05 Απριλίου 2015

Η ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΦΡΑΓΚΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΥΜΗΝ.






Ο Κωνσταντής ξανά, έσκυψε και ακούμπησε το αυτί του στην άσφαλτο. Ήταν στο ύψος του «τεκέ», σήμερα το λένε, «στροφή του Γιαννάκη».

Δύο τρεις ξέμπαρκοι γέροντες χασκογέλασαν και απευθυνόμενοι προς τον Κωνσταντή τον πείραξαν.... Δεν τους έφτασε όμως αυτό, άρχισαν να κάνουν φασαρία, κτυπώντας τα μπαστούνια στην άσφαλτο. Αυτός σηκώθηκε τους έβρισε και έτρεξε γρήγορα προς το Χεσόρεμα. Οι σπιτονοικοκυρές της Κούμης πήγαιναν με τα τυλιγμένα γιογιό τους και με ένα μπουκάλι νερό στο άλλο χέρι για να ξεπλύνουν το σκεύος. Άδειαζαν τις βραδινές ... συγκομιδές στο ρέμα και γύρισαν όλες κοιτάζοντας τον φουριόζο τον Κωσταντή που τρέχοντας έφτασε στον χωματόδρομο. Έσκυψε κουρελής και ξυπόλυτες ως ήταν, ξαναβάζοντας το κεφάλι στο χώμα, τον «άλυπα» όπως τον λεν, οι παλαιοί.

«Κωνσταντή Κωνσταντή με το μακρύ πουλί

σε γυρεύει η Μαργιορή»

Με τούτα τα χουνέρια, άρχισαν να γελάν οι Κυρίες με τον σαλό. «Πω δίπλα» φάνηκε η Ρούσα, η μάνα του Κωνσταντή, με ένα «στειλιάρι» και τον πήρε στο «κατόπι» βρίζοντας, όχι τον τρελοΚωσταντή, αλλά τον ανεπρόκοπο τον άντρα της, που την παράτησε για μια τσούπρα στην Κωστάτζα, με το καίκι του.

Η ζέστη είχε αρχίσει να γίνεται ανυπόφορη στην Κύμη. Τα μελτέμια δεν είχαν αρχίσει ακόμα. Το χεσόρεμα έβραζε. Οι κινήσεις γινόντουσαν όλο και πιό αργές. Χτες είχαν «φτάκει» τα μουλάρια, από τα βουνά του Μετοχίου, κουβαλώντας στις λινάτσες πάγο από το χιόνι που έβρισκαν, στις χαράδρες. Δεν είναι εύκολη δουλιά... Παράτολμοι νέοι, χωριάτες, από τα χωριά της Κούμης, σκαρφάλωναν, κατέβαιναν σε γκρεμούς κακορίζικους, με ένα σωρό κινδύνους.

Στα καφενεία της πλατείας ήταν μαζωμένοι, όλοι με τα καλά τους, οι «κόπρουνες» ντυμένοι με τα καλά τους. Κάθε εις είχε τον πύλον του, ακουμπισμένο εμφανώς. Δίπλα τους οι Κυρίες της καλής κοινωνίας. Ενδεδυμένες κοσμίως, με τα μακριά πανωφόρια τους, τις πολύχρωμες βεντάλιες και τις θερινές ομπρελίτσες.

«Κάτου» από την φλαμουριά έπαιζαν, ντυμένα ναυτάκια, όλα τα παιδιά της καλής κοινωνίας. Ο Κωνσταντής χαρούμενος με τόση μαρίδα δίπλα του γέλαγε από καρδιάς. «Κάτου» από την πλατεία «πω κάτου» πέρναγε ο φτωχόκοσμος. Άλλος πήγαινε στο σαμαράδικο, να πιει ένα ουζάκι. Άλλος πουλούσε χταπόδια. Είχε πέσει και παλαμίδα στην Λιανή Άμμο, κυνηγημένη από κανένα ξιφία και είχαν πάει πρωί πρωί με τα ταγάρια και την μάζεψαν. Δώρο, θείο, από το πουθενά. Τις καλύτερες τις πάστωνε το κάθε σπιτικό. Η Κούμη είχε μια χαρούμενη μέρα. Τζάμπα φαγί.
Ήταν μια συνηθισμένη ημέρα Κυριακής, με τον πάγο, κατεβασμένο από τα βουνά, να δροσίζει τους προύχοντες και τα παιχνίδια από τα χαμίνια στην πλατεία και «ούλες» τις γειτονιές...



Πέρασε το απόγευμα, ήλθε η νύχτα και το εργοστάσιο της Ηλεκτρικής Εταιρίας, έκλεισε το φως. Μόνο στην πλατεία, υπήρχαν φανοστάτες, με πετρέλαιο που είχε βάλει ο δήμαρχος. Ούλη η Κούμη κοιμόταν. Από τον Εριτσία, βγήκε δειλά δειλά ο κυρ Μανώλης, τράβηξε σιγά σιγά και αθόρυβα προς την Παναγιά και συνάντησε τον φίλο του τον Μ.... Αυτός κατέβηκε από το βουνό, με ένα τενεκέ ασβέστη. Τον είχε αγοράσει από το καμίνι, στην είσοδο της Κούμης που ‘σαχνε ασβέστη... Κίνησαν κατά «κάτου» το καλντερίμι, έκαναν τον σταυρό τους, μπρος από την Λιαουτσάνισα την Παναγιά, πέρασαν το ξωκλήσι του Άγιου Κυπριανού και σταμάτησαν. Ο κυρ. Μανώλης, έβγαλε από μια μάζα εφημερίδες, ένα μεγάλο πινέλο, βρήκαν ένα ξύλο, χοντρό και ανακάτεψαν τον ασβέστη.

Η Δευτέρα βρήκε την Κούμη, με το πρώτο μελτεμάκι. Χαρές και πανηγύρια. Κέφια, πάει η ζέστη που μας πήρε από κάτω. Όμως εις την τράπεζα, οι υπάλληλοι συζητούσαν αναμεταξύ τους. «Κι άλλος σταυρός», στην νέα άσφαλτο προς την Ενορία...

Όλη η Κύμη συζητούσε τα γεγονότα. Νέος σταυρός...Αυτήν την φορά ήταν κοντά δύο μέτρα... Ταυτόχρονα ένα νέο περίεργο γεγονός διαδραματίζονταν στις γειτονιές... Άφηναν ελεύθερη μια γουρούνα με τα μικρά τα γουρουνάκια της στέκουνταν πάνω στους τοίχους και σε απόλυτη ησυχία και τάξη περίμεναν το αφεντικό να τσιγκλίσει την γουρούνα με μια αξίνα. Αυτή αφηνιασμένη άρχιζε τότε να τρέχει και ξοπίσω της τα γουρουνάκια. Σχεδόν κανείς δεν ανέπνεε... Όλοι αφουγκράζονταν τον καλπασμό, τις φωνές και τις στριγγλιές των μικρών.... Μετά την έδεναν και έφευγαν όλοι.... Μετά  έκαναν και ένα άλλο «κουζουλό».

Όλο και πιότεροι έτρεχαν στις εισόδους την πόλης στα τρίστρατα, στις πλατείες και όπου ήταν ήσυχα και με σπουδαία ακουστική. Τούρλωναν τον κόλο πάνω και έβαζαν το αυτί τους στον άλυπα ή την άσφαλτο... Και συνοφρυωμένοι συζητούσαν ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΣΙΓΑΝΑ.... Σαν πλησίαζε παιδί σταματούσαν ή παπάς.... Τι συμβαίνει άραγες... Τι είναι αυτό που υπάρχει κάτω στα έγκατα της Κύμης?

Τα νυχτερινά σούρτα φέρτα, τα μεθύσια οι έρωτες μέρα με την ημέρα μειωνόντουσαν. Κάθε ημέρα ένας νέος σταυρός ζωγραφίζεται επί του εδάφους...


Απεσταλμένοι στέλνονται σε ούλα τα χωριά. Φτάνει ο πρώτος από την Οκτωνιά. Η ανωτάτη επιτροπή διάσωσης ακούει με προσοχή τον γέροντα.... « Στο χωριό Οκτωνιά της Εύβοιας, στη «βρύση του Άι Λια», οι χωρικοί λένε ότι όταν περνά κανείς από ‘κεί τα μεσάνυχτα, βλέπει ένα φάντασμα, ένα φάσμα, βλέπει μια γουρούνα με τα γουρουνόπουλα της»....

Σκέψεις... Τι είναι αυτό που μας συμβαίνει... Από το Νεοχώρι δηλαδή τα δύο χωριά την Νικολέτα και το άλλο το αρβανιτοχώρι φτάνει ο έτερος απεσταλμένος... Τίποτα... Κανείς δεν έχει ακούσει τίποτις. Ο δημοδιδάσκαλος βρίσκει την ευκαιρία να ξιφουλκήσει.... «Ας αφήσουμε τις μωροφιλοσοφίες. Θα εξηγείται το φαινόμενο επιστημονικώς» και κινεί να φύγει θυμωμένος. Ο ξυλουργός τον ειρωνεύεται... «Φύγε φύγε με τις επιστημονικούρες σου... Και σαν γίνει η Κούμη ένα γουρουνάδικο ολάκερο να σε δω τι θα κάμεις»... Έκλεισε την πόρτα πίσω του νευριασμένος και κοίταξε δεξιά αριστερά... Κανείς δεν τον έβλεπε.... Έσκυψε ακούμπησε το αυτί... και άκουσε με προσοχή τα τεκταινόμενα κάτω στα έγκατα της Κούμης... Σταυροκοπήθηκε.

Την επαύριον κυκλοφόρησε από την εφημερίδα ΓΡΗΓΟΡΕΙΤΕ του Αυγουστίνου Καντιότη που είχε φύγει από την Κύμη και μάλλον είχε πάει να νυμφευθεί την Φλώρινα σαν Επίσκοπος το εξής άρθρο.


ΔΙΑΤΙ ΠΑΤΕΙΤΕ ΤΟΝ ΤΙΜΙΟ ΣΤΑΥΡΟ...


Ολίγας μέρας πρ τς ναχωρήσεώς μου κ Κύμης, κποια ελαβς ψυχ μ πεσκέφθη κα μ πόνον ψυχς μο επε τ ξς·«Βλέπω να μεγάλο τοπον. Ες τος δρόμους τς πόλεώς μας, πάνω ες τά λιθάρια κα τς πλάκες χουν χαράξει τ σημεον το Σταυρο. Ενα εδα ες τν νορίαν τς Παναγίας. Αλλο ες κεντρικν δρόμον. Κα τρίτον ξω π τν Ι. Μητρόπολιν. Τώρα τελευταίως εδα ν χαράσσουν σταυρος κα ξω π τν Κύμην, ες τν δημοσίαν δν Κύμης-Χαλκίδος. Παντο Σταυροί! ᾿Απ τος δρόμους τς πόλεως περνον παιδιά, γυνακες, νδρες, παπάδες, δεσποτδες. περνον κα ζα κατάφορτα πο πατον κα κοπρίζουν τν Τίμιον Σταυρόν. Φρίκη μέ καταλαμβάνει. Δν ξέρω πολλ γράμματα κα λθα ν σ ρωτήσω· Ενε καλν ατ πο γίνεται; ᾿Επιτρέπει κκλησία ν τυπώνεται χάμω ες τν γν τ σημεον το Σταυρο; Τ λέγουν δι᾿ ατ τ ζήτημα τ βιβλία τς κκλησίας;» ᾿Ιδο πορία νς πιστο

Δι ν λύσω τν πορίαν ατήν, λαμβάνω τ ΠΗΔΑΛΙΟΝ, ναγιγνώσκω τν ΟΓ´. Κανόνα τς 6ης Οκουμενικς Συνόδου κα τν ρμηνεύω ες τν πισκέπτην μου· «᾿Επειδ μερικο χαράσσουν ες τ δαφος τν τύπον το Σταυρο, Οκουμενικ Σύνοδος προστάτει, πουδήποτε ερεθ κατ γς Σταυρς τυπωμένος ν ξαλείφεται κα ν χαλται δι ν μ καταπατται κα τιμάζεται δόξα μας, σημαία μας, τ νδοξον τρόπαιον τς χριστιανοσύνης. Οσοι δ ες τ ξς θελον χαράξει Σταυρος ες τ δαφος ν φορίζωνται». Κα ο χριστιανο τς ποχς κείνης συνεμορφώθησαν πρς τν διαταγν τς κκλησίας. κανες πλέον δν τόλμα ν χαράξει χάμω ες τν δρόμον τ ερν σύμβολον. Ο Τίμιος Σταυρς τιμτο πρεπόντως. Εφέρετο ες τς κεραίας τν πλοίων, ες τς κορυφς τν ατοκρατορικν λαβάρων κα σημαιν, ες τ ψη τν τρούλλων κα κωδωνοστασίων, ες τς εκόνας, ες τ ξαπτέρυγα. ᾿Εστόλιζε τ στήθη παιδιών κα παρθένων κα φυλάσσετο ελαβς ες τος κόρφους τν πιστν. Κα Σταυρς ατς στω κα ἐὰν το π ξύλον πεύκης πο ρράντιζον τ δάκρυα βοσκο καμε θαύματα. Ο Σατανς βλέπων τν Τίμιον Σταυρν φριττε κα φευγε μακράν. Φύλαξ τς Οκουμένης, πλον ἀήτητον, λπς κα σωτηρία το κόσμου Σταυρός. — ᾿Αλλ τώρα. γαπητέ μου φίλε, πο πίστις σβύνει, Σταυρς περιφρονεται, χαράσσεται πάνω ες τος δρόμους, κα καταπατεται π πόδια ζώων κα νθρώπων. κανες δν συγκινεται. Οτε ο λεγόμενοι «ρμόδιοι». Τέτοιαν περιφρόνησιν δν εδον ο αἰῶνες. Κύριέ μου! Ο Σταυρός Σου καταπατεται κα λιος δν κρύπτει τς κτνας κα γ δν σείεται; Δόξα τ μακροθυμίᾳ Σου, Κύριε —Ποοι ράγε ν ενε κενοι, ο ποοι χάραξαν ες τος δρόμους τς Κύμης τν Σταυρν κα διατ τ καμαν; ᾿Αγνο. ᾿Αλλ ποιοι κα ἐὰν σαν διέπραξαν σέβειαν ξίαν θρήνων πολλν. ᾿Εκολάσθησαν. Κα χι μόνον ατοί, λλ κα σοι περνον π τος δρόμους κα τν καταπατον. Ομοιοι μ ατούς κα χειρότεροι, ενε σοι δν πατον μν μ τ πόδια, λλ μ τν γλσσαν πο βλασφημε μέραν κα νκτα τν παίρνουν κα τνῥίπτουν ες τν λάσπην, τν τιμίαν.
Κυμαοι! Γνωρίζω τν πρς τ κήρυγμα γάπην κα κτίμησίν σας. Δι τοτο μ τ φυλλάδιον «ΓΡΗΓΟΡΕΙΤΕ» σς φωνάζω κα σς παρακαλ, πως νδιαφερθτε ζωηρς. ρευνήσατε κα που νακαλύψετε χάμω ες τν δρόμον τν τύπον το Σταυρο ν τν ξαλείψητε, δι ν μ καταπατετε. Δι κάθε πάτημα Σταυρο χετε εθύνην μεγάλην. Δν εσθε λλόπιστοι, πο βάζουν χάμω τν Σταυρόν κα τν πατον. Εσθε χριστιανο Ελληνες. Σημαα σας Σταυρός. Πς τν πατετε; ᾿Εν μως παρ τν γραπτν ατν εδοποίησιν διαφορήσητε κα τ παιδιά σας κα α γυνακες σας κα τ ζα σας ξακολουθον ν πατον τ ερν σύμβολον, τότε κλαίω δι σς. Φοβομαι, μήπως δυστύχημα, συμφορά, πιδημία, ξεσπάση ες τν ραίαν σας πόλιν κα δν προφθάνετε ν κάμετε σταυρος δι μνήματα. ᾿Αλλ Κύριε! Φεσαι το λαο σου, διότι ν γνοίᾳ μάρτησεν. Δν εχε διαφωτισθ καταλλήλως. ᾿Αλλ τώρα πο διαφωτίζονται λοι θ κινηθον δι τν ξάλειψιν το κακο.
Τατα, γαπητοί, Κυμαοι, κα προφορικς θ σς λεγον π το μβωνος το Μητρ. Ναο το Αγίου ᾿Αθανασίου ες τ σπεριν κηρύγματα, ες τ ποα μ τόσην προθυμίαν μικρο κα μεγάλοι τρέχατε. ᾿Αλλ τώρα ερίσκομαι μακράν. Τ διατ ενε γνωστν ες λους σας. Ιλεως ς γίνη Θες ες τους διώκτας το κηρύγματος. ᾿Αλλ κα μακρν ερισκόμενος δν θ παύω π καιρν ν κδίδω τ ΓΡΗΓΟΡΕΙΤΕ κα ν καλμεν τν λαόν μας ες μετάνοιαν κα πιστροφήν. Καί, πλν τν συγχρόνων γραμματέων κα Φαρισαίων, λαός μας κούει τν φωνν τς ᾿Αληθείας.
᾿Εκλεκτ παιδι τς Κύμης. ᾿Εμπρς κινηθτε. ᾿Εντός μις βδομάδος χάμω ες τν γν οτε νας Σταυρς δν πρέπει ν ενε ζωγραφισμένος. Σβύσετέ τον Κανένα μ φοβηθετε. ᾿Εκτελετε κανόνας Οκουμενικν Συνόδοων, τος ποίους ποστηρίζει τό Σύνταγμα τν Ελλήνων. Ο Θεός μαζύ σας.
ΤΥΠΟΙΣ- ΙΩ. ΚΑΛΛΙΑΝΟΥ-ΚΥΜΗ


Διχογνωμία Η μισή Κύμη έσβηνε τους σταυρούς. Η άλλη μισή τις νύχτες έβαφε σταυρούς. Στην ανωτάτη επιτροπή έγινε σχίσμα. Οι γραμματιζούμενοι και οι θεοσεβούμενοι έφυγαν. Έμειναν οι πρακτικοί άνθρωποι. Οι άνθρωποι που ακούν το υπόγειο σούρτα φέρτα των εγκάτων της Κύμης.

Τώρα από τα μπαλκόνια οι γυναίκες της εκκλησίας έριχναν νερό με τους κουβάδες σε όσους έστηνα αυτί στους δρόμους.

Την επομένη έφτασε πο το Αλιβέρι ο κυρ Γιακουμής. Ήτο μελανός και κάτωχρος. Πήγε ντουγρού στην επιτροπή. Όμως κυνηγημένη αυτή από τους θρησκόληπτους που τους κατηγορούσαν για οπαδούς του σατανά είχαν αφήσει το στέκι τους. Με τα χίλια ζόρια έμαθε ότι συνεδριάζουν το απόγευμα στο νταμάρι μεταξύ Κύμης και Ενορίας. Έτρεξε ήπιε νερό στην δημόσια βρύση και τους βρήκε συνοφρυωμένους... Και τους τα είπε χωρίς περικοκλάδες.

« Στο Αλιβέρι της Εύβοιας, στέκει από την εποχή των Ενετών ένα κάστρο στον λόφο κοντά στο Μυλάκι, κι ένας πύργος στη θέση Ματσουκέλα (κοντά στις εγκαταστάσεις της ΔΕΗ). Το κάστρο και ο πύργος συνδέονται με υπόγεια στοά που έχει μήκος περίπου δύο χιλιόμετρα. Το κάστρο λέγεται «Ριζόκαστρο» (το παλαιότερο φράγκικο οχύρωμα της Εύβοιας, προσβάσιμο από τον δρόμο που πάει στην Κύμη).
Στο εσωτερικό του υπάρχει ένας μικρός τετράγωνος πύργος που αποτελούσε τελευταία προφυλακή στην περίπτωση που ο εχθρός κυρίευε το κάστρο, κι από εκεί κάτω ξεκινάει η στοά. Αυτά τα οχυρώματα τα κατασκεύασε η ενετική οικογένεια Protimo. Ο φράγκικος θυρεός της οικογένειας και του κάστρου απεικονίζει μια Γουρούνα με επτά γουρουνάκια. Ο θρύλος λέει ότι τα χρυσά ομοιώματα αυτής της Γουρούνας με τα γουρουνάκια της είναι θαμμένα εκεί…»

Tον ευχαρίστησαν και σώπασαν σκεπτικοί. Σκώθηκε ο ταβερνιάρης ο Σκυριανός και ξεφώνησε ένα λόγο αποφασιστικό...

«Η Κούμη αδέλφια χάνεται. Κάθε ημέρα από τα έγκατα της γης οι γουρούνες και τα γουρουνάκια τους αβγαταίνουν. Από παντού ακούγονται καλπασμοί και στριγκλιές. Ήδη σε μερικά σπίτια ραγίζουν οι τοίχοι σαν να θέλουν οι τρίβολοι να βγουν στην επιφάνεια.... Θα πρέπει να κάνουμε ένα τέχνασμα... Την ημέρα που μαζεύονται ούλοι στον Προφήτη Ηλία με τις εικόνες πο όλες τις εκκλησιές της Κύμης θα δράσουμε... Θα πάμε σε όλα τα ορυχεία στις μπούκες γύρω πω την Κύμη και στο Έτζι και θα λευτερώσουμε τις γουρούνες με τα γουρουνάκια τους θα ξεσφραγίσουμε όλες τις μπούκες και θα τις οδηγήσουμε στις χαράδρες και θα τις κάψουμε με βέλη Ελληνικά. Έτσι θα γλιτώσουμε από τους Φράγκους τους δαίμονες της υφηλίου...»...

Την ημέρα που όλοι ήταν στον Προφήτη Ηλία στην Κούμη συνετελέστη η μεγαλυτέρα σφαγή Φράγκων εις την σύγχρονον ιστορία... Πλην όμως και χάρις στην αμέλεια δύο τσομπάνηδων δύο τρεις γουρούνες ξέφυγαν.... Γι αυτό σαν βάλετε το αυτί σας χάμω ..... Ετοιμαστείτε για το μέλλον...