Ήταν μια νεαρά που την έλεγαν Αικατερίνη. Μα τους Άγιους Πάντες ομορφοτέρα κορασίδα δεν έχω ματαδεί.
Ήτο εκ της φύσεώς της ξανθοτάτη, ευτραφής, με λευκοτάτη επιδερμίδαν. Σύχναζε μετά του εξαδέλφου της εις τα ζυθεστιατόρια πέριξ των Αμπελοκήπων. Πότε εις τα ΗΛΙΣΙΑ που ήτο λαμπρότατον κέντρον διασκεδάσεως, πότε εις την μπυραρίαν ΆΝΕΣΙ...
Την πρωία ηργάζετο εις το τέλος της Πανόρμου εις το εργοστάσιον που επεξεργάζοντο τα κουκούλια. Είχον ένα φίλον προϊστάμενον και είχε είπει ότι ήτο εργατικοτάτη, χαμηλοβλεπούσα αλλά και ταυτοχρόνως εσυχαίνετο την αδικίαν.
Εν ολίγοις την είχον ερωτευθεί. Ωσάν εσχόλαγον εκ της εργασίας της την ηκολούθην, εκ του μακρώθεν φυσικά δια να γιγνώσκω την ηθικήν της υπόστασιν.
Πλην όμως ήτο και κοκέτα σφόδρα. Ναι μεν πτωχοτάτη αλλά επρόσεχον την πτωχικήν της ενδυαμασίαν. Πάντα επερπατούσε από την πλευράν όπου ο αγωγιάτης με την νεροφόραν εκατέβρεχον την Πανόρμου. Σπανιότατα έπαιρνε τον δρόμο επί του "ποταμού" που διέσχισε την λεγομένην σήμερον Λουίζης Ριανκούρ. Τότε εμάζευον μαργαρίτας και άγρια λέλουδα πέριξ του "ποταμού" (ήτο ανοικτό τμήμα του υδραγωγείου που είχαν σάξει οι Ρωμαίοι....)
Την επαύριον ήτο η μεγάλη εορτή του Αγίου Θωμά. Όλοι οι πτωχοί και τίμιοι των Αθηνών θα επανηγύριζον εις το Γουδί... Ήτο βέβαιον ότι εκεί θα ήτο η νεαρά Αικατερίνη... Μου είπε ο φίλος μου ότι σχεδόν όλο το εργοστάσιον θα ήτο εκείθεν.
Επαρφουμαρίσθην, εφόρεσα την στολήν μου, ένεκα της περιστάσεως και όδευσα προς την περιοχήν που ήτο κατάφυτος και διατρεχομένη εξ ρυακίων εκ του Υμηττού. Ήταν όλοι εκεί. Ανάμεσα στα μικρά ρυάκια, ανάμεσα στις μικροτάτας λιμνούλας την ΕΊΔΟΝ... Ήτο ενδεδυμένη με τα λευκά της φορέματα. Με το πρόσωπόν της ολόλευκον.
΄Ω δολοφόνος των σκουλίκων
θεσπεσία Αικατερίνη.
Συ σκορπάς δροσιάν και χάριν
Έρωτα και ζωήν ....
Σκώληξ εις τας χείρας σας
δολοφονήστε με με τα βέλη του θεού Έρωτος...
Και τότε εξηφανίσθη πάραυτα κάθε χαρά. Κλάματα με έπιασαν ευθύς αμέσως...
Το χέρι της... Άδικος κατηραμένη ζωή... Την είχε χουφτώσει νεανίας έτερος πέριξ των οικείων της...
Έπνιξα τον πόνον μου στο καρβουνιάρικο του Κωστή... Συνοδεία μπεκρήδων και τρώγοντας σαρδέλες Μυτιλίνης...
Ήτο εκ της φύσεώς της ξανθοτάτη, ευτραφής, με λευκοτάτη επιδερμίδαν. Σύχναζε μετά του εξαδέλφου της εις τα ζυθεστιατόρια πέριξ των Αμπελοκήπων. Πότε εις τα ΗΛΙΣΙΑ που ήτο λαμπρότατον κέντρον διασκεδάσεως, πότε εις την μπυραρίαν ΆΝΕΣΙ...
Την πρωία ηργάζετο εις το τέλος της Πανόρμου εις το εργοστάσιον που επεξεργάζοντο τα κουκούλια. Είχον ένα φίλον προϊστάμενον και είχε είπει ότι ήτο εργατικοτάτη, χαμηλοβλεπούσα αλλά και ταυτοχρόνως εσυχαίνετο την αδικίαν.
Εκ της καθημερινής εφημερίδος ΆΜΥΝΑ των Αθηνών 1920 |
Εν ολίγοις την είχον ερωτευθεί. Ωσάν εσχόλαγον εκ της εργασίας της την ηκολούθην, εκ του μακρώθεν φυσικά δια να γιγνώσκω την ηθικήν της υπόστασιν.
Πλην όμως ήτο και κοκέτα σφόδρα. Ναι μεν πτωχοτάτη αλλά επρόσεχον την πτωχικήν της ενδυαμασίαν. Πάντα επερπατούσε από την πλευράν όπου ο αγωγιάτης με την νεροφόραν εκατέβρεχον την Πανόρμου. Σπανιότατα έπαιρνε τον δρόμο επί του "ποταμού" που διέσχισε την λεγομένην σήμερον Λουίζης Ριανκούρ. Τότε εμάζευον μαργαρίτας και άγρια λέλουδα πέριξ του "ποταμού" (ήτο ανοικτό τμήμα του υδραγωγείου που είχαν σάξει οι Ρωμαίοι....)
Την επαύριον ήτο η μεγάλη εορτή του Αγίου Θωμά. Όλοι οι πτωχοί και τίμιοι των Αθηνών θα επανηγύριζον εις το Γουδί... Ήτο βέβαιον ότι εκεί θα ήτο η νεαρά Αικατερίνη... Μου είπε ο φίλος μου ότι σχεδόν όλο το εργοστάσιον θα ήτο εκείθεν.
Επαρφουμαρίσθην, εφόρεσα την στολήν μου, ένεκα της περιστάσεως και όδευσα προς την περιοχήν που ήτο κατάφυτος και διατρεχομένη εξ ρυακίων εκ του Υμηττού. Ήταν όλοι εκεί. Ανάμεσα στα μικρά ρυάκια, ανάμεσα στις μικροτάτας λιμνούλας την ΕΊΔΟΝ... Ήτο ενδεδυμένη με τα λευκά της φορέματα. Με το πρόσωπόν της ολόλευκον.
΄Ω δολοφόνος των σκουλίκων
θεσπεσία Αικατερίνη.
Συ σκορπάς δροσιάν και χάριν
Έρωτα και ζωήν ....
Σκώληξ εις τας χείρας σας
δολοφονήστε με με τα βέλη του θεού Έρωτος...
Και τότε εξηφανίσθη πάραυτα κάθε χαρά. Κλάματα με έπιασαν ευθύς αμέσως...
Το χέρι της... Άδικος κατηραμένη ζωή... Την είχε χουφτώσει νεανίας έτερος πέριξ των οικείων της...
Έπνιξα τον πόνον μου στο καρβουνιάρικο του Κωστή... Συνοδεία μπεκρήδων και τρώγοντας σαρδέλες Μυτιλίνης...