια εκδοχή : «Η δε εις την νεοελληνικήν εκ του μεσολατινικού sclavus με την σημασίαν του δούλος, ως και εις τας ευρωπαϊκάς γλώσσας εισχωρήσασα λέξις «σκλάβος» χρονολογείται αφ΄ής εποχής οι Γερμανοί επρομήθευον εις τας ευρωπαϊκάς δουλεμπορικάς αγοράς Σλαύους αιχμαλώτους». Αν όμως η μορφή sclavus είναι μεσολατινική, η κατάληξη –inus του esclavinus δηλώνει τον «σχεδόν δούλο», αυτόν που παρομοιάζεται με δούλο γιατί κάνει τις εργασίες-δουλείες του δούλου, ασχολείται με την καλλιέργεια της γής. Και οι πρώτες αναφορές των Σλάβων στους συγγραφείς των αρχών και των μέσων του 6ου αιώνα Ψευδοκαισάριο, Ιορδάνη, Προκόπιο, όπως και στους μεταγενέστερους Αγαθία, Πισίδη, Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο, μιλούν για Σκλαβινούς. Μια προσπάθεια ανάλυσης των εθνονύμων (φυλετικά εθνόνυμα, πολιτιστικά εθνόνυμα, πολιτικά εθνόνυμα, νεοφυλετικά εθνόνυμα) υπάρχει στο Ε. Ζάχος, Είμαστε Πόντιοι, Αθήνα 1984 στο κεφάλαιο Πόντιοι και Λαζοί, σελ.26-31.
(18) J. Cvijič, Remarques sur l’ Ethnographie de la Macedoine Paris 1917. Στο κεφάλαιο 2, Les noms ethniques.
(19) Σε πολλούς μεσαιωνικούς συγγραφείς η λέξη «απελάτης» σημαίνει «απόβλητος». Για παράδειγμα στον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο, ΄Εκθεσις της βασιλείου τάξεως, Β΄ 49 : «… εάν παντελώς εξαπορώσιν (οι στρατιώται) και ου δύνανται την ιδίαν στρατείαν εξυπηρετείν, τότε αδορεύονται και δίδονται εις απελάτας, εξ΄ών και Τζέκωνες αφορίζονται εις τα κάστρα…»
(20) Τον 7ο αιώνα καθιερώνεται η λατρεία των στρατιωτικών αγίων Γεωργίου, Δημητρίου, Αγίων Θεοδώρων κ.λ.π. συμβόλων των νομαδικών και ορεινών φιλών. Τότε και ο ΄Αγιος Δημήτριος της Θεσσαλονίκης, ρωμαίος ανθύπατος που εικονιζόταν πεζός και ένθρονος, άρχισε να φωτογραφίζεται καβαλάρης, πολεμιστής. Βλέπε και Ε. Zakhos Papazakhariou, Le thème printanier du heros dracontonctone dans les legendes d’ Albanie et de Grèce (Το θέμα του δρακοντοκτόνου ήρωα στους θρύλους της Αλβανίας και της Ελλάδας). Στο περιοδικό Le Foklore Macedonien, Σκόπια 1973 και C. Grozdanov, Les portraits des saints de Macedoine du IXe au XVIIIe diecles, Skopje 1983.
(21) Σχετικά με τη δημιουργία του Σλαβικού δόγματος από τους μαθητές του Πατριάρχη Φωτίου, Κύριλλο και Μεθόδιο. Tους δημιουργούς της Γλαγολιτικής γραφής, του πρώτου Κυριλλικού αλφαβήτου, βλέπε : Vladimir Topencharov, Constantino-Cirillo il filosofo. ABC del rinascimento, Sofia 1985. Βλέπε και Ε. Ζάχος-Παπαζαχαρίου, Βαλκανική Βαβέλ. Πολιτική Ιστορία των Αλφαβήτων που χρησιμοποιήθηκαν στα Βαλκάνια, στο : Γλώσσες, Αλφάβητα και Εθνική Ιδεολογία στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια, Αθήνα, εκδ. Κριτική 1999.
Ο Πατριάρχης Κων/πόλεως Φώτιος γράφει στο 867 καταδικάζοντας το διοικητικό σύστημα των Λατίνων και δεν πρέπει να ξεχνάμε τη φιλία που έδενε τον Ιερό Φώτιο, πρωτεργάτη του Σχίσματος του 857 με τον Μουσουλμάνο Εμίρη της Κρήτης.
(22) C. Jireček, Geschichte der Bulgaren, Πράγα 1876, Die Romanen in den Städten Dalmatíens während des Mittelalters, Βιέννη 1901-1903. Geschichte der Serben, Gotha 1911.
(23) Βλέπε το ομαδικό βιβλίο υπό την εποπτεία των Alexandre Popovic και Gilles Veinstein, Les Voies d’Allah, Παρίσι εκδ. Fayard 1996.
Αν λάβουμε υπ΄όψη ότι το Ισλάμ απέναντι στην ανερχόμενη πυραμιδωτή κοινωνική διαστρωμάτωση της ευρωπαϊκής φεουδαρχίας πρότεινε ένα κοινωνικό σχήμα οριζόντιο και μή συγκεντρωτικό, πολύ κοντά στον φυλετικό κοινοτισμό, τότε πρέπει να παραδεχθούμε ότι αποτελεί όντως την άκρα Αριστερά των Μέσων Χρόνων. ΄Αλλωστε όπως στον Αριστερισμό των νέων χρόνων στο Ισλάμ δεν υπάρχουν δόγματα παγιωμένα αλλά «δρόμοι» που εξελίσσονται και μεταλλάσσονται από πλευράς μοντέλων και ιδεολογικής φόρτισης, όπως τα καραβάνια μπορούν στο δρόμο ν΄αλλάξουν φορτίο.
(24) Βλέπε Προκοπίου, περί των του Δεσπότου Ιουστινιανού Κτισμάτων, Λόγος Β΄.
(25) Μ. Dando, Petite histoire des héresies pré-cathares en Occident, Cahiers d’ Etudes Cathares XXYIIIe Année, hiver 1977, 2e serie, no 76.
Jordan Ivanov, Livres et Legendes Bagomiles (aux sources du Catharisme), Paris Maisonneuve-La rose, 1976.
Πολ. Παπαχριστοδούλου, Οι Παυλικιανοί της Θράκης. Βλέπε και τους αιρετικούς βαλκανικής επιρροής που αναφέρει ο Ουμπέρτο Έκκο στο «΄Ονομα του Ρόδου». Αλβιγένους, Βάλδιους, Παταρίνους, Τάπεινες, Λυονιστές, Αρναλδιστές, Ελπιδιστές, Περιτμημένους, Ντολτσινιανούς.
(26) Για την καταγωγή και τη διασπορά των Τσιγγάνων στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια, χωρίς μυθολογήματα, βλέπε την εισαγωγή του : Ευστρατίου Χ. Ζεγκίνη, Οι Μουσουλμάνοι Αθίγγανοι της Θράκης, Θεσσαλονίκη, Ι.Μ.Χ.Α. 1994.
(27) Ibn Battuta, Voyages, Παρίσι, εκδ. Decouverte 1982, στον 2ο από τους τρείς τόμους.
(28) Βλέπε Ε. Ζάχος, Η. Πιάτσα, Αθήνα, Κάκτος, 1980. Στο κεφάλαιο Η Αγορά, Το Παζάρι, Η Πιάτσα.
(29) Στην ίδια παγίδα των Ευρωπαίων συγγραφέων πέφτουν και οι Νικόλας Βερνίκος και Σοφία Δασκαλοπούλου στο κεφάλαιο «Παζάρι» του βιβλίου τους : Στις απαρχές της Νεοελληνικής ιδεολογίας. Το Χρονικό της Δρόπολης, Αθήνα, εκδ. Τολίδη, 1999. Αντιμετωπίζουν το παζάρι με σημερινά κριτήρια, έξω απ΄την ιστορία του και το κρίνουν σαν…. τριτοκοσμικό φαινόμενο.
(30) Γεωργιάδη-Αρνάκη, Οι πρώτοι Οθωμανοί, Αθήνα 1947.
(31) Βλέπε Γιάννη Κορδάτου, Ιστορία της Επαρχίας Βόλου και Αγιάς, Αθήνα, εκδ. 20ος Αιώνας, 1960, σελ.182.
(32) Maurice Godelier, Le mode de production asiatique. Centre d’ Etudes et de Recherches Marxistes, Paris 1965. Και σε ελληνική μετάφραση : Ο Ασιατικός τρόπος παραγωγής και τα μαρξιστικά σχήματα εξέλιξης των κοινωνιών, Αθήνα, εκδ. Αύριο, χωρίς χρονολογία.
Βλέπε και «Εκλογή των νόμων εν συντόμω γενομένη παρά Λέοντος και Κωνσταντίνου των σοφών και φιλευσεβών βασιλέων από των Ινστιτούτων, των Διγέστων, του Κώδικος των Νεαρών του μεγάλου Ιουστινιανού διατάξεων, και επιδιόρθωσις εις το φιλανθρωπότερον εκτεθείσα εν μηνί μαρτίω ινδικτιόνος θ΄, έτους από κτίσεως κόσμου ς σλδ».
(33) Νικολαϊ Τόντοροφ. Η Βαλκανική Πόλη 15ος-19ος αιώνας. Κοινωνικο-οικονομική και δημογραφική ανάπτυξη, Αθήνα, Θεμέλιο, 1986. 2 τόμοι Βλέπε και : N. IORGA, Το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο, Αθήνα, Gutenberg, 1971.
(34) Βλέπε Κ. Özbaïri et E. Zakhos-Papazakhariou, Documents de tradition orale des musulmans Cretois. Turcica, Revue des Etudes Turques, Παρίσι 1974