02 Σεπτεμβρίου 2014

Οι σύγχρονες Θέσεις περί του Πρωτείου της Εκκλησίας ανάμεσα της Ρώσσικης Ορθοδόξου Εκκλησίας και της εν Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κωσταντινουπόλεως... Ή αλλιώς τι θα γίνει ΣΥΝΤΟΜΑ στον κόσμο της Ανατολής...

Παραθέτω τα δύο αυτά κείμενα προς όλο το κοινό. Το θέμα φυσικά είναι ουσιαστικό και αποτελεί ΉΔΗ θέμα προς μια νέα σχάση ανάμεσα στην Ορθοδοξία.... Επίσης είναι θέμα βαθύτατα πολιτικό και έχει τρομερές επιδράσεις στην κοινωνία της Ανατολής...... Είδωμεν....


Πρώτα η Ρώσσικη εκδοχή περί του Πρωτείου... εκ του  http://www.tomtb.com/category/διαχριστιανικοί-διάλογοι-και-αντίλο/

Η θέση του Πατριαρχείου Μόσχας περί πρωτείου σε παγκόσμιο
επίπεδο

 Από Mospat.ru

Το κείμενο υιοθετήθη υπό της Ιεράς Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίαςκατά τη συνεδρία της 25-26 Δεκεμβρίου 2013 (Πρακτικά № 157).
Πολλάκις ανέκυπτε το θέμα πρωτείου σε παγκόσμιο επίπεδο εντός της Εκκλησίας κατά τη διάρκεια των εργασιών της Διεθνούς Μικτής Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας με απόφαση της 27ης Μαρτίου 2007 ανέθεσε την εξέταση του θέματος στη Συνοδική Θεολογική Επιτροπή προκειμένου να εκπονηθεί η επίσημη θέση του Πατριαρχείου Μόσχας (Πρακτικά № 26). Εν τῳ μεταξύ στη συνεδρία της 13ης Οκτωβρίου 2007 της Μικτής Επιτροπής στη Ραβέννα, απουσί της αντιπροσωπείας της Ρωσικής Εκκλησίας και άνευ γνώμης αυτς, υιοθετήθη κείμενο υπό τον τίτλο «Εκκλησιολογικαί και κανονικαί συνέπειαι της μυστηριακής φύσεως της Εκκλησίας».
Αφού εξέτασε το κείμενο της Ραβέννας, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας δεν απεδέχθη το μέρος εκείνο, όπου γίνεται λόγος περί συνοδικότητας και πρωτείου επί του παγκοσμίου επιπέδου εντός της Εκκλησίας. Εφόσον το κείμενο της Ραβέννας διακρίνει μεταξύ τριών επιπέδων εκκλησιαστικής διοικήσεως,δηλονότι του τοπικού, του επαρχιακού και του παγκοσμίου, η ως κάτω θέση του Πατριαρχείου Μόσχας περί πρωτείου επί του παγκοσμίου επιπέδου εντός της Εκκλησίας εξετάζει το θέμα αυτό επίσης σε τρία επίπεδα.
1. Στην Αγία του Χριστού Εκκλησία το πρωτείο κατά πάντα ανήκει στην Κεφαλή της τον Κύριο και Σωτήρα ημών Ιησού Χριστό, Υιό του Θεού και Υιό του Ανθρώπου. Κατά τον Άγιον Απόστολο Παύλο, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός «στιν  κεφαλ το σώματος, τς κκλησίας ς στιν ρχή, πρωτότοκος κ τν νεκρν, να γένηται ν πσιν ατς πρωτεύων» (Κολ. 1,18).
Κατά την αποστολική διδασκαλία, « Θες το Κυρίου μν ᾿Ιησο Χριστο πατρ τς δόξης, γείρας ατν κ νεκρν, κάθισεν ν δεξι ατο ν τος πουρανίοιςπεράνω πάσης ρχς κα ξουσίας κα δυνάμεως κα κυριότητος κα παντςνόματος νομαζομένου ο μόνον ν τ αἰῶνι τούτλλ κα ν τ μέλλοντι…καατν δωκε κεφαλν πρ πάντα τ κκλησίτις στ τ σμα ατο» (Εφ. 1, 17-23).
Η Εκκλησία, ούσα επί της γης, δεν είναι μόνο η κοινωνία των εις Χριστόν πιστευόντων, αλλά και ο Θεανθρώπινος οργανισμός: «Υμες δέ στε σμα Χριστο καμέλη κ μέρους» (Α΄ Κορ. 12,27).
Συνεπώς, οι ποικίλες μορφές του πρωτείου στην Εκκλησία εν τῃ ιστορική της πορεία σε αυτό τον κόσμο, είναι επουσιώδεις σε σχέση με το αιώνιο πρωτείο του Χριστού ως Κεφαλής της Εκκλησίας, διά του Οποίου ο Θεός Πατήρ «ποκαταλλάσσει τπάντα ες ατόν, ερηνοποιών δι' ατο ετε τ π τς γς ετε τ ν τος ορανος» (Κολ. 1,20). Το πρωτείο στην Εκκλησία πρέπει να είναι κυρίως διακονία καταλλαγής, αποβλέπουσα στη διασφάλιση της αρμονίας, συμφώνως προς τον Απόστολο, ο οποίος καλεί «τηρεν τν νότητα το Πνεύματος ν τ συνδέσμ τς ερήνης» (Εφ. 4,3).
2. Το πρωτείο όπως και η συνοδικότητα, στην εν τ αιώνι τούτ Εκκλησία του Χριστο, είναι απο τις θεμελιώδεις αρχές της δομής της. Σε διάφορα επίπεδα της υπάρξεως της Εκκλησίας το ιστορικώς διαμορφωθέν πρωτείο έχει διαφορετική φύση και διαφορετικές πηγές. Αυτά τα επίπεδα είναι:
(1) η επισκοπή, (2) η Αυτοκέφαλος Τοπική Εκκλησία και (3) η ανά την Οικουμένη Εκκλησία.
(1) Σε επίπεδο της επισκοπής το πρωτείο ανήκει στον Επίσκοπο. Το πρωτείο του Επισκόπου στην ιδίαν αυτού επισκοπή έχει σταθερά θεολογικά και κανονικά ερείσματα, τα οποία ανάγονται στην εποχή της πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας. Συμφώνως προς τη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, «τ Πνεμα τ Αγιον θετο τους Επισκόπους ποιμαίνειν τν κκλησίαν το Κυρίου κα Θεο ν περιεποιήσατο διτο δίου αματος» (Πραξ. 20,28). Η διά της χειροτονίας [1] μεταδιδόμενη αποστολική διαδοχή αποτελεί πηγή πρωτείου του Επισκόπου στην ιδίαν αυτού Επισκοπή.
Το επισκοπικό λειτούργημα είναι το εκ των ων ουκ άνευ θεμέλιο της Εκκλησίας: «Ο Επίσκοπος είναι εν τ Εκκλησί και η Εκκλησία είναι εν τ Επισκόπ και όποιος δεν είναι μεθ΄ Επισκόπου ευρίσκεται εκτός Εκκλησίας» (ιερομάρ. Κυπριανού Καρθαγένης[2]).
Ο ιερομάρτυς Ιγνάτιος ο Θεοφόρος παρομοιάζει το πρωτείο του Επισκόπου εν τῃ Επισκοπή αυτοῦ με την ηγεμονία του Θεού: «Παραινν μονοί θεο σπουδάζετε πάντα πράσσειν, προκαθημένου το πισκόπου ες τόπον θεο κα τν πρεσβυτέρων ες τόπον συνεδρίου τν ποστόλων, κα τν διακόνων τν μο γλυκυτάτων πεπιστευμένων διακονίαν ησο Χριστος πρ αώνων παρ πατρ ν κα ν τέλειφάνη» (Προς Μαγνησιείς, ΣΤ΄).
Εν τῃ εκκλησιαστική αυτοῦ περιοχή ο Επίσκοπος κατέχει την πληρότητα της μυστηριακής, της διοικητικής και της διδακτικής αυθεντίας. Διδάσκει ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος: «Μηδες χωρς το πισκόπου τι πρασσέτω τν νηκόντων ες τνκκλησίαν. κείνη βεβαία εχαριστία γείσθω,  π πίσκοπον οσα   ν ατςπιτρέψ… οκ ξόν στιν χωρς το πισκόπου οτε βαπτίζειν οτε γάπην ποιενλλ ̓  ν κενος δοκιμάσ, τοτο κα τ θε εάρεστον, να σφαλς  κα βέβαιον πν  πράσσετε» (Προς Σμυρναίους Η΄).
Εν τῃ Ευχαριστίᾳ με τον πλέον έντονο τρόπο φανερούται η μυστηριακή αυθεντία του Επισκόπου. Εν τῃ τελέσει αυτής ο Επίσκοπος είναι εικών του Χριστού, εκπροσωπώνμεν την Εκκλησία των πιστών ενώπιον του Θεού και Πατρός, και ευλογών δε τους πιστούς και ανατρέφων αυτούς δι΄αληθινού πνευματικού βρώματος και πόματος του Μυστηρίου της Ευχαριστίας. Ως κεφαλή της επισκοπής του ο Επίσκοπος προΐσταται του συλλείτουργου, χειροτονεί και διορίζει κληρικούς σε εκκλησιαστκές ενορίες, παρέχων άδεια διά την τέλεση της Ευχαριστίας και λοιπών Μυστηρίων και ιεροπραξιών.
Η διοικητική αυθεντία του Επισκόπου εκδηλούται στην υποταγή σε αυτόν των κληρικών, των μοναχών και των λαϊκών της επισκοπής, των ενοριών και των Ιερών Μονών (εκτός σταυροπηγιακών) καθώς και των διαφόρων ιδρυμάτων της επισκοπής (εκπαιδευτικών, φιλανθρωπικών κλπ.).
Ο Επίσκοπος είναι εκείνος ο οποίος εκδικάζει υποθέσεις εκκλησιαστικών παραβάσεων. Οι Αποστολικοί Κανόνες αναφέρουν: «Πάντων τν κκλησιαστικν πραγμάτων πίσκοπος χέτω τν φροντίδα, κα διοικείτω ατά» (Κανών ΛΗ΄), «Ο πρεσβύτεροι, κα ο διάκονοι, νευ γνώμης το πισκόπου μηδν πιτελείτωσαν ατς γρ στν πεπιστευμένος τν λαν το Κυρίου, κα τν πρ τν ψυχν ατν λόγονπαιτηθησόμενος» (Κανών ΛΘ΄).
(2) Σε επίπεδο της Τοπικής Αυτοκεφάλου Εκκλησίας το πρωτείο ανήκει στον Επίσκοπο, ο οποίος εκλέγεται Προκαθήμενος της Τοπικής Εκκλησίας υπό της Συνόδου των Επισκόπων αυτής [3]. Συνεπῶς, η εκλογή υπό της εχούσης την πληρότητα της εκκλησιαστικής αυθεντίας Συνελεύσεως (ή της Ιεράς Συνόδου) του πρώτου Επισκόπου αποτελεί πηγή πρωτείου σε επίπεδο της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας. Το πρωτείο αυτό έχει σταθερά κανονικά ερείσματα, τα οποία ανάγονται στην εποχή των Οικουμενικών Συνόδων.
Η αυθεντία του Προκαθημένου σε μια Τοπική Αυτοκέφαλο Εκκλησία διαφέρει από την αυθεντία του Επισκόπου στην εκκλησιαστική του περιοχή: πρόκειται για την αυθεντία του πρώτου μεταξύ ίσων Επισκόπων. Ασκεί τη διακονία του πρώτου συμφώνως προς την κοινή κανονική παράδοση της Εκκλησίας, όπως εκφράζεται στον ΛΔ΄ Αποστολικό Κανόνα: «Τος πισκόπους κάστου θνους εδέναι χρή τνν ατος πρτον, κα γεσθαι ατν ς κεφαλήν, κα μηδν τι πράττειν νευ τςκείνου γνώμης κενα δ μόνα πράττειν καστον, σα τ ατο παροικί πιβάλλει, κα τας π' ατν χώραις. λλ μηδ κενος νευ τς πάντων γνώμης ποιείτω τι. Οτω γρ μόνοια σται, κα δοξασθήσεται  θεός, δι Κυρίου, ν γί Πνεύματι Πατήρ, κα  Υός, κα τ γιον Πνεμα».
Οι αρμοδιότητες του Προκαθημένου της Τοπικής Αυτοκεφάλου Εκκλησίας καθορίζονται από τη Συνέλευση (Σύνοδο) και κατοχυρώνονται στον Καταστατικό Χάρτη. Ο Προκαθήμενος της Τοπικής Αυτοκεφάλου Εκκλησίας είναι Πρόεδρος της Συνελεύσεως (ή της Συνόδου) αυτής.
Τοιουτοτρόπως ο Προκαθήμενος εν τῃ Τοπική Αυτοκεφάλῳ Εκκλησία δεν έχει τη μονοπρόσωπη εξουσία, αλλά τη διοικεί συνοδικώς σε συνεργασία με τους υπόλοιπους Επισκόπους [4].
(3) Σε επίπεδο της Οικουμενικής Εκκλησίας ως κοινότητας των κατά τόπους Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, διά της κοινής ομολογίας πίστεως ενωμένων εν μία οικογενεί και τελούντων εν τ μυστηριακή μετ΄ αλλήλων κοινωνί, το πρωτείο καθορίζεται συμφώνως προς την παράδοση των Ιερών Διπτύχων και είναι πρωτείο τιμής.
Η παράδοση αυτή ανάγεται στους κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων (Γ΄ της Β΄ Οικουμενικής, ΚΗ΄ της Δ΄ Οικουμενικής και ΛΣΤ΄ της ΣΤ΄ Οικουμενικής) και επιβεβαιούται κατά τη διάρκεια της εκκλησιαστικής ιστορίας από τις πράξεις των Συνόδων των επιμέρους Τοπικών Εκκλησιών καθώς και από τη λειτουργική πράξη της μνημονεύσεως των Προκαθημένων των λοιπών κατά τόπους Εκκλησιών από τον Προκαθήμενο εκάστης Αυτοκεφάλου Εκκλησίας συμφώνως προς την κατάταξή των στα Ιερά Δίπτυχα.
Άλλαζε η κατάταξη αυτή κατά τη διάρκεια της ιστορίας. Την πρώτη χιλιετία της εκκλησιαστικής ιστορίας το πρωτείο τιμής ανήκε στο θρόνο της Ρώμης [5]. Μετά τη διακοπή της ευχαριστιακής κοινωνίας μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως το δεύτερο ήμισυ του ΙΑ΄ αιώνος τα πρωτεία στην Ορθόδοξη Εκκλησία περιήλθαν στον επόμενο κατά σειρά Ιερών Διπτύχων θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Έκτοτε έως και σήμερα τα πρωτεία τιμής σε παγκόσμιο επίπεδο στην Ορθόδοξη Εκκλησία ανήκουν στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ως πρώτο μεταξύ ίσων Προκαθημένων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Σε επίπεδο της ανά την Οικουμένη Εκκλησίας είναι η παγιωθείσα στα Ιερά Δίπτυχα και αναγνωρισμένη υφ' όλων των κατά τόπους Αυτοκεφάλων Εκκλησιῶν κανονική παράδοση της Εκκλησίας η οποία αποτελεί πηγή πρωτείου τιμής.
Το περιεχόμενο του πρωτείου τιμής σε παγκόσμιο επίπεδο δεν καθορίζεται από τους κανόνες των Οικουμενικών ή Τοπικών Συνόδων. Οι κανόνες επί των οποίων στηριζονται τα Ιερά Διπτυχα, δεν παρέχουν σε πρώτο (ο οποίος την εποχή των Οικουμενικών Συνόδων ήταν Επίσκοπος Ρώμης) κάποιες εξουσιαστικές αρμοδιότητες εντός πλαισίων της καθόλου Εκκλησίας [6].
Οι εκκλησιολογικές αλλοιώσεις, διά των οποίων στον πρώτο επί του παγκοσμίου επιπέδου αποδίδονται διοικητικές λειτουργίες, χαρακτηριστικές του πρώτου σε υπόλοιπα επίπεδα της εκκλησιαστικής οργανώσεως, στην πολεμική φιλολογία της δευτέρας χιλιετίας απέκτησαν την ονομασία του «Παπισμού».
3. Επειδή είναι διαφορετική η φύση του πρωτείου σε διάφορα επίπεδα της εκκλησιαστικής δομής (σε τοπικό, σε επαρχιακό και σε παγκόσμιο), δεν ταυτίζονται οι λειτουργίες του πρώτου σε διάφορα επίπεδα και είναι αδύνατο να μεταφερθούν από ένα επίπεδο σε άλλο.
Η μεταφορά των λειτουργιών του πρώτου από το επίπεδο επισκοπής σε παγκόσμιο επίπεδο, επί της ουσίας σημαίνει την αναγνώριση ενός ιδιαίτερου είδους λειτουργήματος, δηλονότι εκείνου του «Παγκοσμίου Αρχιερέως», ο οποίος κατέχει την πληρότητα της διδακτικής και διοικητικής αυθεντίας στην ανά την Οικουμενική Εκκλησία.
Η αναγνώριση τοιαύτη διά της καταργήσεως της μυστηριακής ισότητος των Επισκόπων, συνεπάγεται την εμφάνιση μιας δικαιοδοσίας του Παγκοσμίου Πρωθιεράρχου, την οποία ούτε οι ιεροί κανόνες δεν αναφέρουν, αλλά ούτε η αγιοπατερική Παράδοση, και η οποία ως αποτέλεσμα έχει την ελάττωση ή ακόμα την άρση του αυτοκεφάλου των κατά τόπους Εκκλησιών.
Με τη σειρά της διά της επεκτάσεως σε παγκόσμιο επίπεδο [7] αυτού του πρωτείου, το οποίο είναι χαρακτηριστικό του Προκαθημένου μιας Αυτοκεφάλου τοπικής Εκκλησίας (συμφώνως προς τον ΛΔ΄ Αποστολικό Κανόνα), στον πρώτο εν τῃ ανά την Οικουμένη Εκκλησίᾳ θα παρέχονταν ειδικές αρμοδιότητες ανεξαρτήτως της εξασφαλίσεως επί τούτῳ συγκαταθέσεως των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Τοιαύτη η μεταφορά της κατανόησης της φύσεως του πρωτείου από το επαρχιακό σε παγκόσμιο επίπεδο θα ήθελε και τη σχετική μεταφορά της διαδικασίας εκλογής του πρώτου Επισκόπου σε παγκόσμιο επίπεδο, πράγμα το οποίο θα συνεπάγετο την καταπάτηση του δικαιώματος της πρωτόθρονης Αυτοκεφάλου τοπικής Εκκλησίας όπως εκλέγει ελευθέρως τον Προκαθήμενό της.
4. Ο Κύριος και Σωτήρ ημών Ιησούς Χριστός προειδοποιούσε τους μαθητές του κατά της φιλαρχίας (πρβλ. Ματθ. 20, 25-28). Η Εκκλησία ήταν πάντα αντίθετη στις αλλοιωμένες αντιλήψεις περί πρωτείου, οι οποίες από την αρχαιότητα διείσδυαν στην εκκλησιαστική ζωή [8]. Στους όρους των Συνόδων και τα αγιοπατερικά κείμενα αποδοκιμάζονταν οι καταχρήσεις εξουσίας [9].
Οι πρώτοι ως προς την τιμήν στην ανά την Οικουμένη Εκκλησία Επίσκοποι Ρώμης, από απόψεως των Εκκλησιών της Ανατολής, πάντα ήταν Πατριάρχες της Δύσεως, δηλονότι Προκαθήμενοι της τοπικής Εκκλησίας της Δύσεως. Καίτοι από την πρώτη ήδη χιλιετία της εκκλησιαστικής ιστορίας στη Δύση άρχισε να διαμορφούται το δόγμα περί ειδικής, θείας προελεύσεως, διδακτικής και διοικητικής αυθεντίας του Επισκόπου Ρώμης, η οποία επεκτεινόταν εφ΄όλης της ανά την Οικουμένη Εκκλησίας.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία απέρριψε τη διδασκαλία της Εκκλησίας της Ρώμης περί του παπικού πρωτείου και της θείας προελεύσεως αυθεντίας του πρώτου ανά την Οικουμένη Εκκλησία Επισκόπου.
Οι Ορθόδοξοι θεολόγοι πάντα επέμειναν στο ότι η Εκκλησία της Ρώμης ήταν μια από τις κατά τόπους Αυτοκέφαλες Εκκλησίες και δεν είχε δικαίωμα επεκτάσεως της δικαιοδοσίας της επί των εδαφών των λοιπών κατά τόπους Εκκλησιών. Επίσης θεωρούσαν ότι το πρωτείο τιμής των Επισκόπων Ρώμης είναι ένας ανθρώπινος και όχι θεϊκός θεσμός [10].
Κατά τη διάρκεια όλης της δευτέρας χιλιετίας έως και τις ημέρες μας η Ορθόδοξη Εκκλησία διατηρούσε εκείνη τη διοικητική δομή, η οποία ήταν χαρακτηριστική της Ανατολικής Εκκλησίας της πρώτης χιλιετίας. Εντός πλαισίων αυτής της δομής η εκάστη τοπική Αυτοκέφαλος Εκκλησία, εν τῃ δογματική, τῃ κανονική και τῃ ευχαριστιακή ενότητι προς τις λοιπές τοπικές Εκκλησίες ούσα, είναι διοικητικά αυτοτελής. Δεν υπάρχει ούτε υπήρχε ποτέ στην Ορθόδοξη Εκκλησία ένα ενιαίο διοικητικό κέντρο σε παγκόσμιο επιπεδο.
Αντίθετα, στη Δύση η εξέλιξη της διδασκαλίας περί ειδικής εξουσίας του Επισκόπου Ρώμης, συμφώνως προς την οποία η ύπατη εξουσία στην ανά την Οικουμένη Εκκλησία ανήκει στον Επίσκοπο Ρώμης ως διάδοχο του Αποστόλου Πέτρου και επί της γης επίτροπο του Χριστού, οδήγησε στη διαμόρφωση ενός εντελώς διαφορετικού προτύπου διοικήσεως της Εκκλησίας με ένα ενιαίο οικουμενικό κέντρο τη Ρώμη [11].
Συμφώνως προς τα δυο διαφορετικά πρότυπα της εκκλησιαστικής δομής, διαφορετικώς παρουσιάζονταν και οι προϋποθέσεις διά την αναγνώριση κανονικότητας μιας εκκλησιαστικής κοινότητας. Ως απαραίτητη προϋπόθεση της κανονικότητας η Ρωμαιοκαθολική παράδοση θέλει την ευχαριστιακή ενότητα της α΄ ή της β΄, έχει σκοπό την οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέχρι… οἱ πάντες…ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ αὐξήσωμεν εἰς αὐτὸν τὰ πάντα, ὅς ἐστιν ἡ κεφαλή, ὁ Χριστός, ἐξ οὗ πᾶν τὸ σῶμα…κατ' ἐνέργειαν ἐν μέτρῳ ἑνὸς ἑκάστου μέρους τὴν αὔξησιν τοῦ σώματος ποιεῖται εἰς οἰκοδομὴν ἑαυτοῦ ἐν ἀγάπῃ (Εφ. 4, 12-16).
5. Το πρωτείο στην ανά την Οικουμένη Ορθόδοξη Εκκλησία, το οποίο από την ίδια τη φύση του αποτελεί πρωτείο τιμής και όχι εξουσίας, έχει μεγάλη σημασία διά την Ορθόδοξη μαρτυρία στο σύγχρονο κόσμο.
Η Πατριαρχική Καθέδρα της Κωνσταντινουπόλεως έχει πρωτεία τιμής επί τη βάσει των Ιερών Διπτύχων, τα οποία αναγνωρίζονται υφ΄όλων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιῶν. Το περιεχόμενο δε αυτού του πρωτείο καθορίζει η συναίνεση των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, η οποία εκφράζεται ειδικώς στις Διορθόδοξες Διασκέψεις επί της προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας [13].
Ασκών το πρωτείο του ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως δύναται να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες διορθοδόξου και διαχριστιανικού εμβελείας και επίσης εκ μέρους του Ορθοδόξου πληρώματος να αποτείνεται στον έξω κόσμο, εξασφαλισθείσης επί τούτῳ της εξουσιοδοτήσεως υφ΄όλων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιῶν.
6. Το πρωτείο στην Εκκλησία του Χριστού καλείται να υπηρετεί την πνευματική ενότητα των μελών της και τη διευθέτηση της ζωής, διότι οὐ γὰρ ἐστιν ἀκαταστασίας ὁ Θεός, ἀλλὰ εἰρήνης (Α Κορ. 14,33). Η διακονία του πρώτου εν τῃ Εκκλησίᾳ, ξένη προς την κοσμική φιλαρχίαμετάφραση είναι η Επιστολή 54)

Παραπομπές

[1] Η οποία περιλαμβάνει την εκλογή, την επίθεση των χειρών και την αποδοχή εκ μέρους της Εκκλησίας.
[2] Ep. 69,8.PL 4, 406 A (στη ρωσική εκκλησιαστικής κοινότητας μετά του θρόνου της Ρώμης. Στην Ορθόδοξη παράδοση κανονική θεωρείται εκείνη η κοινότητα, η οποία αποτελεί μέρος μιας τοπικής Αυτοκεφάλου Εκκλησίας και δι΄αυτού ευρίσκεται εν ευχαριστιακή ενότητι προς τις λοιπές κανονικές κατά τόπους Εκκλησίες.
Ως γνωστόν, οι προσπάθειες επιβολής του δυτικού προτύπου της διοικητικής δομής στην Εκκλησία της Ανατολής πάντα εύρισκαν αντίσταση στην Ορθόδοξη Ανατολή. Αυτή αποτυπώθηκε στα εκκλησιαστικά κείμενα [12] και την πολεμική φιλολογία, που στρέφονταν κατά του Παπισμού και αποτελούν μέρος της Παραδόσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
 [3] Κατά κανόνα, ο πρώτος Επίσκοπος προΐσταται του κυριότερου (πρώτου) θρόνου στο κανονικό έδαφος εκάστης Εκκλησίας.
[4] Οι κατά τόπους Αυτοκέφαλες Εκκλησίες είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν τις σύνθετες εκκλησιαστικές οντότητες, λ.χ. εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας υπάρχουν Αυτόνομες και Αυτοδιοίκητες Εκκλησίες, Μητροπολιτικές Περιφέρειες, Εξαρχάτα και Ιερές Μητροπόλεις. Εκάστη εξ αυτών έχει την ιδίαν μορφή του πρωτείου, η οποία καθορίζεται από την Τοπική Κληρικολαϊκή Σύναξη και αποτυπούται στον Καταστατικό Χάρτη.
[5] Περί πρωτείο τιμής του θρόνου της Ρώμης και της δευτερείας του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως ομιλεί ο Γ΄ Κανών της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου: «Τν μέντοι Κωνσταντινουπόλεως πίσκοπον χειν τ πρεσβεα τς τιμς μετ τν τς ώμηςπίσκοπον, δι τ εναι ατν νέαν ώμην». Ο ΚΗ΄ Κανών της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου διευκρινίζων τον ως άνω κανόνα, επικαλείται την κανονική αιτία, επί της οποίας στηρίζονται τα πρωτεία τιμής Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως: «Κα γρ τθρόν τς πρεσβυτέρας ώμης, δι τ βασιλεύειν τν πόλιν κείνην, ο Πατέρες εκότως ποδεδώκασι τ πρεσβεα. Κα τ ατ σκοπ κινούμενοι ο κατν πεντήκοντα θεοφιλέστατοι πίσκοποι, τ σα πρεσβεα πένειμαν τ τς Νέας ώμηςγιωτάτω θρόν, ελόγως κρίναντες, τν βασιλεί κα συγκλήτ τιμηθεσαν πόλιν, κα τν σων πολαύουσαν πρεσβείων τ πρεσβυτέρ βασιλίδι ώμ, κα ν τοςκκλησιαστικος ς κείνην μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ᾿ κείνηνπάρχουσαν»
[6] Υπάρχουν κανόνες, στους οποίους στην πολεμική φιλολογία καταφεύγουν για να δικαιολογήσουν τα δικαστικά προνόμοια του πρώτου θρόνου της Ρώμης: πρόκειται για τους Δ΄ και Ε΄ κανόνες της εν Σαρδική Συνόδου (343 μ.Χ.). Εν τῳ μεταξύ δεν αναφέρουν οι κανόνες αυτοί ότι το δικαίωμα της έδρας της Ρώμης όπως δέχεται προσφυγές ισχύει και δι΄ όλη την ανά την Οικουμένη Εκκλησία. Από το σώμα των Ιερών κανόνων γνωρίζουμε ότι ακόμα και στη Δύση δεν ήσαν απεριόριστα τα δικαιώματα αυτά. Έτσι ακόμα η εν Καρθαγένῃ Σύνοδος του 256 μ.Χ., προεδρεύοντος του Αγίου Κυπριανού Καρθαγένης, διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη στις περί πρωτείου αξιώσεις της Ρώμης όσον αφορά στις σχέσεις μεταξύ των Επισκόπων: «Ουδείς από μας πρέπει να καταστήσει τον εαυτό του Επίσκοπο των Επισκόπων, ούτε με τυραννικές απειλές να καταναγκάζει τους συναδέλφους του σε υποταγή, διότι ο έκαστος Επίσκοπος λόγω ελευθερίας και εξουσίας που απολαμβάνει, έχει δικαίωμα ιδίας του επιλογής, και ούτε δυνατόν είναι να δικάζεται υπό του άλλου, ούτε και ο ίδιος να δικάζει τον άλλο, αλλά όλοι μας ας αναμένουμε την κρίση του Κυρίου ημν Ιησού Χριστού, ο Οποίος μόνος έχει την εξουσία να μας τοποθετήσει να διοικούμε την Εκκλησία Του και να κρίνει τις πράξεις μας» (Sententiae episcoporum, PL, 3, 1085 C; 1053-1054A). Περί αυτών επίσης μιλάει η Επιστολή της ἐν Ἀφρικῇ Συνόδου πρὸς Κελεστῖνον τὸν πάπαν, τῆς Ῥωμαίων πόλεως ἐπίσκοπον (424 μ.Χ.), την οποία περιλαμβάνουν όλες οι έγκυρες εκδόσεις του σώματος των Ι. Κανόνων, π.χ. το Πηδάλιον, ως μέρος των Ιερών Κανώνων της εν Καρθαγένῃ Συνόδου. Διά της Επιστολής αυτής η Σύνοδος απορρίπτει το δικαίωμα του Πάπα Ρώμης όπως δέχεται προσφυγές κατά των δικαστικών αποφάσεων της εν Αφρική Συνόδου Επισκόπων: «κετεύομεν, να το λοιπο πρς τς μετέρας κος τος ντεθεν παραγινομένους εχερς μ προσδέχησθε, μηδ τος παρ μν ποκοινωνητέους, ες κοινωνίαν τολοιπο θελήσητε δέξασθαι…». Ο ΡΕ΄ Κανών της εν Καρθαγένη Συνόδου περιλαμβάνει απαγόρευση ασκήσεως προσφυγής στις Εκκλησίες των υπερπόντιων χωρῶν, πράγμα το οποίο εν πάση περιπτώσει υπονοεί επίσης και τη Ρώμη: «στισδήποτε μ κοινωννν τ φρικ, ες τ περαματικ πρς τ κοινωνεν φερπύσει, τν ζημίαν τς κληρώσεως ναδέξεται».
[7] Όπως τυγχάνει γνωστόν, ουδείς κανόνας υπάρχει, ο οποίος να δικαιολογούσε τοιαύτη την πράξη.
[8] Ήδη στους αποστολικούς χρόνους στην Επιστολή του ο Άγιος Απόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος αποδοκίμασε τον φιλοπρωτεύοντα Διοτρεφή (Γ΄ Ιω. 1,9).
[9] Ούτως η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος υπερασπιζόμενος το δικαίωμα αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Κύπρου διά του Η΄ Κανόνα της θέσπισε: «ξουσι τ νεπηρέαστον καβίαστον ο τν γίων κκλησιν, τν κατ τν Κύπρον, προεσττες, κατ τος κανόνας τν σίων Πατέρων, κα τν ρχαίαν συνήθειαν, δι᾿ αυτν τς χειροτονίας τν ελαβεστάτων πισκόπων ποιούμενοι τ δ ατ κα π τν λλων διοικήσεων, κα τν πανταχο παρχιν παραφυλαχθήσεται στε μηδένα τν θεοφιλεστάτωνπισκόπων παρχίαν τέραν, οκ οσαν νωθεν κα ξ ρχς π τν ατο γον τν πρ ατο χερα καταλαμβάνειν λλ᾿ ε καί τις κατέλαβε, κα φ´αυτν πεποίηται, βιασάμενος, ταύτην ποδιδόναι να μ τν Πατέρων ο κανόνες παραβαίνωνται, μηδ ν ερουργίας προσχήματι, ξουσίας τύφος κοσμικς περεισδύηται, μηδ λάθωμεν τν λευθερίαν κατ μικρν πολέσαντες, ν μνδωρήσατο τ δί αματι  Κύριος μν ησος Χριστός,  πάντων νθρώπωνλευθερωτής».
[10] Έτσι κατά τον ΙΓ΄ αιώνα ο Άγιος Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως έγραφε: «Υπάρχουν πέντε Πατριαρχεία με καθορισμένα δια τον καθένα όρια, και εν τω μεταξύ τα τελευταία χρόνια ανάμεσά τους εδημιουργήθη σχίσμα, αρχή της οποίας έθεσε μια τολμηρά χειρ, η οποία επιζητεί υπεροχή και κυριαρχία εν τ Εκκλησί. Η Κεφαλή της Εκκλησίας είναι ο Χριστός, εν κάθε αξίωση πρωτείου είναι αντίθετη με τη διδασκαλία Του» (παρατίθεται από το I.I.Sokolov Lektsii po istorii Greko-Vostochnoi Tserkvi, S-Pb, 2005, σελ. 129).
Κατά τον ΙΔ΄ αιώνα ο Νείλος Καβάσιλας Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης: «Δύο γάρ περ τν πάππαν θεωρουμένων, τό τε είναι Ρώμης πίσκοπον… κα τι τ πρτον [ως προς την τιμή] είναι των άλλων επισκόπων. Το μεν παρά του Πέτρου έχει λαβών, το είναι Ρώμης επίσκοπος, το δε, παρά των μακαρίων Πατέρων, και των ευσεβών βασιλέων, πολλοίς χρόνοις ύστερον, διά το δίκαιο είναι και τα εκκλησιαστικά υπό τάξιν τελείν» (De primate papae, PG 149, 701 CD).
Ακολουθών τους βυζαντινούς θεολόγους των ΙΓ΄- ΙΔ΄ αιώνων ο Παναγιώτατος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος δηλοί: «Όλοι εμείς, ως Ορθόδοξοι… είμαστε πεπεισμένοι ότι κατά την πρώτη χιλιετία της ιστορίας της Εκκλησίας, την εποχή της αδιαιρέτου Εκκλησίας, ανεγνωρίζετο το πρωτείο του Επισκόπου Ρώμης, του Πάπα. Όμως το πρωτείο εκείνο ήταν πρωτείο τιμής και αγάπης χωρίς να είναι νομική κυριαρχία εφ΄ όλης της χριστιανικής Εκκλησίας. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τη θεολογία μας, αυτό το πρωτείο είναι ανθρώπινου χαρακτήρος και θεσπίσθηκε λόγανάγκης να έχουν οι Εκκλησίες την κεφαλή και το συντονιστικό κέντρο» (απόσπασμα της συνεντεύξεως στα Βουλγαρικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης τον Νοέμβριο 2007).
[11] Οι διαφορές στην εκκλησιαστική οργάνωση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν παρατηρούνται μόνο σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και σε επαρχιακό και σε τοπικό.
[12] Στην Εγκύκλιο τους (1848) οι Πατριάρχες της Ανατολής επικρίνουν την μετατροπή του υπό των Επισκόπων Ρώμης πρωτείου τιμής σε κυριαρχία εφ΄ όλης της Οικουμενικής Εκκλησίας: «αυτό το πρωτείον… εξ αδελφικού τύπου και πρεσβείου ιεραρχικού εις κυριαρχικόν μεταπεπτωκός» (αρθ. ΙΓ΄). Όπως αναφέρει η Εγκύκλιος, το αξίωμα της Εκκλησίας της Ρώμης, «ου κυριαρχικόν, ούτε μην διαιτητικόν, όπερ ουδ' αυτός ο μακάριος Πέτρος ουδέποτε εκπληρώσατο, αλλ' αδελφικόν τυγχάνει πρεσβείον εν τη Καθολική Εκκλησία και γέρας απονεμηθέν τοις Πάπαις δια το μεγαλώνυμον και πρεσβείον της πόλεως» (αρθ. ΙΓ΄).
[13] Βλ. λ.χ. την Απόφαση της Δ΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως (1968), π.6,7, και τον Κανονισμό Λειτουργίας Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων (1986) αρ.2,13.
ΠΗΓΗ: Σάββατο, 28 Δεκεμβρίου 2013, http://www.romfea.gr/epikairotita/21314-2013-12-28-09-58-36
Σημείωση: Οι υπογραμμίσεις έγιναν από τον admin. Έγινε επίσης και μια διόρθωση στη θέση των παραγράφων 5. και 6.




Ακολουθεί η θέση του Πατρειαρχείου όπως δόθηκε και παρουσιάστηκε από το ωραίο


Ἀπάντησις εἰς τὸ περὶ πρωτείου κείμενον τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας 
Ἐλπιδοφόρου Λαμπρυνιάδου, 
Μητροπολίτου Προύσης 
Καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α. Π. Θ. 
Μὲ πρόσφατον συνοδικὴν ἀπόφασίν της[1], ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσσίας φαίνεται νὰ ἐπιλέγῃ διὰ μίαν εἰσέτι φορὰν[2] τὴν ἀπομόνωσιν τόσον ἀπὸ τὸν θεολογικὸν διάλογον μὲ τὴν Ρωμαιοκαθολικὴν Ἐκκλησίαν ὅσον καὶ ἀπὸ τὴν κοινωνίαν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Δύο στοιχεῖα ἀξίζουν νὰ σημειωθοῦν ἐκ προοιμίου, ἐνδεικτικὰ τῆς ἐπιθυμίας τῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας:
Πρῶτον, νὰ ὑπονομεύσῃ τὸ κείμενον τῆς Ραβέννας,[3] ἐπικαλουμένη θεολογικοφανεῖς λόγους διὰ νὰ δικαιολογήσῃ τὴν ἀπουσίαν τῆς ἀντιπροσωπείας της ἀπὸ τὴν συγκεκριμένην ὁλομέλειαν τῆς διμεροῦς Ἐπιτροπῆς (ἀπουσίαν, ἡ ὁποία ὑπηγορεύθη, ὡς οἱ πάντες γνωρίζουν, ὑπὸ ἄλλων λόγων[4]), καὶ 
Δεύτερον, νὰ ἀμφισβητήσῃ μὲ τὸν πλέον σαφῆ καὶ ἐπίσημον τρόπον (δηλαδὴ μὲ συνοδικὴν ἀπόφασιν) τὸ πρωτεῖον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐντὸς τοῦ Ὀρθοδόξου κόσμου, διαβλέπουσα ὅτι τὸ κείμενον τῆς Ραβέννας, εἰς τὸ ὁποῖον συνεφώνησαν ὅλαι αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι (πλὴν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας, βεβαίως), καθορίζει τὸ πρωτεῖον τοῦ ἐπισκόπου εἰς τὰ τρία ἐπίπεδα τῆς ἐκκλησιολογικῆς δομῆς τῆς Ἐκκλησίας (τοπικόν, ἐπαρχιακόν, παγκόσμιον) κατὰ τρόπον ποὺ ὑποστηρίζει καὶ διασφαλίζει καὶ τὸ πρωτεῖον τῆς πρωτοθρόνου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. 
Τὸ κείμενον τῆς θέσεως τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας διὰ τό «πρόβλημα» (ὅπως τὸ ἀποκαλεῖ) τοῦ Πρωτείου εἰς τὴν ἀνὰ τὴν οἰκουμένην Ἐκκλησίαν δὲν ἀρνεῖται θεωρητικῶς καὶ τυπικῶς οὔτε τὴν ἔννοιαν οὔτε τὴν οὐσίαν τοῦ πρωτείου – καὶ μέχρις ἐδῶ πράττει ὀρθῶς. Τὸ ἐπιπλέον, ὅμως, τὸ ὁποῖον προσπαθεῖ νὰ ἐπιτύχῃ (μᾶλλον πλαγίως, ὡς θὰ καταφανῇ) εἶναι ἡ εἰσαγωγὴ δύο διακρίσεων ἀναφορικῶς πρὸς τὴν ἔννοιαν τοῦ πρωτείου. 
1. Ἡ διάκρισις μεταξὺ ἐκκλησιολογικοῦ καὶ θεολογικοῦ πρωτείου 
Ἡ πρώτη διαφοροποίησις εἰσάγει ἀντιδιαστολὴν μεταξὺ τοῦ πρωτείου, ὡς τοῦτο ἐφαρμόζεται εἰς τὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας (ἐκκλησιολογία), καὶ τοῦ πρωτείου ὡς τοῦτο νοεῖται εἰς τὴν θεολογίαν. Οὕτω, τὸ κείμενον τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἀναγκάζεται νὰ υἱοθετήσῃ τὴν καινοφανῆ διάκρισιν μεταξὺ ἀφ’ ἑνὸς τοῦ «πρωτεύοντος» πρωτείου τοῦ Κυρίου καὶ ἀφ’ ἑτέρου τῶν «δευτερευόντων» πρωτείων («various forms of primacy… are secondary») τῶν ἐπισκόπων, καίτοι ἀργότερον εἰς τὸ ἴδιον κείμενον θὰ διατυπωθῇ ἡ ἄποψις ὅτι ὁ ἐπίσκοπος εἰκονίζει τὸν ἴδιον τὸν Χριστόν (πρβλ. 2:1), τοῦθ’ ὅπερ φαίνεται νὰ ὑπονοῇ ὅτι τὰ πρωτεῖα εἶναι ὁμόλογα ἢ τουλάχιστον ἀνάλογα καὶ ὄχι ἁπλῶς ὁμόφωνα. Ἡ ἔστω καὶ σχολαστικὴ διατύπωσις τοιούτων διακρίσεων μεταξύ «πρώτων» καί «δευτέρων» πρωτείων καταδεικνύει τὴν ὑφέρπουσαν ἀντίφασιν. 
Ὁ ἐπιδιωκόμενος διαχωρισμὸς τῆς ἐκκλησιολογίας ἀπὸ τὴν θεολογίαν (ἢ τὴν Χριστολογίαν) θὰ εἶχε καταστραφικὰς συνεπείας τόσον διὰ τὴν μίαν, ὅσον καὶ διὰ τὴν ἄλλην. Ἐφ’ ὅσον ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὄντως τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ φανέρωσις τῆς ἐν Τριάδι ζωῆς, τότε δὲν ἠμποροῦμεν νὰ ὁμιλῶμεν διὰ διαφορὰς καὶ ἐπιπλάστους διακρίσεις διασπώσας τὴν ἑνότητα τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας, τὁ ὁποῖον συγκεφαλαιώνει τὰς Θεολογικάς (μὲ τὴν στενὴν σημασίαν τοῦ ὅρου) καὶ Χριστολογικὰς διατυπώσεις. Ἐν ἀντιθέτῳ περιπτώσει, ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ ἀποκόπτεται ἀπὸ τὴν θεολογίαν καὶ καταλήγει ξηρὸς διοικητικὸς θεσμός, ἐνῷ, ἐξ ἑτέρου, μία θεολογία δίχως ἀντίκρυσμα εἰς τὴν ζωὴν καὶ τὴν δομὴν τῆς Ἐκκλησίας καταντᾶ μία στεῖρα ἀκαδημαϊκὴ ἐνασχόλησις. Κατὰ τὸν Μητροπολίτην Περγάμου Ἰωάννην, «ὁ διαχωρισμὸς τῶν διοικητικῶν θεσμῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ δόγμα δὲν εἶναι ἁπλῶς ἀτυχής, εἶναι καὶ ἐπικίνδυνος»[5]. 
2. Ἡ διάκρισις τῶν διαφορετικῶν ἐκκλησιολογικῶν ἐπιπέδων 
Ἡ δευτέρα διαφοροποίησις, τὴν ὁποίαν, κατὰ τὴν γνώμην μας, ἀποπειρᾶται νὰ εἰσαγάγῃ τὸ κείμενον τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἀφορᾶ εἰς τὰ τρία ἐκκλησιολογικὰ ἐπίπεδα εἰς τὴν δομὴν τῆς Ἐκκλησίας. Ἐδῶ φαίνεται νὰ εἶναι ὅλον τὸ βάρος τοῦ ἐν λόγῳ κειμένου. Διαφόρως νοεῖται καὶ θεσμοθετεῖται, μᾶς λέγει τὸ κείμενον, τὸ πρωτεῖον εἰς τὸ τοπικὸν ἐπίπεδον τῆς ἐπισκοπῆς, καὶ διαφόρως εἰς τὸ ἐπαρχιακὸν ἐπίπεδον τῆς «αὐτοκεφάλου ἀρχιεπισκοπῆς» (αὐτοκεφάλου ἐπαρχιακῆς συνόδου). Ἔτι δὲ διαφόρως ὁρίζεται εἰς τὸ ἐπίπεδον τῆς ἀνὰ τὴν οἰκουμένην Ἐκκλησίας (πρβλ. 3: «Due to the fact that the nature of primacy, which exists at various levels of church order {diocesan, local and universal} vary, the functions of the primus on various levels are not identical and cannot be transferred from one level to another»). 
Ὅπως ἰσχυρίζεται ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου, τὰ τρία ταῦτα πρωτεῖα εἶναι ὄχι μόνον διάφορα μεταξύ των, ἀλλὰ διαφέρουν καὶ αἱ πηγαί των: τὸ πρωτεῖον τοῦ τοπικοῦ ἐπισκόπου πηγάζει ἐκ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς (2:1), τὸ πρωτεῖον τοῦ πρώτου τῆς αὐτοκεφάλου ἐκκλησίας πηγάζει ἀπὸ τὴν ἐκλογήν του ὑπὸ τῆς συνόδου (2:2), τὸ δὲ πρωτεῖον τῆς καθ’ ὅλου Ἐκκλησίας πηγάζει ἐκ τῆς θέσεως αὐτῆς εἰς τὰ δίπτυχα (3:3). Ἆρα, συμπεραίνει τὸ κείμενον τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, δὲν ἠμποροῦν τὰ τρία ταῦτα ἐπίπεδα καὶ τὰ ἀναλογοῦντα αὐτοῖς πρωτεῖα νὰ συγκριθοῦν μεταξύ των, ὡς πράττει τοῦτο τὸ κείμενον τῆς Ραβέννας στηριζόμενον εἰς τὸν 34ον κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Καταφαίνεται ἐνταῦθα ἡ ἐναγώνιος προσπάθεια τῆς προκειμένης συνοδικῆς ἀποφάσεως νὰ καταστήσῃ τὸ πρωτεῖον ὥς τι τὸ ἐξωτερικὸν καί, ἑπομένως, ξένον πρὸς τὸ πρόσωπον τοῦ πρώτου. Αὐτός, ἐκτιμῶμεν, ὅτι εἶναι ὁ λόγος διὰ τὸν ὁποῖον τὸ Πατριαρχεῖον Μόσχας ἐπιμένει τόσον πολὺ εἰς τὸν καθορισμὸν τῶν πηγῶν τοῦ πρωτείου: ὁ σκοπὸς εἶναι νὰ ἀπεξαρτηθῇ ὁ πρῶτος ὡς πηγὴ τοῦ πρωτείου, ὁ πρῶτος νὰ εἶναι ἀποδέκτης τοῦ πρωτείου ἀντὶ νὰ εἶναι ἡ πηγή του. Ἆραγε ἡ ἀπεξάρτησις αὕτη ὑποδηλοῖ καὶ τὴν αὐτονόμησιν τοῦ πρωτείου; Διὰ τὴν Ἐκκλησίαν ὁ θεσμὸς ὑποστασιοποιεῖται πάντοτε ἐν τῷ προσώπῳ. Οὐδέποτε δὲ συναντῶμεν ἀπρόσωπον θεσμὸν ὡς θὰ ἦτο τὸ πρωτεῖον ἐννοούμενον ἄνευ τοῦ πρώτου. Δέον νὰ διευκρινήσωμεν ἐνταῦθα ὅτι τὸ πρωτεῖον εἰς τὸν πρῶτον ὑποστασιάζεται ἐκ τοῦ τόπου, τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, τῆς γεωγραφικῆς περιφερείας τῆς ὁποίας οὗτος (ὁ Πρῶτος) προΐσταται[6]. Εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο εἶναι σημαντικὸν νὰ παρατηρήσωμεν τὰς ἀκολούθους λογικὰς καὶ θεολογικὰς ἀντιφάσεις: 
i) Ἐὰν ὁ Πρῶτος εἶναι ἀποδέκτης τοῦ πρωτείου του, τότε τὸ πρωτεῖον ὑπάρχει δίχα καὶ ἀνεξαρτήτως τοῦ Πρώτου, ὅπερ ἄτοπον. Τοῦτο φαίνεται σαφῶς εἰς τὴν προσφερομένην αἰτιολόγησιν διὰ τὸ πρωτεῖον τοῦ ἐπαρχιακοῦ καὶ τοῦ οἰκουμενικοῦ ἐπιπέδου. Διὰ τὸ ἐπαρχιακὸν ἐπίπεδον, ἡ πηγὴ τοῦ πρώτου θεωρεῖται ἡ ἐπαρχιακὴ σύνοδος - ἠμπορεῖ ὅμως νὰ ὑπάρξῃ σύνοδος ἄνευ Πρώτου; Ἡ διαλεκτικὴ σχέσις μεταξὺ Πρώτου καὶ συνόδου τὴν ὁποίαν διατυπώνει ὁ 34ος Ἀποστολικὸς κανών (ἀλλὰ καὶ ὁ 9ος καὶ ὁ 16ος τῆς Ἀντιοχείας κατὰ τοὺς ὁποίους σύνοδος ἄνευ πρώτου θεωρεῖται ἀτελής) ἀπεμπολεῖται χάριν μιᾶς μονομεροῦς σχέσεως, κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ πολλοὶ συνιστοῦν τὸν ἕνα, τὸν Πρῶτον, εἰς ἀντίθεσιν πρὸς πᾶσαν λογικήν, καθ’ ἣν ὁ Πρῶτος εἶναι ὁ συστατικὸς παράγων καὶ ὁ ἐγγυητὴς τῆς ἑνότητος τῶν πολλῶν.[7] Δεύτερον παράδειγμα τῆς λογικῆς ἀντιφάσεως εἶναι τὸ παράδειγμα τῶν Διπτύχων. Εἰς τὴν περίπτωσιν ταύτην τὸ σύμπτωμα λαμβάνεται ὡς ἡ αἰτία καὶ τὸ σημαινόμενον συγχέεται μὲ τὸ σημαῖνον. Τὰ Δίπτυχα δὲν εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ Πρωτείου εἰς διεπαρχιακὸν ἐπίπεδον, ἀλλὰ ἀκριβῶς ἡ ἔκφρασίς του –καὶ μάλιστα μία μόνον ἐκ τῶν ἐκφράσεών του. Τὰ Δίπτυχα καθ’ ἑαυτὰ ἀποτελοῦν πράγματι τὴν ἔκφρασιν τῆς τάξεως καὶ τῆς ἱεραρχήσεως τῶν Πατριαρχείων καὶ τῶν αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ μία τοιαύτη ἱεράρχησις προϋποθέτει τὸν Πρῶτον (καὶ ἐν συνεχείᾳ τὸν δεύτερον, τὸν τρίτον κ.ο.κ.). Δὲν ἠμποροῦν τὰ Δίπτυχα νὰ θεσμοθετοῦν κατὰ πρωθύστερόν τι σχῆμα τὸ Πρωτεῖον ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐρείδονται. 
Διὰ τὴν κατανόησιν τῶν καινοφανῶν ἀπόψεων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ἴδωμεν τί θὰ ἐσήμαινον πάντα ταῦτα ἐὰν τὰ ἀνεφέρομεν καὶ τὰ ἐφηρμόζαμεν εἰς τὴν ἐνδοτριαδικὴν πραγματικότητα, τὴν πραγματικὴν πηγὴν παντός πρωτείου («Οὕτως λέγει ὁ Θεὸς ὁ βασιλεὺς τοῦ ᾿Ισραὴλ ὁ ρυσάμενος αὐτὸν Θεὸς σαβαώθ· ἐγὼ πρῶτος» Ἠσ. 44:6).[8]
Παλαιόθεν καὶ συστηματικῶς ἡ Ἐκκλησία ἐξέλαβε τὸ πρόσωπον τοῦ Πατρὸς ὡς τὸν Πρῶτον («ἡ μοναρχία τοῦ Πατρός»)[9] τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἐὰν γένηται ἀποδεκτὴ ἡ λογικὴ τῆς ὑπὸ κρίσιν καινοτομίας τῆς Ἐκκλησίας Μόσχας, ὀφείλομεν νὰ συμπεράνωμεν ὅτι ὁ Θεὸς Πατὴρ δὲν εἶναι ὁ ἴδιος ἡ ἄναρχος αἰτία τῆς θεότητος καὶ τῆς πατρότητος («Τούτου χάριν κάμπτω τὰ γόνατά μου πρὸς τὸν πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐξ οὗ πᾶσα πατριὰ ἐν οὐρανοῖς καὶ ἐπὶ γῆς ὀνομάζεται» Ἐφ. 3:15-16), ἀλλ’ ὅτι γίνεται ἀποδέκτης τοῦ «πρωτείου» του. Ὅμως, πόθεν; Ἀπὸ τὰ ἄλλα πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος; Πῶς νὰ ὑποθέσωμεν τοῦτο χωρὶς νὰ ἀκυρώσωμεν τὴν τάξιν τῆς θεολογίας, ὡς γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἤ, ἔτι χεῖρον, δίχως νὰ ἀνατρέψωμεν – μᾶλλον δὲ νά «ἀναμίξωμεν» - τὰς σχέσεις τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος; Δύναται νά «προηγῆται» ὁ Υἱὸς ἢ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τοῦ Πατρός; 
ii) Ὅταν τὸ κείμενον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας δὲν δέχεται νὰ ἀναγνωρίσῃ ἕνα «οἰκουμενικὸν ἱεράρχην» («universal hierarch») μὲ τὴν πρόφασιν ὅτι ἡ οἰκουμενικότης ἑνὸς τοιούτου ἱεράρχου καταργεῖ τὴν μυστηριακὴν ἰσότητα μεταξὺ τῶν ἐπισκόπων («eliminating the sacramental equality of bishops» 3:3) διατυπώνει ἁπλῶς μίαν σοφιστείαν. Ὡς πρὸς τὴν ἱερωσύνην των, βεβαίως, ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι εἶναι ἴσοι, ἀλλὰ δὲν εἶναι καὶ οὔτε δύνανται νὰ εἶναι ἴσοι ὡς ἐπίσκοποι συγκεκριμένων πόλεων. Οἱ ἱεροὶ κανόνες (ὡς ὁ 3ος τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ 28ος τῆς Δ’ καὶ ὁ 36ος τῆς Πενθέκτης) ἱεραρχοῦν τὰς πόλεις δίδοντες εἰς ἄλλας τὴν Μητροπολιτικὴν ἀξίαν καὶ εἰς ἄλλας τὴν Πατριαρχικήν. Μεταξὺ δὲ τῶν τελευταίων ἱεραρχοῦν καὶ πάλιν, δίδοντες εἰς ἄλλην τὰ πρωτεῖα, εἰς ἄλλην τὰ δευτερεῖα κ.ο.κ.. Δὲν εἶναι ὅλαι αἱ κατὰ τόπους Ἐκκλησίαι ἴσαι κατὰ τὴν τάξιν καὶ κατὰ τὴν ἀξίαν. Εἰς τὸν βαθμὸν καθ’ ὃν ἐπίσκοπός τις δὲν εἶναι ποτὲ ἀπολελυμένως ἐπίσκοπος ἀλλὰ προεστὼς τοπικῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ πάντοτε ἐπίσκοπος συγκεκριμένης πόλεως (τοῦθ’ ὅπερ ἀναπόσπαστον χαρακτηριστικὸν καὶ ὅρος τῆς ἐπισκοπικῆς χειροτονίας), τότε καὶ οἱ ἐπίσκοποι ἱεραρχοῦνται ἀναλόγως (ἤγουν, εἶναι διάφορος ἡ Μητροπολιτικὴ ἀξία τῆς Πατριαρχικῆς, καὶ πάλιν ἄλλη ἡ ἀξία τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων, τῶν κατοχυρωμένων ὑπὸ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ ἄλλη τῶν νεωτέρων Πατριαρχεῖων). Εἰς μίαν τοιαύτην ἱεράρχησιν, εἶναι ἀδιανόητος ἡ μὴ ὕπαρξις πρώτου.[10] Τοὐναντίον, προσφάτως παρατηροῦμεν τὴν ἐφαρμογήν ἑνὸς καινοφανοῦς πρωτείου, αὐτοῦ τῶν ἀριθμῶν, εἰς τὸ ὁποῖον στηριζόμενοι οἱ σήμερον ἐγκαλοῦντες τὸ κανονικὸν οἰκουμενικὸν πρωτεῖον τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας, δογματίζουν τὸ ἀμάρτυρον διὰ τὰ θέσμια τῆς Ἐκκλησίας ἀξίωμα, μᾶλλον δὲ τὴν ἀξίωσιν ubi russicus ibi ecclesia russicae, ἤγουν ὅπου Ῥῶσσος ἐκεῖ καὶ ἡ δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας Ρωσσίας. 
Εἰς τὴν μακρόχρονον ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας πρῶτος εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης. Ἀφ’ ὅτου διεκόπη ἡ εὐχαριστιακὴ κοινωνία μετ’ αὐτοῦ, πρῶτος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι κανονικῶς ὁ Κωνσταντινουπόλεως. Εἰς τὴν περίπτωσιν τοῦ Κωνσταντινουπόλεως παρατηροῦμεν τὴν μοναδικὴν σύμπτωσιν καὶ τῶν τριῶν διαβαθμίσεων, ἤτοι τοῦ τοπικοῦ (Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως - Νέας Ῥώμης), ἐπαρχιακοῦ (Πατριάρχης) καὶ οἰκουμενικοῦ ἢ παγκοσμίου (Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης). Τὸ τρισσὸν πρωτεῖον τοῦτο μεταφράζεται εἰς συγκεκριμένα προνόμια, ὡς τὸ ἔκκλητον καὶ τὸ δικαίωμα τοῦ παρέχειν ἢ αἴρειν τὸ αὐτοκέφαλον (π.χ. Ἀρχιεπισκοπαί-Πατριαρχεῖα Ἀχρίδος, Πεκίου, Τυρνόβου κ.λπ.), προνόμιον τὸ ὁποῖον ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἤσκησεν εἰς περιπτώσεις εἰσέτι μὴ κατοχυρωθέντων δι’ ἀποφάσεων Οἰκουμενικῶν Συνόδων νεωτέρων Πατριαρχείων, ὧν πρῶτον αὐτὸ τῆς Μόσχας. Τὸ πρωτεῖον τοῦ Κωνσταντινουπόλεως οὐδαμῶς σχετίζεται πρὸς τὰ Δίπτυχα, τὰ ὁποῖα, ὡς εἴπομεν, ἐκφράζουν ἁπλῶς καὶ καταγράφουν τὴν ἱεράρχησιν ταύτην (τὴν ὁποίαν, ἀντιφάσκουσα καὶ πάλιν, ἡ Ἐκκλησία τῆς Μόσχας εἰς τὸ ἐν λόγῳ κείμενον δὲχεται μὲν ἐμμέσως, ἀρνεῖται δὲ ρητῶς). Ἐὰν θέλωμεν νὰ ὁμιλήσωμεν περὶ πηγῆς ἑνὸς πρωτείου εἰς τὴν ἀνὰ τὴν οἰκουμένην Ἐκκλησίαν, αὕτη εἶναι αὐτὸ τοῦτο τὸ πρόσωπον τοῦ ἐκάστοτε Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος, ὡς ἀρχιερεὺς εἶναι μὲν πρῶτος «μεταξὺ ἴσων», ὡς Κωνσταντινουπόλεως, ὅμως, καὶ συνεπῶς ὡς Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, εἶναι πρῶτος δίχως ἴσον (primus sine paribus). 
____________________________________________
[1] Διαβάζομεν καὶ παραπέμπομεν εἰς τὴν ἀγγλικὴν μετάφρασιν τοῦ κειμένου (Position of the Moscow Patriarchate on the problem of primacy in the Universal Church), ὡς τοῦτο ἐδημοσιεύθη εἰς τὸν ἐπίσημον ἰστότοπον τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας: https://mospat.ru/en/2013/12/26/news96344/ 
[2] Χαρακτηριστικὰ παραδείγματα ἄλλων περιπτώσεων αὐτοαπομονώσεως συνιστοῦν ἡ ἀπουσία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἐκ τοῦ Συμβουλίου Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν (Conference of European Churches), καθὼς καὶ ἡ παγία πλέον τακτικὴ τῶν ἐκπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας ταύτης νὰ τελοῦν τὴν Θείαν Λειτουργίαν κεχωρισμένως ἀπὸ τοὺς λοιποὺς ἐκπροσώπους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἔγκλειστοι ἐντὸς τῶν ἑκασταχοῦ Πρεσβειῶν τῆς Ρωσσικῆς Ὁμοσπονδίας ὁσάκις δίδεται εὐκαιρία πανορθοδόξου λειτουργίας εἰς διαφόρους περιστάσεις. 
[3] Περὶ αὐτοῦ τοῦ ζητήματος ἔχει ἤδη τοποθετηθῆ ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος εἰς πρόσφατον ἄρθρον του δημοσιευθὲν τὴν 30ὴν Δεκεμβρίου 2013 εἰς τὸν ἰστότοπον http://www.romfea.gr/diafora-ekklisiastika/21337-2013-12-30-03-52-35. 
[4] Περὶ τοῦ τί ἀκριβῶς συνέβη ἐν Ραβέννᾳ τὸ ἔτος 2007 καὶ περὶ τῆς ἀλγεινῆς ἐντυπώσεως αὐτῶν, ὡς τὰ κατέγραψαν Ρωμαιοκαθολικοὶ παρατηρηταί, βλ. τὴν ἀνάλυσιν τοῦ Ὁσιολ. Aidan Nichols, ἐν τῷ βιβλίῳ αὐτοῦ Rome and the Eastern Churches (San Francisco: Ignatius, δευτέρα ἔκδοσις 2010), σσ. 368-9: «In October 2006 [sic], the commission resumed its discussions at Ravenna, though the event was marred by a ‘walkout’ on the part of the Moscow patriarchate’s representative. Bishop Hilarion’s protest was caused not for once by the wrongdoings, real or imagined, of the Catholic Church but by the presence of a delegation from the Estonian orthodox church, whose autocephaly, underwritten by Constantinople, is still denied in Russia. His action demonstrated, of course, the need precisely for a strong universal primacy so as to balance synodality in the Church». Εἰς ἄλλον σημεῖον ὁ συγγραφεὺς τονίζει: «[t]he decision of the Moscow patriarchate in October 2007 to withdraw its representatives from the Ravenna meeting… was not only an irritating impediment to that dialogue; it was precisely the sort of happening that makes Catholics think the orthodox need the pope as much as the pope needs them» (σ. 369). 
[5] «Ὁ Συνοδικὸς Θεσμός: Ἱστορικά, Ἐκκλησιολογικά καὶ Κανονικά Προβλήματα», Θεολογία 80 (2009), σσ. 5-6. 
[6] Οὕτως, ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας, καίτοι ἀπὸ καιροῦ ἑδρεύει ἐν Δαμασκῷ, παραμένει ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας διὰ τὸ εἶναι τὴν Δαμασκὸν ἐντὸς τοῦ κλίματος τῆς γεωγραφικῆς δικαιοδοσίας τῆς ἐκκλησίας ταύτης. 
[7] Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου, «Recent Discussions on Primacy in Orthodox Theology» εἰς τὸν τόμον The Petrine Ministry: Catholics and Orthodox in Dialogue, ἐπιμέλεια Walter Cardinal Kasper, (Νέα Ὑόρκη: The Newman Press, 2006), σσ. 231-248. Ὅρα ἐπίσης τοῦ ἰδίου, «Ἡ Εὐχαριστιακὴ Ἐκκλησιολογία στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση» Θεολογίa 80 (2009), σ. 23.. 
[8] Προσωπικῶς ἔχομεν διατυπώσει σχετικῶς εἰς τὴν ἐκφωνηθεῖσαν ἐν τῇ Θεολογικῇ Σχολῇ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης ὁμιλίαν μας τὰ ἑξῆς: «Indeed, in the level of the Holy Trinity the principle of unity is not the divine essence but the Person of the Father (“Monarchy” of the Father), at the ecclesiological level of the local Church the principle of unity is not the presbyterium or the common worship of the Christians but the person of the Bishop, so to in the Pan-Orthodox level the principle of unity cannot be an idea nor an institution but it needs to be, if we are to be consistent with our theology, a person» (http://www.ecclesia.gr/englishnews/default.asp?id=3986). 
[9] «Ἡμῖν δὲ μοναρχία τὸ τιμώμενον» γράφει ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος εἰς τὸν Τρίτον Θεολογικόν του Λόγον (ΒΕΠΕΣ, 59, σ. 239). Ἡ ἔννοια τῆς μοναρχίας συνάδει πρὸς τὴν «τάξιν θεολογίας» (Θεολογικὸς Πέμπτος, σ. 279). Ἡ Παναγία Τριὰς δὲν ἀποτελεῖ μίαν ὁμοσπονδίαν προσώπων. Ὁ Θεολόγος τῶν Πατέρων ὁμιλεῖ περὶ μοναρχίας καὶ πρωτείου τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός. 
[10] Τὸ ἐπιχείρημα τοῦτο ἔχει διατυπωθῆ μὲ σαφήνειαν ὑπὸ τοῦ John Manoussakis εἰς τὸ «Primacy and Ecclesiology: The State of the Question» εἰς τὸν συλλογικὸν τόμον Orthodox Constructions of the West, ἐπιμέλεια Aristotle Papanikolaou καὶ George Demacopoulos (New York: Fordham University Press, 2013) σ. 233.