27 Ιανουαρίου 2017

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΦΩΝΗ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΤΙΜΑ ΤΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ ΤΗΣ... ΓΙΟΒΑΝΝΑ ...

Σας έχω πει για το ποιούς εκτιμώ έτσι δεν είναι?

Ίσως να το καταλάβατε τόσα χρόνια. Αυτοί που είναι ΣΥΝΕΠΕΙΣ που δεν φτύνουν εκεί που έζησαν... Και μου αρέσουν και οι ρομαντικές φωνές...
 Oι φωνές που μας δίνουν εικόνες

Πέτυχε τόσα στην χώρα μας και ΑΠΟΓΕΙΩΘΗΚΕ στην ΕΣΣΔ και στην ΓΕΩΡΓΙΑ...

Και είναι εκεί


Δεν έφτυσε ποτέ ΔΕΝ ΞΕΧΑΣΕ από που ξεκίνησε



Αυτή που υπήρξε το ίνδαλμα του κινηματογράφου της ΓΕΩΡΓΙΑΣ...


Την λατρεύω είναι ένας γλυκίτατος άνθρωπος




ΓΙΟΒΑΝΝΑ άσε τους άλλους να έχουν τίτλους "άτιτλους" ΕΣΕΝΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΣΑΝ ΠΡΕΣΒΕΙΡΑ μας στην μεγάλη περιοχή του πολύχρωμου τόξου των ΡΩΣ και των πέραν αυτών...



ΓΕΩΡΓΙΑ μια χώρα αγάπης και χαράς όπως λέγει 


24 Ιανουαρίου 2017

Η ΣΤΡΑΤΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΗΛΙΚΙΑ... ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΥΠΟ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΟΝΟΣ δρ. AKRAT

Μελετώντας από νέος την ανθρώπινη φύση στα καλύτερα πανεπιστήμια της πλάσης (πχ Νιγιαμπάσου Νιγηρίας, Ουγιάσου Τζατζικιστάν...) ήλθε η ώρα να σας πω ορισμένες πρακτικές διαπιστώσεις. Αυτές ελπίζω να σας πάνε πιο πέρα δηλαδή στο ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΤΑΔΙΟ της ανθρωπίνης φύσεώς μας ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΗΛΙΚΙΑ...

Καλή στράτα....

Όσοι γλυτώσουμε, αν γλυτώσουμε, από ανευρίσματα, εμφράγματα, καρκίνους, ποδάργρες, ψείρες, κορέους κτλ κτλ.  λίγο πριν τα εξήκοντα θα παρατηρήσουμε ορισμένα εμφανή σημάδια...

Ύπνος πιότερος, εγκατάλειψη διαφόρων σπορ εντατικοποίηση ετέρων που μας ετοιμάζουν για το ύψιστο καθήκον του ανθρώπου... ΤΗΝ ΝΙΡΒΑΝΑ λίγο πριν το τετέλεστε...

Τι τα θες τι τα γυρεύεις... Χους εις χουν και εις χουν απελεύσε... Το οποίον σημαίνει πως θα γίνουμε χώμα... Χώμα αφράτο που θα μας ευλογούν όσοι μας αγαπούν, ή χώμα χαλκοειδές άχρηστο και  υβριζόμενον υπό πάντων....

Ωστόσο πριν βρίσεις μάστορα τους εκνευριστικούς τύπους που όλα τα ξέρουν και όλα τα μηρυκάζουν κάτσε και σκέψου το άγχος μας...

Θα μας αγαπά κανείς για να μας γιατροπορέψει ή θα πάμε άκλαυτοι σαν το σκυλί στο αμπέλι... χωρίς ένα χέρι αγάπης στην κλίνη για τον όξω... τέλος έργου...

Αυτό το άγχος στο πόνημά μου που κατατέθηκε στο γιουνιβέρσιτι Ογκαμπαγκεντουλ της Λιβύης μας οδηγεί στην υστερική διεκδίκηση μιας ύστατης αγάπης... Δεν είναι θέμα το τι θα αγαπήσουμε. Ζώο, έρωτα, παιδί, βιβλία είναι το γαμώτο.

Και αυτοί που δήθεν τα έχουν λυμένα δηλαδή έχουν ζήσει μια ζωή καλή με έναν άνθρωπο, έχουν παιδιά σκύλους σπίτια κλπ μην τους κοιτάς δήθεν ανέμελους και κοτσονάτους... Η περδικούλα τους το ξέρει πόσο μόνοι αισθάνονται.. Πόσο η ζωή του έχει κάνει τα νεύρα τσαντάλια...

Ειδάλλως αδέλφια μου, αγαπητοί μου μαθητές τόσα ψυχοφάρμακα στην χώρα δεν δικαιολογούνται... Έχετε δει όλοι σας τις διαφημίσεις του ΧΑΜΟΓΕΛΟΥ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ που μας ανακοίνωσε ότι επενέβη σε 20 χρόνια 1,250,000 φορές... Από την άλλη εμείς σαρώνουμε τα ρεκόρ ψυχοφαρμάκων...

ΤΙ ΩΡΑΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ....

ΒΟΥΡ ΓΙΑ ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΟΥ ΜΕΣΗΛΙΚΑ ...

Άμα περιμένατε συμβουλές παίξατε και χάσατε...

22 Ιανουαρίου 2017

ΟΙ ΒΩΜΟΛΟΧΙΕΣ ΤΟΥ 2017 ψευτο ποιήματα έτσι για χαβαλέ.... ΕΚΔΟΤΙΚΕΣ...

ΜΟΥΤΖΟΥΡΕΣ

Έξη περικοκλάδες στο χαρτί,
και δέκα αγαμίες πλεχτήκανε και κάνανε
του κόσμου ιστορίες.
Κατά πως λέγανε λοιπόν, μεγάλοι ποιητάδες
-Παιδί μου, κοίτα για να δεις και πες μου την αλήθεια.
Έχεις κορίτσι έμορφο ή έχεις την χείρα φίλη?
Πες μου αγόρι μου καλό και θα πω την αλήθεια.
-Μπάρμπα μεγάλε ποιητή της πλάσης πενεμένε
που να βρω γκόμινα καλέ πες μου ταχιά να πάγω,
εγώ 'με άσχημος πολύ και από τσουτσούνι τζίφος,
Είμαι παρέα ολημερίς της θλίψης ερωμένος.
Έχω το κλάμα εύκολο τα νεύρα μου τσαντάλια
αλλά από ποιήματα πολλά ωσάν χαρτοπετσέτες
Την μια την γράφω ποιητικώς στην άλλη ξεροχύνω
-Πω πω αγόρι μου καλό, να φύγεις να λακίσεις.
Να πας Ομήρου 68 που μένουν ψυχολόγοι,
μονάχα κοίτα για να δεις σταμάτα να με πρήζεις.
Τις πόρτες βρε των εκδοτών άσε για κάνα άλλον….
Και άμα εκδόσεις βρε γιαβρί το χρήμα το χεις φίνο…



Ο ΕΡΩΤΥΛΟΣ 

Kόρη λιγνή και λυγερή, κυρά μου σιτεμένη.
Του ποιητάκου άρπαξε την ψώλα την βαρβάτη,
Γιατί η καύλα θέριεψε, θεριό του έχει γένει.
Την μια βρε χύνει μόνος του, την άλλη με πουτάνα.
Το βράδυ ντίρλα γίνετε στα μπαρ ξεροσταλιάζει.
Άσε το άλλο μάτια μου… την πέφτει σε χαχόλες
Την πέφτει βρε στην φίλη του, την πέφτει στην ξαδέλφη,
την πέφτει και στην θεία του που είναι πονεμένη.
Το δόντι της την τρέλανε έχει και τον μαλάκα,
να τις λαλεί ολημερίς για κόσμους πλανεμένους.
Πάρτε κορίτσια το λοιπόν αυτούνον τον μαλεύρα
Που χει την πούτσα όρθια και το μυαλό του λίγο.
Γιατί οι πόρτες των εκδοτών έχουν φρακάρει πλέον….


Ο ΚΙΜΠΑΡΗΣ....

Είμαι εγώ ένας ποιητής βαρβάτος και κιμπάρης.
Μονάχα καλοί μου άνθρωποι είμαι λίγο μαλάκας.
Είμαι στην πλάση καθαρός και το μυαλό μου φίνο.
Γράφω ποιήματα τρελά και μαργαριταρένια.
Αλλά… μου λείπει το μουνί την ψώλα μου να χώσω.
Αυτή την έκαμα καλέ, λάστιχο την καημένη.
Την πιάνω τώρα, την πιάνω χτες, την πιάνω όλη μέρα.
Την πασπατεύω την καλή, την έμορφη την ψώλα.
Αυτή μωρέ δεν είναι πια ψωλή
είναι η φίλη μου η Καλή….
Βρε να την βάνω δεν μπορώ, την λύση για να ευρώ
αλλά για του κόσμου τον ντουνιά τις λύσεις έχω ούλες…
Και του εκδότη τα μυαλά θα πάρω θα κυριεύσω…


ΝΑ ΜΗΝ ΣΚΟΝΤΑΦΤΕΙΣ...


Στου εκδότη τα σκαλιά σκόνταψα και ΄πεσα κάτω.
και τα χαρτιά μου μπέρδεψα μαζί και την λαλιά μου.
Θυμήθηκα τότες που ΄γλυφα την κλειτορίδα τότες,
της γκομενίτσας της Λενιώς που ήταν λαλημένη.
Αυτή νορμάλ δεν ήτανε ήτανε τρελαμένη.
την μια της άρεσα εγώ την άλλη ο μπάρμπα Τάσος.
Την άλλη έπαιρνε που λες, λεξοτανίλ πέντε έξη…
Είχε που λέτε και άλλο, εν πρόβλημα στην καρδιά της.
Την πείραζε που ήτανε αδύνατη, σαν σκελετός ένα πράγμα…
Σαν έκανε έρωτα μωρέ βαράγαν τα κανιά της
και πόναγε και έσκουζε ωσάν την προβατίνα.
Τα κόκαλα, την πόναγαν και οργασμό δεν είχε.
την μια την έκανα νταντά την άλλη την θωπεύω,
την άλλη τις έχωνα τον πούτσο μέσα στο στόμα.
Την πόναγαν τα ούλα της, την πόναγαν τα δόντια
η γλώσσα της ήταν έμορφη, μου θώπευε τον πούτσο.
Αλλά τα δόντια της ωρέ βάραγαν και βάλανο και πόστη.
Τον Εμπειρίκο ήξευρε από όξω η καημένη,
τον Εγγονόπουλο έπαιζε στα χέρια της ένα πράγμα…
Εγώ τις μίλαγα ωρέ με τα δικά μου λόγια,
τις έλεγα ποιήματα καλά και φίνες ομιλίες.
Και αυτή μου είπε τάχιστα…
-Να πας βρε γρήγορα ταχιά στον Κώστα τον εκδότη…



14 Ιανουαρίου 2017

O ΠΟΛΕΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΩΡΑΙΑ ΜΑΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΣΑ ΣΤΑ 1821... ΌΨΕΙΣ ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΕΣ ΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΟΓΕΣ... ΣΤΟ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ ΣΤΗΝ ΚΑΡΥΣΤΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΥΜΗ

Η πανώλη είχε απλωθεί γύρω μας. Ολάκερη η Καρυστία είχε γιομίσει χήρες και ορφανά. Παντού έβλεπες αιμορραγούσες ψυχές, παντού οι παπάδες παρατούσαν τα κτήματα τις δουλειές τους και μούλωναν (έθαβαν) τους άτυχους. Ο ιμάμης ξυπνούσε αξημέρωτα και γύριζε στα νεκροταφεία ψάλλοντας στον Αλλάχ θάβοντας τα πλυμένα πτώματα. Κάθε χωριό εφάρμοζε όπως μπορούσε καραντίνα. Δεν ήταν όμως εύκολη υπόθεση. Ήταν η αντάρα της κλαγής των όπλων. Ήταν που μερικοί κουζουλοί, πήραν τα όπλα για να χαλάσουν την τάξη.

Θέλαν να γκρεμίσουν τον δούλο του θεού και σουλτάνο αυτού του κόσμου… Θελαν να μην υπάρχει Αυτός που είναι σπορά του Οσμάν. Γιατί όπως λέγει μια επιγραφή «…  στην Βαγδάτη είμαι ο Σάχης, στην επικράτεια των Ρωμιών είμαι ο Καίσαρας, στην Αίγυπτο ο σουλτάνος…» (επιγραφή στο Μπεντέρ του 1538)…
https://tatshs.wordpress.com/2016/06/01/%CE%BA%CF%81%CE%B9%CE%B5%CE%B6%CF%89%CF%84%CE%B7%CF%83/

Οι απλοί άνθρωποι Ρωμιοί και μουσλιμάνοι, Αρβανιτάδες, Σαρακατσάνοι, Βλάχοι και Σκλαβούνοι ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους αμπαρωμένοι. Όμως οι ψείρες, οι κορέοι αναπαρήγαγαν την πανώλη και οι ποντίκοι συνέχιζαν το δολοφονικό τους έργο… Μονάχα κάτι ρέμπελοι, κάτι αλλοπαρμένοι κάποιοι ψυχάκιδες γύριζαν την Καρυστία την παινεμένη και οι Οθωμανοί διώκτες των επαναστατών. Δύο φίλοι γκαρδιακοί ο Βάσσος Μαυροβουνιώτης και ο Κριεζώτης κι ένας παλαβός ο Οδυσέας Ανδρούτσος και απέναντί τους ο Αχμέτ Κεχαγιάς δεν άφηναν τον τόπο να ημερέψει… Πόλεμος και θανατικό πανώλης βασίλευαν… Ποιος όμως μπορεί να ερωτευθεί ειλικρινά: Μόνο ο πολεμιστής πάσης φύσεως μπορεί να ανοίξει την γκαρδιά του.


«Έτσι και εγώ ο Κριεζώτης… Τα μάτια της… Τα μάτια αυτής από την Κούμη… Με είχαν πλανέψει… Τα μαλλιά της, η λαλιά της το δέρμα της. ΤΗΝ ΘΕΛΩ την θέλω γυναίκα μου κυρά και αρχόντισσα στον οντά μου». 
Ήταν Μουσλιμάνα. Έμενε στην Κούμη λαλούσε όπως ούλοι τα Ρωμέϊκα. Είχαν αλληλοκοιταχτεί μια χιονισμένη μέρα και αυτό ήταν. Έτρεξε πήγε στον παπά σ’ ένα ξωκλήσι και βαπτίστηκε. Έγινε η Μαρία η Νεοφώτιστη… Κανείς δεν νοιάστηκε. Ο πατέρας της δεν λέγω στεναχωρέθηκε, αλλά άφεριμ γυναίκα είναι ποιος νοιάζεται… Η γυναίκα ας γένει ότι θέλει ο άντρας πρέπει να τιμά την Πίστη.

«Δώκαμε μια τρομερή μάχη και κατάφερα και τον έπιασα τον Αχμέτ Κεχαγιά κοντά στο Μαρμάρι. Αυτός στεναχωρέθηκε σφόδρα. Έκλαιγε το κακό του ριζικό. Έχασε την μάχη, ηττήθηκε. Τρώγαμε μαζί δύο οχτροί και φίλοι αντάμα. Τον πρόκαμα στον πιτς φυτίλι. Έβγαλε το γιαταγάνι του να αυτοκτονήσει από την ντροπή.  Ήταν παλληκάρι ο Αχμέτ. Χαίρεσαι να πολεμάς…
Το ασκέρι μου πήγε μαχόμενο την πανώλη και τους Τούρκους στην Σκύρο. Εκεί καπετάνισσα και αρχόντισσα ήλθε η Μαρία μου…»
Πάνω στην σκούνα του Σταματίου Αστέρη αυτού του μεγάλου επαναστάτη της Κούμης. Αυτός είχε αψηφίσει πλούτη φαμίλια τα πάντα και είχε «κολλήσει την αρρώστια του ρέμπελου»!!
«Σαν την είδα να φτάνει στην Σκύρο κατέβηκα κλαίγοντας από χαρά. Την πήρα στα χέρια μου και τα παλληκάρια μου γιόρταζαν έπιναν και τρώγανε τα καλύτερα σφαχτά…
Φύγαμε με δύο σκούνες το ένα του καπετάν Σταματίου Αστέρη για την Κέα. Φοβήθηκαν οι νησιώτες το θανατικό κατέβηκαν με τα όπλα να μας βάνουν στο καθαρτήριο… Σαν βγάλαμε τα όπλα πέσαν στα τέσσερα φιλούσαν τα ποδάρια μας. Τόση σκληράδα.»
Ευτυχώς υπάρχει για κάθε κατατρεγμένο η Αίγινα. Το νησί καβάτζα για τους ρέμπελους. Το νησί σωτηρία για την Αθήνα. Και τα χρόνια περνούσαν μέσα στο αίμα.
«Πάντα όμως κορώνα στο κεφάλι μου η Νεοφώτιστος Μαρία. Αυτή μου γιάτρευε τα πάθη αυτή με οδηγούσε στην ζωή… Όμως ο Πανάγαθος Θεός τα φέρνει κατά πως θέλει αυτός. Δεν ήταν γραφτό να ζήσει πολλά έτη η Μαρία. Πόθανε. Έφυγε. Την πήρα και την έθαψα στην Μονή Πετράκη.»
Τότες η Μονή έπιανε από το Κολωνάκι ως τους Αμπελόκηπους. Άντε βρες τον τάφο σήμερα. Ούτε αυτοί οι μοναχοί σήμερα ξεύρουν το μέρος του τάφου της Μαρίας, της έμορφης Κουμαίας Νεοφώτιστης… Θα είναι τα κόκκαλα κάτου από την Αμερικάνικη Πρεσβεία: Κάτου από πια πολυκατοικία:
«Όμως μου το ‘πε η Μαρία μου. Να πας στην Κούμη ξανά στον Καστροβαλά πάνου θα βρεις την φίλη μου την έμορφη Αμέρισα. Αυτήν θα πάρεις γυναίκα σου αγόρι μου λέγει…
Βουρλίστηκα, τρελάθηκα. Την έθαψα με ούλες τις τιμές, έκλαψα και κίνησα για την Κούμη. Έφτασα απέναντι στην Σκύρο.»
 Η Σκύρος η παινεμένη. Πάντα Ρωμέικη, πάντα ρέμπελη. Όμως η Κούμη δεν ήταν ίδια. Οι επαναστάτες είχαν ηττηθεί την ηγεσία πλέον την είχαν οι νοικοκύρηδες. Πίστεψαν τα λόγια των Οθωμανών. Τώρα που τα Ψαρά, η Ύδρα, το Γαλαξίδι, οι Σπέτσες και ούλα τα νησά ήταν με τους ρέμπελους τώρα εσείς θα γένετε ναυτοκράτες τους λέγαν.  Όλα τα καλά θα ΄χετε. Ότι ζητήσετε ο Σουλτάνος θα σας το δίνει. Τα καράβια σας θα είναι πρώτα στις μεταφορές της Αυτοκρατορίας. Δεν θέλει και ρώτημα. Ποια επανάσταση, ποιο ρεμπελιό…  Τώρα είναι ώρα για μπίζνες. Οι «συντροφιές» και οι «σύντροφοι» το σκέπτηκαν το ζύγισαν (συντροφιές λέγανε όσους με κοινό λογαριασμό έκαναν επιχείρηση είτε αγόραζαν καράβια και σύντροφοι λέγονταν οι αποτελούντες την συντροφιά) Σιγά μην νικήσουν οι ρέμπελοι. Εμείς με την ΑΙΩΝΙΑ ΤΑΞΗ… Έτσι το αποφάσισαν.

Βάναν φρουρές στην Παραλία οι Κουμιώτες μην έλθουν οι επαναστάτες. Τούρκοι και Ρωμιοί παραφύλαγαν μην έλθει το ασκέρι ‘πο την Σκύρο. Είχαν βλέπετε στείλει οι Κουμαίοι κατασκόπους παντού σε ούλη την επαναστατημένη Ρωμιοσύνη και τα λέγαν χαρτί και καλαμάρι στους Οθωμανούς. Ξέραν τα πάντα για τον Κριεζώτη όπως και κάθε κίνηση του ρεμπελιού.

«Ήταν Μάης θυμάμαι. Ξεκινήσαμε από την Σκύρο 700 πολεμιστάδες. Πάνω σε 22 καράβια φορτωμένα ως τα μπούνια κινήσαμε ταχιά να πατήσουμε την Κούμη. Σαν μας είδαν οι Κουμιώτες πολύ πριν την Πρασούδα τρόμαξαν και κρύφτηκαν ούλοι στα βουνά.»
Αυτά τα βουνά που σώνουν πάντα την Κούμη. Βλέπεις τον Μάη μήνα η Σκύρος φαίνετε, από την Κούμη σαν να είναι δίπλα σου.Βάνεις το χέρι σου και λες ότι θα την πιάσεις.
«Πατήσαμε στην Παραλία της Κούμης αλλά δεν βρήκαμε κανένα. Μόνο μερικοί κρυμμένοι δικοί μας, αυτοί που ήταν δικοί μας ρέμπελοι κατάσκοποι κρυμμένοι μέσα στους Κουμιώτες που παρέμεναν πιστοί στην ιδέα της επανάστασης. Αυτοί μας λάλησαν ότι έρχεται ο Ισούφ Σιλιχτάρης με 2,000 νοματέους για να δώκουν μάχη. Πήραμε καμιά 20αριά καράβια και βυθίσαμε άλλα 13 από τον στόλο τους. Όμως ήπρεπε να πάρω την δεύτερη γυναίκα μου ‘πο τον Καστροβαλά, την έμορφη Αμέρισα.»
 Αυτή ήταν παινεμένη, έμορφη κόρη του Νικολάου Ζαχαρόπουλου που ήταν τρανός πρόκριτος της περιοχής. Γιατί να το ξέρετε κέντρο διοικητικό δεν ήταν η Κούμη. Ήταν ο Καστροβαλάς. Εκεί ήταν όλες οι υπηρεσίες. Η Κούμη ήταν μεγαλύτερη ίσως σε κόσμο αλλά το κέντρο ήταν ο Καστροβαλάς.


«Άφηκα την Κούμη εκνευρισμένος για την προδοσία τους. Όμως άφηκα 70 παλληκάρια υπό τις διαταγές του Νικολάου Τόλια. Τους άφηκα στην Κούμη με εντολή να είναι κρυμμένοι, και να μου φέρουν στην Σκύρο την Αμέρισα.»
 Αυτή η κούκλα του Καστροβαλά η κύρισα ήταν παντρεμένη και την είχαν κρύψει σε άγνωστο μέρος. Κινάει ένα σκοτεινό βράδυ ο Τόλιας φτάνει στον Καστροβαλά και ζητάει να πάρει την έμορφη Αμέρισα. Φευ !! Φωνή βοώντος την είχαν βάνει σε άγνωστο μέρος. Κανείς δεν λαλούσε το που ΄ναι.
Σαν να μην έφτανε αυτό στέλνουν οι Κουμιώτες επιτροπή να ζητήσουν πίσω τα μπαπόρια τους…
«Βουρλίστηκα, τρελάθηκα. Τα βυθίζω τα καίω και το έπραξα μέσα στο λιμάνι της Σκύρου. Να ‘ρθετε με την επανάσταση και να τιμήσετε το όνομά σας τους λέγω.»
Τα άλλα τα κρυμμένα παπόρια τους στο Θορικώ τα βύθισε ο Άγγλος μοίραρχος Άμιλτον…

«Έτσι κίνησε η ζωή μου εκείνα τα χρόνια… Με πόλεμο και έρωτα.»