Η πανώλη είχε απλωθεί γύρω μας. Ολάκερη η
Καρυστία είχε γιομίσει χήρες και ορφανά. Παντού έβλεπες αιμορραγούσες ψυχές,
παντού οι παπάδες παρατούσαν τα κτήματα τις δουλειές τους και μούλωναν (έθαβαν)
τους άτυχους. Ο ιμάμης ξυπνούσε αξημέρωτα και γύριζε στα νεκροταφεία ψάλλοντας στον
Αλλάχ θάβοντας τα πλυμένα πτώματα. Κάθε χωριό εφάρμοζε όπως μπορούσε καραντίνα.
Δεν ήταν όμως εύκολη υπόθεση. Ήταν η αντάρα της κλαγής των όπλων. Ήταν που
μερικοί κουζουλοί, πήραν τα όπλα για να χαλάσουν την τάξη.
Θέλαν να γκρεμίσουν τον δούλο του θεού και
σουλτάνο αυτού του κόσμου… Θελαν να μην υπάρχει Αυτός που είναι σπορά του
Οσμάν. Γιατί όπως λέγει μια επιγραφή «… στην Βαγδάτη είμαι ο Σάχης, στην
επικράτεια των Ρωμιών είμαι ο Καίσαρας, στην Αίγυπτο ο σουλτάνος…» (επιγραφή
στο Μπεντέρ του 1538)…
https://tatshs.wordpress.com/2016/06/01/%CE%BA%CF%81%CE%B9%CE%B5%CE%B6%CF%89%CF%84%CE%B7%CF%83/
https://tatshs.wordpress.com/2016/06/01/%CE%BA%CF%81%CE%B9%CE%B5%CE%B6%CF%89%CF%84%CE%B7%CF%83/
Οι απλοί άνθρωποι Ρωμιοί και μουσλιμάνοι,
Αρβανιτάδες, Σαρακατσάνοι, Βλάχοι και Σκλαβούνοι ήταν κλεισμένοι στα σπίτια
τους αμπαρωμένοι. Όμως οι ψείρες, οι κορέοι αναπαρήγαγαν την πανώλη και οι
ποντίκοι συνέχιζαν το δολοφονικό τους έργο… Μονάχα κάτι ρέμπελοι, κάτι
αλλοπαρμένοι κάποιοι ψυχάκιδες γύριζαν την Καρυστία την παινεμένη και οι
Οθωμανοί διώκτες των επαναστατών. Δύο φίλοι γκαρδιακοί ο Βάσσος Μαυροβουνιώτης
και ο Κριεζώτης κι ένας παλαβός ο Οδυσέας Ανδρούτσος και απέναντί τους ο Αχμέτ
Κεχαγιάς δεν άφηναν τον τόπο να ημερέψει… Πόλεμος και θανατικό πανώλης
βασίλευαν… Ποιος όμως μπορεί να ερωτευθεί ειλικρινά: Μόνο ο πολεμιστής πάσης
φύσεως μπορεί να ανοίξει την γκαρδιά του.
«Έτσι και εγώ ο Κριεζώτης… Τα μάτια της… Τα
μάτια αυτής από την Κούμη… Με είχαν πλανέψει… Τα μαλλιά της, η λαλιά της το
δέρμα της. ΤΗΝ ΘΕΛΩ την θέλω γυναίκα μου κυρά και αρχόντισσα στον οντά μου».
Ήταν Μουσλιμάνα. Έμενε στην Κούμη λαλούσε
όπως ούλοι τα Ρωμέϊκα. Είχαν αλληλοκοιταχτεί μια χιονισμένη μέρα και αυτό ήταν.
Έτρεξε πήγε στον παπά σ’ ένα ξωκλήσι και βαπτίστηκε. Έγινε η Μαρία η
Νεοφώτιστη… Κανείς δεν νοιάστηκε. Ο πατέρας της δεν λέγω στεναχωρέθηκε, αλλά
άφεριμ γυναίκα είναι ποιος νοιάζεται… Η γυναίκα ας γένει ότι θέλει ο άντρας
πρέπει να τιμά την Πίστη.
«Δώκαμε μια τρομερή μάχη και κατάφερα και τον
έπιασα τον Αχμέτ Κεχαγιά κοντά στο Μαρμάρι. Αυτός στεναχωρέθηκε σφόδρα. Έκλαιγε
το κακό του ριζικό. Έχασε την μάχη, ηττήθηκε. Τρώγαμε μαζί δύο οχτροί και φίλοι
αντάμα. Τον πρόκαμα στον πιτς φυτίλι. Έβγαλε το γιαταγάνι του να αυτοκτονήσει
από την ντροπή. Ήταν παλληκάρι ο Αχμέτ. Χαίρεσαι να πολεμάς…
Το ασκέρι μου πήγε μαχόμενο την πανώλη και
τους Τούρκους στην Σκύρο. Εκεί καπετάνισσα και αρχόντισσα ήλθε η Μαρία μου…»
Πάνω στην σκούνα του Σταματίου Αστέρη αυτού
του μεγάλου επαναστάτη της Κούμης. Αυτός είχε αψηφίσει πλούτη φαμίλια τα πάντα
και είχε «κολλήσει την αρρώστια του ρέμπελου»!!
«Σαν την είδα να φτάνει στην Σκύρο κατέβηκα
κλαίγοντας από χαρά. Την πήρα στα χέρια μου και τα παλληκάρια μου γιόρταζαν
έπιναν και τρώγανε τα καλύτερα σφαχτά…
Φύγαμε με δύο σκούνες το ένα του καπετάν
Σταματίου Αστέρη για την Κέα. Φοβήθηκαν οι νησιώτες το θανατικό κατέβηκαν με τα
όπλα να μας βάνουν στο καθαρτήριο… Σαν βγάλαμε τα όπλα πέσαν στα τέσσερα
φιλούσαν τα ποδάρια μας. Τόση σκληράδα.»
Ευτυχώς υπάρχει για κάθε κατατρεγμένο η
Αίγινα. Το νησί καβάτζα για τους ρέμπελους. Το νησί σωτηρία για την Αθήνα. Και
τα χρόνια περνούσαν μέσα στο αίμα.
«Πάντα όμως κορώνα στο κεφάλι μου η Νεοφώτιστος Μαρία.
Αυτή μου γιάτρευε τα πάθη αυτή με οδηγούσε στην ζωή… Όμως ο Πανάγαθος Θεός τα
φέρνει κατά πως θέλει αυτός. Δεν ήταν γραφτό να ζήσει πολλά έτη η Μαρία.
Πόθανε. Έφυγε. Την πήρα και την έθαψα στην Μονή Πετράκη.»
Τότες η Μονή έπιανε από το
Κολωνάκι ως τους Αμπελόκηπους. Άντε βρες τον τάφο σήμερα. Ούτε αυτοί οι μοναχοί
σήμερα ξεύρουν το μέρος του τάφου της Μαρίας, της έμορφης Κουμαίας Νεοφώτιστης…
Θα είναι τα κόκκαλα κάτου από την Αμερικάνικη Πρεσβεία: Κάτου από πια
πολυκατοικία:
«Όμως μου το ‘πε η Μαρία μου. Να πας στην
Κούμη ξανά στον Καστροβαλά πάνου θα βρεις την φίλη μου την έμορφη Αμέρισα.
Αυτήν θα πάρεις γυναίκα σου αγόρι μου λέγει…
Βουρλίστηκα, τρελάθηκα. Την έθαψα με ούλες
τις τιμές, έκλαψα και κίνησα για την Κούμη. Έφτασα απέναντι στην Σκύρο.»
Η
Σκύρος η παινεμένη. Πάντα Ρωμέικη, πάντα ρέμπελη. Όμως η Κούμη δεν ήταν ίδια. Οι
επαναστάτες είχαν ηττηθεί την ηγεσία πλέον την είχαν οι νοικοκύρηδες. Πίστεψαν
τα λόγια των Οθωμανών. Τώρα που τα Ψαρά, η Ύδρα, το Γαλαξίδι, οι Σπέτσες και
ούλα τα νησά ήταν με τους ρέμπελους τώρα εσείς θα γένετε ναυτοκράτες τους λέγαν.
Όλα τα καλά θα ΄χετε. Ότι ζητήσετε ο Σουλτάνος θα σας το δίνει. Τα καράβια σας
θα είναι πρώτα στις μεταφορές της Αυτοκρατορίας. Δεν θέλει και ρώτημα. Ποια
επανάσταση, ποιο ρεμπελιό… Τώρα είναι ώρα για μπίζνες. Οι «συντροφιές»
και οι «σύντροφοι» το σκέπτηκαν το ζύγισαν (συντροφιές λέγανε όσους με κοινό
λογαριασμό έκαναν επιχείρηση είτε αγόραζαν καράβια και σύντροφοι λέγονταν οι
αποτελούντες την συντροφιά) Σιγά μην νικήσουν οι ρέμπελοι. Εμείς με την ΑΙΩΝΙΑ
ΤΑΞΗ… Έτσι το αποφάσισαν.
Βάναν φρουρές στην Παραλία οι Κουμιώτες μην
έλθουν οι επαναστάτες. Τούρκοι και Ρωμιοί παραφύλαγαν μην έλθει το ασκέρι ‘πο
την Σκύρο. Είχαν βλέπετε στείλει οι Κουμαίοι κατασκόπους παντού σε ούλη την
επαναστατημένη Ρωμιοσύνη και τα λέγαν χαρτί και καλαμάρι στους Οθωμανούς. Ξέραν
τα πάντα για τον Κριεζώτη όπως και κάθε κίνηση του ρεμπελιού.
«Ήταν Μάης θυμάμαι. Ξεκινήσαμε από την
Σκύρο 700 πολεμιστάδες. Πάνω σε 22 καράβια φορτωμένα ως τα μπούνια κινήσαμε
ταχιά να πατήσουμε την Κούμη. Σαν μας είδαν οι Κουμιώτες πολύ πριν την Πρασούδα
τρόμαξαν και κρύφτηκαν ούλοι στα βουνά.»
Αυτά τα βουνά που σώνουν πάντα την Κούμη.
Βλέπεις τον Μάη μήνα η Σκύρος φαίνετε, από την Κούμη σαν να είναι δίπλα σου.Βάνεις
το χέρι σου και λες ότι θα την πιάσεις.
«Πατήσαμε στην Παραλία της Κούμης αλλά δεν
βρήκαμε κανένα. Μόνο μερικοί κρυμμένοι δικοί μας, αυτοί που ήταν δικοί μας
ρέμπελοι κατάσκοποι κρυμμένοι μέσα στους Κουμιώτες που παρέμεναν πιστοί στην
ιδέα της επανάστασης. Αυτοί μας λάλησαν ότι έρχεται ο Ισούφ Σιλιχτάρης με 2,000
νοματέους για να δώκουν μάχη. Πήραμε καμιά 20αριά καράβια και βυθίσαμε άλλα 13
από τον στόλο τους. Όμως ήπρεπε να πάρω την δεύτερη γυναίκα μου ‘πο τον
Καστροβαλά, την έμορφη Αμέρισα.»
Αυτή
ήταν παινεμένη, έμορφη κόρη του Νικολάου Ζαχαρόπουλου που ήταν τρανός πρόκριτος
της περιοχής. Γιατί να το ξέρετε κέντρο διοικητικό δεν ήταν η Κούμη. Ήταν ο
Καστροβαλάς. Εκεί ήταν όλες οι υπηρεσίες. Η Κούμη ήταν μεγαλύτερη ίσως σε κόσμο
αλλά το κέντρο ήταν ο Καστροβαλάς.
«Άφηκα την Κούμη εκνευρισμένος για την προδοσία
τους. Όμως άφηκα 70 παλληκάρια υπό τις διαταγές του Νικολάου Τόλια. Τους άφηκα στην
Κούμη με εντολή να είναι κρυμμένοι, και να μου φέρουν στην Σκύρο την Αμέρισα.»
Αυτή
η κούκλα του Καστροβαλά η κύρισα ήταν παντρεμένη και την είχαν κρύψει σε
άγνωστο μέρος. Κινάει ένα σκοτεινό βράδυ ο Τόλιας φτάνει στον Καστροβαλά και
ζητάει να πάρει την έμορφη Αμέρισα. Φευ !! Φωνή βοώντος την είχαν βάνει σε
άγνωστο μέρος. Κανείς δεν λαλούσε το που ΄ναι.
Σαν να μην έφτανε αυτό στέλνουν οι
Κουμιώτες επιτροπή να ζητήσουν πίσω τα μπαπόρια τους…
«Βουρλίστηκα, τρελάθηκα. Τα βυθίζω τα καίω
και το έπραξα μέσα στο λιμάνι της Σκύρου. Να ‘ρθετε με την επανάσταση και να
τιμήσετε το όνομά σας τους λέγω.»
«Έτσι κίνησε η ζωή μου εκείνα τα χρόνια… Με
πόλεμο και έρωτα.»
Προδοσίες, έρωτας, αρρώστια, θάνατος, ανεκπλήρωτοι (γάμοι) πόθοι και εκδίκηση στους προδότες. Τέτοια ζωή είναι για ζήλεψη και ας ήταν μικρή.
ΑπάντησηΔιαγραφήέτσι είναι μέσα παραθέτω μια ιστοσελίδα διάβασέ την για την ζωή του Κριεζώτη... μούρλια
Διαγραφή«Έτσι κίνησε η ζωή μου εκείνα τα χρόνια… Με πόλεμο και έρωτα.»
ΑπάντησηΔιαγραφή++++++++++
Χρόνια Πολλά
κι ας είναι ...χιονισμένα.
Υιώτα,
¨αστοριανή"
ΝΥ
Καλημέρα καλή χρονιά και υγεία
Διαγραφήχιόνισε στο χωριό μου κάργα... είχε να ρίξει τόσο χιόνι από την δεκαετία του 50
τι ωραίο κειμενο, ακρατ.. μπραβο.. κι ομορφη γλώσσα... !!!
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλημέρα σου Λαμπρινή ευχαριστώ εκτός αν με κοροιδεύεις χαχα
ΔιαγραφήΈρωτας κι επανάσταση! Είναι τελικά οι δύο
ΑπάντησηΔιαγραφήκινητήριες δυνάμεις της ζωής;
καλημέρα ΖΗΤΕΙΤΕ απάντηση
ΔιαγραφήΝεράκι το διάβασα,τόσο πολύ μου άρεσε!
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλημέρα να είσαι καλά ευχαριστώ τιμή μου
Διαγραφή