To λοιπόν μας έφυγε και ο Γιάννης. Θα μου πείτε ποιός ήταν ο Γιάννης...
Ο Γιάννης ήταν πολλά για έναν μοναχικό τύπο, σαν εμένα. Ήταν ο ιδιοκτήτης ενός υπέροχου bar στην γνωστή
πλατεία Μαβίλη. Όχι ακριβώς εντός της... στα πέριξ ήταν.
Ήταν στην οδό Τιμολέοντος Βάσσου ανάμεσα σε δύο ξενοδοχεία, δίπλα σε μια εκκλησίτσα, ιδιοκτησίας της
Κυρίας Σημαντήρα.
Σ' αυτό το bar που λέγονταν το 'ΜΙΚΡΟ BAR" πέρασα από τον έγγαμο βίο, στον βίο του χωρισμένου. Σ' αυτό
το bar πέρασα δύο θανάτους γονιών. Σ' αυτό το bar πέρασα με τον φίλο μου τον κουμπάρο. Με την νέα μου
γυναίκα. Με λίγα λόγια ήταν το bar που με συντρόφεψε.
Το κλίμα που δημιουργούσε ο Γιάννης ήταν απίστευτο. Γλυκό, όσο έπρεπε, παγωμένο όσο έπρεπε. Ήξερε να σε
αφήνει να ταξιδεύεις, χωρίς να σου μιλάει. Ήξερε να επεμβαίνει όταν το ταξίδι του αλκοόλ έπαιρνε τον
κατήρφο...
Γιατί, εκεί δεν ήταν ένα bar σαν της πλατείας Μαβίλη, πως να το πω για καμάκι ή συναναστροφές. Ήταν ένα
bar για πότες και τόπος περίσκεψης. Θυμάμαι ένα βράδυ, τα πίναμε με τον κουμπάρο μου στο Παγκράτι και
ξεκινάμε για Αμπελόκηπους να πιούμε ένα ποτάκι. Και πιάνει ένας χιονιάς και γυρίζει σπίτι του ενώ εγώ
ανεβαίνω ποδαράτο κόντρα στο χιόνι φτάνοντας στου Γιάννη. Φίσκα, το μαγαζί, κοντά 2 το πρωί και μου
δίνει το ουισκάκι μου. Και σύντομα εμπρός μου απλώθηκε η γνωστή του ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ μαγειρίτσα... Γιατί εδώ
μετά το ποτό έρχονταν και το δυναμωτικό φαγάκι... Μαγειρίτσα, κότσι σε σπέσιαλ καταστάσεις, μακαρονάδα
με κιμά, ένα υπέροχο φαγί που το έκαιγε με φωτιά μισό μέτρο ύψος... Τι μάγειρας...
Τον θάνατό του τον έμαθα δύο μήνες ύστερα από το τραγικό αυτό τέλος. Ήταν χρόνια ασθενής με την
επάρατο. Το πάλευε.Εγώ απουσιάζω αυτόν τον καιρό, είμαι μακριά από τα πέριξ στους Χαιδαρίους Νήσους
όπως τους λέγω..
Πάει λοιπόν... Θυμάμαι ήταν ο πατέρας μου ήταν στα τελειώματα και ο πόνος μου ήταν αβάσταχτος. Κατά τις
δύο το πρωί αναπαύονταν ο πατέρας μου και συνήθως τότε ντυνόμουν βιαστικά και τσουπ στον Γιάννη. Ένα
στα γρήγορα... Και επιστροφή δίπλα στον πατέρα μου... Τα ίδια με την μάνα μου όταν είχε μείνει χήρα και
ασθενούσε... Δύο θάνατοι στου Γιάννη...
Δίπλα στον Γιάννη, υπήρχε και ο σκύλαρος του. Ο Μίσα με το όνομα... Σκύλος υπέροχος, γλυκός συνδαιτημών στα ποτά μας και μεγάλη ατραξιόν του άλλου αγαπημένου bar του MG.
Ήταν bar όπου κυριαρχούσε η χαμηλή μουσική, η πάρλα σαν μια γνωστή φαμίλια. Η πολιτική υπήρχε και δεν υπήρχε... Ήμασταν και οι δύο έντονα πολιτικοποιημένοι αλλά δεν παρλάραμε για αυτά. Ήταν θέματα που στις δύο τα πρωινά δεν τα θίγεις, εκτός αν είναι κομβικές αλλαγές...
Τι να πω, τι να πω.... Ένα κτίριο με ανθρώπους που με έχουν σημαδέψει... Μικρός σαν ήμουν ήταν τα γεροντοπαλίκαρα. Οι Αρνιακοί.Τρεις, ή τέσσερις γερόντοι απάντρευτοι με δεκάδες γάτες που πουλούσαν γάλα και προιόντα σαν τα φύλλα για πίτες, ριζόγαλα κλπ. Με έστελναν οι γονέοι μου και φοβόμουν τους γερόντους... Και μετά ο Γιάννης. Τώρα είδα μέσα στο bar εργασίες. Ποιός ξεύρει τι θα γένει. Ελπίζω να σεβαστεί ο νέος τα παλιά μας χούγια και να είναι αξιοπρεπές...
ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ ΓΙΑΝΝΗ....
Ο Γιάννης ήταν πολλά για έναν μοναχικό τύπο, σαν εμένα. Ήταν ο ιδιοκτήτης ενός υπέροχου bar στην γνωστή
πλατεία Μαβίλη. Όχι ακριβώς εντός της... στα πέριξ ήταν.
Ήταν στην οδό Τιμολέοντος Βάσσου ανάμεσα σε δύο ξενοδοχεία, δίπλα σε μια εκκλησίτσα, ιδιοκτησίας της
Κυρίας Σημαντήρα.
Σ' αυτό το bar που λέγονταν το 'ΜΙΚΡΟ BAR" πέρασα από τον έγγαμο βίο, στον βίο του χωρισμένου. Σ' αυτό
το bar πέρασα δύο θανάτους γονιών. Σ' αυτό το bar πέρασα με τον φίλο μου τον κουμπάρο. Με την νέα μου
γυναίκα. Με λίγα λόγια ήταν το bar που με συντρόφεψε.
Το κλίμα που δημιουργούσε ο Γιάννης ήταν απίστευτο. Γλυκό, όσο έπρεπε, παγωμένο όσο έπρεπε. Ήξερε να σε
αφήνει να ταξιδεύεις, χωρίς να σου μιλάει. Ήξερε να επεμβαίνει όταν το ταξίδι του αλκοόλ έπαιρνε τον
κατήρφο...
Γιατί, εκεί δεν ήταν ένα bar σαν της πλατείας Μαβίλη, πως να το πω για καμάκι ή συναναστροφές. Ήταν ένα
bar για πότες και τόπος περίσκεψης. Θυμάμαι ένα βράδυ, τα πίναμε με τον κουμπάρο μου στο Παγκράτι και
ξεκινάμε για Αμπελόκηπους να πιούμε ένα ποτάκι. Και πιάνει ένας χιονιάς και γυρίζει σπίτι του ενώ εγώ
ανεβαίνω ποδαράτο κόντρα στο χιόνι φτάνοντας στου Γιάννη. Φίσκα, το μαγαζί, κοντά 2 το πρωί και μου
δίνει το ουισκάκι μου. Και σύντομα εμπρός μου απλώθηκε η γνωστή του ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ μαγειρίτσα... Γιατί εδώ
μετά το ποτό έρχονταν και το δυναμωτικό φαγάκι... Μαγειρίτσα, κότσι σε σπέσιαλ καταστάσεις, μακαρονάδα
με κιμά, ένα υπέροχο φαγί που το έκαιγε με φωτιά μισό μέτρο ύψος... Τι μάγειρας...
Τον θάνατό του τον έμαθα δύο μήνες ύστερα από το τραγικό αυτό τέλος. Ήταν χρόνια ασθενής με την
επάρατο. Το πάλευε.Εγώ απουσιάζω αυτόν τον καιρό, είμαι μακριά από τα πέριξ στους Χαιδαρίους Νήσους
όπως τους λέγω..
Πάει λοιπόν... Θυμάμαι ήταν ο πατέρας μου ήταν στα τελειώματα και ο πόνος μου ήταν αβάσταχτος. Κατά τις
δύο το πρωί αναπαύονταν ο πατέρας μου και συνήθως τότε ντυνόμουν βιαστικά και τσουπ στον Γιάννη. Ένα
στα γρήγορα... Και επιστροφή δίπλα στον πατέρα μου... Τα ίδια με την μάνα μου όταν είχε μείνει χήρα και
ασθενούσε... Δύο θάνατοι στου Γιάννη...
Δίπλα στον Γιάννη, υπήρχε και ο σκύλαρος του. Ο Μίσα με το όνομα... Σκύλος υπέροχος, γλυκός συνδαιτημών στα ποτά μας και μεγάλη ατραξιόν του άλλου αγαπημένου bar του MG.
Ήταν bar όπου κυριαρχούσε η χαμηλή μουσική, η πάρλα σαν μια γνωστή φαμίλια. Η πολιτική υπήρχε και δεν υπήρχε... Ήμασταν και οι δύο έντονα πολιτικοποιημένοι αλλά δεν παρλάραμε για αυτά. Ήταν θέματα που στις δύο τα πρωινά δεν τα θίγεις, εκτός αν είναι κομβικές αλλαγές...
Τι να πω, τι να πω.... Ένα κτίριο με ανθρώπους που με έχουν σημαδέψει... Μικρός σαν ήμουν ήταν τα γεροντοπαλίκαρα. Οι Αρνιακοί.Τρεις, ή τέσσερις γερόντοι απάντρευτοι με δεκάδες γάτες που πουλούσαν γάλα και προιόντα σαν τα φύλλα για πίτες, ριζόγαλα κλπ. Με έστελναν οι γονέοι μου και φοβόμουν τους γερόντους... Και μετά ο Γιάννης. Τώρα είδα μέσα στο bar εργασίες. Ποιός ξεύρει τι θα γένει. Ελπίζω να σεβαστεί ο νέος τα παλιά μας χούγια και να είναι αξιοπρεπές...
ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ ΓΙΑΝΝΗ....
δεν έχω φωτό από το bar αυτήν την βρήκα στο διαδύκτιο. Ο γνωστός καναπές... |