ΜΟΥΤΖΟΥΡΕΣ
Έξη περικοκλάδες
στο χαρτί,
και δέκα αγαμίες
πλεχτήκανε και κάνανε
του κόσμου ιστορίες.
Κατά πως λέγανε λοιπόν,
μεγάλοι ποιητάδες
-Παιδί μου, κοίτα
για να δεις και πες μου την αλήθεια.
Έχεις κορίτσι
έμορφο ή έχεις την χείρα φίλη?
Πες μου αγόρι μου
καλό και θα πω την αλήθεια.
-Μπάρμπα μεγάλε
ποιητή της πλάσης πενεμένε
που να βρω
γκόμινα καλέ πες μου ταχιά να πάγω,
εγώ 'με άσχημος
πολύ και από τσουτσούνι τζίφος,
Είμαι παρέα
ολημερίς της θλίψης ερωμένος.
Έχω το κλάμα
εύκολο τα νεύρα μου τσαντάλια
αλλά από ποιήματα
πολλά ωσάν χαρτοπετσέτες
Την μια την γράφω
ποιητικώς στην άλλη ξεροχύνω
-Πω πω αγόρι μου
καλό, να φύγεις να λακίσεις.
Να πας Ομήρου 68
που μένουν ψυχολόγοι,
μονάχα κοίτα για
να δεις σταμάτα να με πρήζεις.
Τις πόρτες βρε
των εκδοτών άσε για κάνα άλλον….
Και άμα εκδόσεις
βρε γιαβρί το χρήμα το χεις φίνο…
Ο ΕΡΩΤΥΛΟΣ
Kόρη λιγνή και
λυγερή, κυρά μου σιτεμένη.
Του ποιητάκου
άρπαξε την ψώλα την βαρβάτη,
Γιατί η καύλα
θέριεψε, θεριό του έχει γένει.
Την μια βρε χύνει
μόνος του, την άλλη με πουτάνα.
Το βράδυ ντίρλα
γίνετε στα μπαρ ξεροσταλιάζει.
Άσε το άλλο μάτια
μου… την πέφτει σε χαχόλες
Την πέφτει βρε
στην φίλη του, την πέφτει στην ξαδέλφη,
την πέφτει και
στην θεία του που είναι πονεμένη.
Το δόντι της την
τρέλανε έχει και τον μαλάκα,
να τις λαλεί
ολημερίς για κόσμους πλανεμένους.
Πάρτε κορίτσια το
λοιπόν αυτούνον τον μαλεύρα
Που χει την
πούτσα όρθια και το μυαλό του λίγο.
Γιατί οι πόρτες
των εκδοτών έχουν φρακάρει πλέον….
Ο ΚΙΜΠΑΡΗΣ....
Είμαι εγώ ένας
ποιητής βαρβάτος και κιμπάρης.
Μονάχα καλοί μου
άνθρωποι είμαι λίγο μαλάκας.
Είμαι στην πλάση καθαρός
και το μυαλό μου φίνο.
Γράφω ποιήματα
τρελά και μαργαριταρένια.
Αλλά… μου λείπει
το μουνί την ψώλα μου να χώσω.
Αυτή την έκαμα
καλέ, λάστιχο την καημένη.
Την πιάνω τώρα, την πιάνω χτες, την πιάνω όλη μέρα.
Την πασπατεύω την
καλή, την έμορφη την ψώλα.
Αυτή μωρέ δεν
είναι πια ψωλή
είναι η φίλη μου η Καλή….
Βρε να την βάνω
δεν μπορώ, την λύση για να ευρώ
αλλά για του κόσμου
τον ντουνιά τις λύσεις έχω ούλες…
Και του εκδότη τα
μυαλά θα πάρω θα κυριεύσω…
ΝΑ ΜΗΝ ΣΚΟΝΤΑΦΤΕΙΣ...
Στου εκδότη τα
σκαλιά σκόνταψα και ΄πεσα κάτω.
και τα χαρτιά μου
μπέρδεψα μαζί και την λαλιά μου.
Θυμήθηκα τότες
που ΄γλυφα την κλειτορίδα τότες,
της γκομενίτσας
της Λενιώς που ήταν λαλημένη.
Αυτή νορμάλ δεν
ήτανε ήτανε τρελαμένη.
την μια της άρεσα
εγώ την άλλη ο μπάρμπα Τάσος.
Την άλλη έπαιρνε
που λες, λεξοτανίλ πέντε έξη…
Είχε που λέτε και
άλλο, εν πρόβλημα στην καρδιά της.
Την πείραζε που
ήτανε αδύνατη, σαν σκελετός ένα πράγμα…
Σαν έκανε έρωτα
μωρέ βαράγαν τα κανιά της
και πόναγε και
έσκουζε ωσάν την προβατίνα.
Τα κόκαλα, την
πόναγαν και οργασμό δεν είχε.
την μια την έκανα
νταντά την άλλη την θωπεύω,
την άλλη τις
έχωνα τον πούτσο μέσα στο στόμα.
Την πόναγαν τα
ούλα της, την πόναγαν τα δόντια
η γλώσσα της ήταν
έμορφη, μου θώπευε τον πούτσο.
Αλλά τα δόντια
της ωρέ βάραγαν και βάλανο και πόστη.
Τον Εμπειρίκο
ήξευρε από όξω η καημένη,
τον Εγγονόπουλο
έπαιζε στα χέρια της ένα πράγμα…
Εγώ τις μίλαγα
ωρέ με τα δικά μου λόγια,
τις έλεγα
ποιήματα καλά και φίνες ομιλίες.
Και αυτή μου είπε
τάχιστα…
-Να πας βρε
γρήγορα ταχιά στον Κώστα τον εκδότη…