Μια νεαρή κοπέλα διάβαζε βαριεστημένα τοπικές ιστορίες βρικολάκων.
Έπεσε επάνω σ΄ένα κείμενο. Το ξεχώρισε. Νόμιζε ότι η λαϊκή παράδοση, εντός του κειμένου ετούτου ζούσε. Η ελπίδα ότι ανακάλυψε κάτι τόσο σπάνιο την συνέρπασε. Δεν ήταν κάτι το τρομερό. Αλλά είχε μια μικρή δόση ικμάδας.
Σύντομα της είπαν ότι ο δημιουργός ήταν ζων Έσπευσε να τον συναντήσει. Ο γέρος αναμαλλιασμένος κύριος την συνάντησε. Συζήτησαν ήπιαν το καφεδάκι τους και χώρισαν. Μια συνήθης συνάντηση. Πίστευε ότι θα ήταν κάτι το ενδιαφέρον ο γέροντας.
Ημέρες περνούσαν, χρόνια περνούσαν και καθισμένη στο σαλόνι της έλαβε μια επιστολή. "Θα ήθελα να σας συναντήσω κλπ κλπ στο χωριό τάδε...
Με τιμή Μόσχα...." Διεύθυνση τάδε και τα τοιαύτα σχετικά.
Μωρέ δενμας παρατά. Εβδομηνταπεντάρα να τρέχω στα κακορίζικα τα μέρη. Μια αστραπή σκέψη πέρασε. Μια θύμηση αλλά μωρ΄δεν βαριέσαι. Έχει και το σήριαλ μου απόψε.
Ημέρες περνούσαν και η μοναξιά συνεχίζονταν. Ώσπου ένα νέο επιστολικό δελτάριο της ενθύμισε ότι αφήνουμε στην ζωή μας επιστρέφει. Την καλούσε στο χωριό Διρρεύματα της Κύμης η κυρά Μόσχα... τηλ. τάδε. Ήμουν τις λέγει η σύζυγος του γέρου που είχες συναντήσει πριν χρόνια. Επείγομαι λόγω ασθενείας να σας συναντήσω. Ζήτημα ζωής και...." Αυτό δημιούργησε τρομερά έκπληξη.
Πήρε το ΚΤΕΛ Ευβοίας και τράβηξε προς το χωρίον. Ο καιρός εκπληκτικός.Χαρούμενες παρέες ανεβοκατέβαιναν σκορπώντας νιότη και έρωτες. Φτάνοντας στο χωριό έσπευσε στον τόπο του ραντεβού. "ώρα 13,00 στην εκκλησία." Ρώτησε έμαθε ότι ήταν οι Άγιοι Ανάργυροι. Ποιον ρώτησε θα μου πεις. Τον μοναδικό κάτοικο που συνάντησε...
Άνοιξε την θύρα και προχώρησε. Η γερόντισσα που φυλάττε τον ναό και τον συντηρεί, έκλεισε και σφάλισε τον ναό. Εμπρός ο παππάς και μια γριούλα την υποδέχθηκαν. Την ευλόγησε ο παππάς έφεραν για την ταξιδιώτισσα ένα ποτήρι νερό και ένα γλυκό τοπικό, ξεραμένο λίγο και κάθισαν όλοι ευλαβικά για να συζητήσουν.
Έπεσε επάνω σ΄ένα κείμενο. Το ξεχώρισε. Νόμιζε ότι η λαϊκή παράδοση, εντός του κειμένου ετούτου ζούσε. Η ελπίδα ότι ανακάλυψε κάτι τόσο σπάνιο την συνέρπασε. Δεν ήταν κάτι το τρομερό. Αλλά είχε μια μικρή δόση ικμάδας.
Σύντομα της είπαν ότι ο δημιουργός ήταν ζων Έσπευσε να τον συναντήσει. Ο γέρος αναμαλλιασμένος κύριος την συνάντησε. Συζήτησαν ήπιαν το καφεδάκι τους και χώρισαν. Μια συνήθης συνάντηση. Πίστευε ότι θα ήταν κάτι το ενδιαφέρον ο γέροντας.
Ημέρες περνούσαν, χρόνια περνούσαν και καθισμένη στο σαλόνι της έλαβε μια επιστολή. "Θα ήθελα να σας συναντήσω κλπ κλπ στο χωριό τάδε...
Με τιμή Μόσχα...." Διεύθυνση τάδε και τα τοιαύτα σχετικά.
Μωρέ δενμας παρατά. Εβδομηνταπεντάρα να τρέχω στα κακορίζικα τα μέρη. Μια αστραπή σκέψη πέρασε. Μια θύμηση αλλά μωρ΄δεν βαριέσαι. Έχει και το σήριαλ μου απόψε.
Ημέρες περνούσαν και η μοναξιά συνεχίζονταν. Ώσπου ένα νέο επιστολικό δελτάριο της ενθύμισε ότι αφήνουμε στην ζωή μας επιστρέφει. Την καλούσε στο χωριό Διρρεύματα της Κύμης η κυρά Μόσχα... τηλ. τάδε. Ήμουν τις λέγει η σύζυγος του γέρου που είχες συναντήσει πριν χρόνια. Επείγομαι λόγω ασθενείας να σας συναντήσω. Ζήτημα ζωής και...." Αυτό δημιούργησε τρομερά έκπληξη.
Πήρε το ΚΤΕΛ Ευβοίας και τράβηξε προς το χωρίον. Ο καιρός εκπληκτικός.Χαρούμενες παρέες ανεβοκατέβαιναν σκορπώντας νιότη και έρωτες. Φτάνοντας στο χωριό έσπευσε στον τόπο του ραντεβού. "ώρα 13,00 στην εκκλησία." Ρώτησε έμαθε ότι ήταν οι Άγιοι Ανάργυροι. Ποιον ρώτησε θα μου πεις. Τον μοναδικό κάτοικο που συνάντησε...
Άνοιξε την θύρα και προχώρησε. Η γερόντισσα που φυλάττε τον ναό και τον συντηρεί, έκλεισε και σφάλισε τον ναό. Εμπρός ο παππάς και μια γριούλα την υποδέχθηκαν. Την ευλόγησε ο παππάς έφεραν για την ταξιδιώτισσα ένα ποτήρι νερό και ένα γλυκό τοπικό, ξεραμένο λίγο και κάθισαν όλοι ευλαβικά για να συζητήσουν.
-Πριν χρόνια, της λέει η κυρά Μόσχα, συνάντησες έναν γέροντα σ΄ένα κοντινό χωριό. Μήπως θυμάστε;
-Είχα συναντήσει πολλούς γέροντες, στα μέρη σας. Η μελέτη μου για την λαογραφία και τα σεναριολογικά μου επαγγελματικά το επέβαλλαν. Ποιος ήταν;
-Στο χωριό Γαία. Για ένα κείμενο που σας είχε στείλει με θέμα έναν βρικόλακα.
-Α ναι. Θυμήθηκα.
Η πόρτα έκλεισε με πάταγο και ασφάλισαν τα μάνταλα. Ο παππάς σαν να αντάριασε.
-Α ναι. Θυμήθηκα.
Η πόρτα έκλεισε με πάταγο και ασφάλισαν τα μάνταλα. Ο παππάς σαν να αντάριασε.
- Πείτε μου τι νόημα έχουν αυτά μετά από τόσα χρόνια; Ούτε το όνομά του δεν θυμάμαι.
-Έχετε τίποτα άλλο εκτός του κειμένου; Κάποιο φυλακτό; Ένα ίσως μενταγιόν;
- Βέβαια τώρα που το λέτε μου έδωσε. Ούτε μια πεντάρα δεν αξίζει..
-Το 'χετε πάνω σας είπε έντρομος ο παππάς;
- Είστε στα συγκαλά σας; Ένα άχρηστο πράγμα θα το κουβαλώ μαζί μου μετά από τόσα χρόνια;
Μια κραυγή χαράς ακούστηκε και λύτρωσης συνάμα.
Μια κραυγή χαράς ακούστηκε και λύτρωσης συνάμα.
- Κυρία μου, άρχισε η κυρά Μόσχα. Είμαι η σύζυγός του, του.... Αυτός με γκάστρωσε πέντε φορές. Γέννησα τα παιδιά του. Μια μέρα στην εκκλησιά αυτή, την ώρα που έψελνε ο παππάς ένα ευαγγέλιο οι συγχωριανοί σφάλισαν τις πόρτες και έπιασαν τα πέντε παιδιά και τον κατηραμένο, τους κράτησαν και την ώρα που λεγε ο παππάς το ευαγγέλιο έσκασαν. Γέμισε ο τόπος να μην πω από τι... Καταλαβαίνετε.
-Όχι δεν καταλαβαίνω. Με φέρατε από τόσο μακριά για να ακούσω αυτά τα πράγματα; Εμείς τα γράφουμε για τον επιούσιο. Και έκανα τόσα χιλιόμετρα για να ακούσω αυτά που έγραφα όταν ήμουν νέα;
Και τους χαιρέτησε με χειραψία και φορώντας την λινή ζακέτα της κίνησε να φύγει.
Τότε ο παππάς άρχισε να ψέλνει. Από το ιερό βγήκαν δύο τρεις νέοι και ο παππάς άρχισε να απαγγέλλει το ευαγγέλιο.
Τα γεγονότα πλέον πήρα ανεξέλεγκτη τροπή.
Και τους χαιρέτησε με χειραψία και φορώντας την λινή ζακέτα της κίνησε να φύγει.
Τότε ο παππάς άρχισε να ψέλνει. Από το ιερό βγήκαν δύο τρεις νέοι και ο παππάς άρχισε να απαγγέλλει το ευαγγέλιο.
Τα γεγονότα πλέον πήρα ανεξέλεγκτη τροπή.
Ποτέ κανείς δεν έμαθε για την κυρία. Για το τι έγινε. Κανείς δεν πρόσεξε τίποτα. Όλα αυτά ήταν ένα σενάριο που δεν ολοκληρώθηκε. Ο παραγωγός προφανώς πτώχευσε.
Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού της γηραιάς κυρίας μετά από έτη και κατόπιν εισαγγελικής παρεμβάσεως εισήλθε στο άδειο οίκημα. Βρήκε ένα άχρηστο μενταγιόν. Το χάρησε στον εργάτη που έκανε το ξεσαβούρωμα....