¨Ηταν ένα ακόμα βράδυ. Πιστός στα πάθη, στην λατρεία της ηδονής, του παράνομου, της οσμής, της ανατριχίλας.... Κάθε πρωί, νοιώθω όλες τις τύψεις που χωράνε στο μικρό μυαλό μου. Τα μεσημέρια, σαν αισθάνομαι το σφύξιμο στην καρδιά, αγχώνομαι πανικοβάλλομαι, τρέμω.
Σχόλασα, πήγα σπίτι αποφασισμένος να μην κάνω αυτό, για το οποίο κάθε πρωί μετανοιώνω. Πάω στην παιδική χαρά, κάνω βόλτα και κούνια τα παιδάκια μου. Και όμως...
Εκεί μέσα στις παιδικές φωνές, στα χαρούμενα προσωπάκια αισθάνομαι την μορφή της παρούσα. Αισθάνομαι, να φιλώ τον λαιμό της, να παίρνω στο στόμα μου τις υπέροχες ρόγες της, να ακούω την ανάσα της και δεν αντέχω. Για άλλη μια φορά, το πέος μου - θεέ μου πόσο ντρέπομαι - είναι σε εγρήγορση. Αδυνατώ να συγκρατηθώ. Πάντα φορώ μακρύ μπουφάν, γιατί ενδόμυχα ξέρω.
Φεύγουμαι όλοι από την παιδική χαρά. Πάμε με το τζιπ σπίτι. Βάζω τέρμα την μουσική. Ακούω ένα γλυκό τραγούδι όπου ο Μάγκας με το κλαρίνο του μας καλεί να κλάψουμε. Το βγάζω, βάζω Θρακιώτικους σκοπούς, με την τσαμπούνες τις πίπιζες... Τίποτα, η σκέψη μου εκεί. Η σύζηγος χαρούμενη μου φτιάχνει το βραδυνό τσάι, αποτέλεσμα των σπουδών και της ζωής μας εκεί στην ξενιτειά. Τέρμα, σήμερα δεν θα πάω... Βάζω διονυσιακά τραγούδια από την Κάσο. Σήμερα θέλω να μείνω, με την σκέψη στο νησί, απέναντι από την Κάρπαθο, που το λούζει το δειλινό, αυτό το δακτυλίδη στα βουνά της.
Θεέ μου, άραγες σήμερα ποιοί θα είναι στα δωμάτια? Πόσες κραυγές, στους μονωμένους τοίχους πίσω από την εκκλησιά την ώρα που συντελείτε οεσπερινός. Και πόσες επικλήσεις? Ποιοί απεσταλμένοι του εωσφόρου θα κυριεύσουν τα λάγνα κορμιά? Πόσος ιδρώτας περιπεπλεγμένων αντρικών κορμιών όπου τα μπράτσα και τα χέρια γυμνασμένων νέων θα θωπεύουν αυτά τα - ταλαιπωρημένα από την γραφειοκρατία - μεσήλικα κορμιά. Εγώ όμως, έχω καθαρόν τον κώλο μου. Δεν είμαι από αυτούς. Έστησα, την κομπίνα με τον αιδεσιμότατο μονώνοντας τα κελιά πίσω, κοντά στα ιπποστατικά, βάλαμε μυστικά κουμπιά και δεν φαινόμαστε... Ποιοί? Εμείς οι φίλοι. Που όλοι μας είμαστε παιδιά μιας φιλήφονης ειμαρμένης...
Ξανά, η εικόνα της. Στην μύτη μου αισθάνομαι τα υγρά της, ΑΥΤΑ ΤΑ ΜΑΓΙΚΑ ΥΓΡΑ, που λαμβάνω σαν σκύβω στο μέρος ου ΥΜΝΟΥΝ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ, στα χέρια μου η αποτύπωσις της ανατριχίλας της σαν μπαίνω βαθιά μέσα στα μέρη, που ΜΟΝΟ εγώ ΘΑΡΩ... έχω δικαίωμα να εισέλθω. Στην σκέψη μου δίπλα οι άλλοι που ψάλουν και οι άλλοι που παίζοντας αντρικά παιχνιιδάκια παρασείρονται, σιγά σιγά, στην υπηρεσία της ΟΜΟΦΥΛΗΣ ηδονής.
Κοιτάω πολλούς γύρω μου σκεπτόμενος γιατί χρόνια δεν έχουν ένα γυναικείο κορμί δίπλα τους. Καταπιεσμένους αδύναμους γκέυ, που δεν το ξέρουν παίζοντάς τον ρόλο του ΠΟΙΟΥ ΑΛΗΘΕΙΑ?
Η γλώσσα μου θέλει την αλήθεια της. Να βυθιστεί... Και όμως σήμερα ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΩ... Είναι βαρύ το τίμημα. Πρέπει να διώξω να ζητήσω από ποιούς διάολε? Τι να ζητήσω... Σε ποιόν επίσκοπο ποιάς επισκοπής? Πως θα διώξω αυτούς τους υπηρέτες του εωσφόρου που την νύχτα στην Αγία Τράπεζα αφοδεύουν, καλούν τον Μαστραχανάμ τον Επιλατευτήμαγκ και μετατρέπονται στο αντίθετο της πίστης? Πως έμπλεξα έτσι? Το πέος μου αυτό το ατίθασο πράγμα ανάμεσα στα σκέλια, φταίει για όλα. Όχι δεν φταίει αυτό. Εγώ στην Πολίχνη του Εδιμβούργου είχα την κάμαρά μου ... Ερχόταν αυτή και γευόμασταν χρόνια τα θέλω μας...
Αυτός ο Μέγιστος... ο συγγενής του συγχωρεμένου. Που με έδεσε, με τα αλλότρια πάθη της παρέας του... Του άρεσε να βλέπει τα γυμνασμένα αντρικά κορμιά, να γλύφει τις άκρες των νευρώνων, να αισθάνετε μέσα του όλη την δύναμη και όλες τις χαραματιές, τα αιμοφόρα αγγεία ενός καλοσχηματισμένου πέους. Να νιώθει τους όρχεις να ακουμπούν στα οπίσθιά του, λαμβάνοντας όλη την ηδονή που ήθελε. Πόσο άρεσαν στην γαμημένη παρέα του οι φιλήδονες τούτες στιγμές. Πολλοί το ξέρουν, κάποιοι προσπάθησαν να εξαφανιστούν από προσώπου γης... Αλλά, είναι μικρός ο κόσμος, ένα μεγάλο κρεββάτι όπως μου είπε πριν λίγες εβδομάδες μια καλή μου φίλη.
Έβαλα την οικογένεια για ύπνο στις επτά και μισή. Η Σκωτζέζικη ομίχλη όμοια σαν την Βορειοελλαδίτηκη .... έπεσε. Ντύθηκα, έφυγα, συνάντησα την άγνωστη ετέρα που μου αναλογεί σήμερα. Πήγα στο μπαρ πλήρωσα τον καλό μου τροφοδότη και πήγα στην Μονή. ¨Ηταν όλοι εκεί. Στην εκκλησία ακούγονταν οι λατρεμένοι ύμνοι... Και όλοι πήραν τις θέσεις τους στα γνωστά πεντακάθαρα, υπεροπολυτελή κελιά...
Η ηδονή, τα πάθη και οι εμμονές...
Μαζί και Η ΠΙΣΤΗΣ στους φανερούς και κεκριμένους μαύρους θεούς.
¨Ολοι πήραμε τις γνωστές θέσεις μας...
Πριν από 5 ώρες