Ο Κωνσταντής ξανά,
έσκυψε και ακούμπησε το αυτί του στην άσφαλτο. Ήταν στο ύψος του «τεκέ», σήμερα
το λένε, «στροφή του Γιαννάκη».
Δύο τρεις ξέμπαρκοι
γέροντες χασκογέλασαν και απευθυνόμενοι προς τον Κωνσταντή τον πείραξαν.... Δεν
τους έφτασε όμως αυτό, άρχισαν να κάνουν φασαρία, κτυπώντας τα μπαστούνια στην
άσφαλτο. Αυτός σηκώθηκε τους έβρισε και έτρεξε γρήγορα προς το Χεσόρεμα. Οι
σπιτονοικοκυρές της Κούμης πήγαιναν με τα τυλιγμένα γιογιό τους και με ένα
μπουκάλι νερό στο άλλο χέρι για να ξεπλύνουν το σκεύος. Άδειαζαν τις βραδινές
... συγκομιδές στο ρέμα και γύρισαν όλες κοιτάζοντας τον φουριόζο τον Κωσταντή
που τρέχοντας έφτασε στον χωματόδρομο. Έσκυψε κουρελής και ξυπόλυτες ως ήταν,
ξαναβάζοντας το κεφάλι στο χώμα, τον «άλυπα» όπως τον λεν, οι παλαιοί.
«Κωνσταντή
Κωνσταντή με το μακρύ πουλί
σε γυρεύει η
Μαργιορή»
Με τούτα τα
χουνέρια, άρχισαν να γελάν οι Κυρίες με τον σαλό. «Πω δίπλα» φάνηκε η Ρούσα, η
μάνα του Κωνσταντή, με ένα «στειλιάρι» και τον πήρε στο «κατόπι» βρίζοντας, όχι
τον τρελοΚωσταντή, αλλά τον ανεπρόκοπο τον άντρα της, που την παράτησε για μια
τσούπρα στην Κωστάτζα, με το καίκι του.
Η ζέστη είχε
αρχίσει να γίνεται ανυπόφορη στην Κύμη. Τα μελτέμια δεν είχαν αρχίσει ακόμα. Το
χεσόρεμα έβραζε. Οι κινήσεις γινόντουσαν όλο και πιό αργές. Χτες είχαν «φτάκει»
τα μουλάρια, από τα βουνά του Μετοχίου, κουβαλώντας στις λινάτσες πάγο από το
χιόνι που έβρισκαν, στις χαράδρες. Δεν είναι εύκολη δουλιά... Παράτολμοι νέοι,
χωριάτες, από τα χωριά της Κούμης, σκαρφάλωναν, κατέβαιναν σε γκρεμούς
κακορίζικους, με ένα σωρό κινδύνους.
Στα καφενεία της
πλατείας ήταν μαζωμένοι, όλοι με τα καλά τους, οι «κόπρουνες» ντυμένοι με τα
καλά τους. Κάθε εις είχε τον πύλον του, ακουμπισμένο εμφανώς. Δίπλα τους οι
Κυρίες της καλής κοινωνίας. Ενδεδυμένες κοσμίως, με τα μακριά πανωφόρια τους,
τις πολύχρωμες βεντάλιες και τις θερινές ομπρελίτσες.
«Κάτου» από την
φλαμουριά έπαιζαν, ντυμένα ναυτάκια, όλα τα παιδιά της καλής κοινωνίας. Ο
Κωνσταντής χαρούμενος με τόση μαρίδα δίπλα του γέλαγε από καρδιάς. «Κάτου» από
την πλατεία «πω κάτου» πέρναγε ο φτωχόκοσμος. Άλλος πήγαινε στο σαμαράδικο, να
πιει ένα ουζάκι. Άλλος πουλούσε χταπόδια. Είχε πέσει και παλαμίδα στην Λιανή
Άμμο, κυνηγημένη από κανένα ξιφία και είχαν πάει πρωί πρωί με τα ταγάρια και
την μάζεψαν. Δώρο, θείο, από το πουθενά. Τις καλύτερες τις πάστωνε το κάθε
σπιτικό. Η Κούμη είχε μια χαρούμενη μέρα. Τζάμπα φαγί.
Ήταν μια
συνηθισμένη ημέρα Κυριακής, με τον πάγο, κατεβασμένο από τα βουνά, να δροσίζει
τους προύχοντες και τα παιχνίδια από τα χαμίνια στην πλατεία και «ούλες» τις
γειτονιές...
Πέρασε το απόγευμα,
ήλθε η νύχτα και το εργοστάσιο της Ηλεκτρικής Εταιρίας, έκλεισε το φως. Μόνο
στην πλατεία, υπήρχαν φανοστάτες, με πετρέλαιο που είχε βάλει ο δήμαρχος. Ούλη
η Κούμη κοιμόταν. Από τον Εριτσία, βγήκε δειλά δειλά ο κυρ Μανώλης, τράβηξε
σιγά σιγά και αθόρυβα προς την Παναγιά και συνάντησε τον φίλο του τον Μ....
Αυτός κατέβηκε από το βουνό, με ένα τενεκέ ασβέστη. Τον είχε αγοράσει από το
καμίνι, στην είσοδο της Κούμης που ‘σαχνε ασβέστη... Κίνησαν κατά «κάτου» το
καλντερίμι, έκαναν τον σταυρό τους, μπρος από την Λιαουτσάνισα την Παναγιά,
πέρασαν το ξωκλήσι του Άγιου Κυπριανού και σταμάτησαν. Ο κυρ. Μανώλης, έβγαλε
από μια μάζα εφημερίδες, ένα μεγάλο πινέλο, βρήκαν ένα ξύλο, χοντρό και
ανακάτεψαν τον ασβέστη.
Η Δευτέρα βρήκε την
Κούμη, με το πρώτο μελτεμάκι. Χαρές και πανηγύρια. Κέφια, πάει η ζέστη που μας
πήρε από κάτω. Όμως εις την τράπεζα, οι υπάλληλοι συζητούσαν αναμεταξύ τους.
«Κι άλλος σταυρός», στην νέα άσφαλτο προς την Ενορία...
Όλη η Κύμη
συζητούσε τα γεγονότα. Νέος σταυρός...Αυτήν την φορά ήταν κοντά δύο μέτρα...
Ταυτόχρονα ένα νέο περίεργο γεγονός διαδραματίζονταν στις γειτονιές... Άφηναν
ελεύθερη μια γουρούνα με τα μικρά τα γουρουνάκια της στέκουνταν πάνω στους
τοίχους και σε απόλυτη ησυχία και τάξη περίμεναν το αφεντικό να τσιγκλίσει την
γουρούνα με μια αξίνα. Αυτή αφηνιασμένη άρχιζε τότε να τρέχει και ξοπίσω της τα
γουρουνάκια. Σχεδόν κανείς δεν ανέπνεε... Όλοι αφουγκράζονταν τον καλπασμό, τις
φωνές και τις στριγγλιές των μικρών.... Μετά την έδεναν και έφευγαν όλοι....
Μετά έκαναν και ένα άλλο
«κουζουλό».
Όλο και πιότεροι
έτρεχαν στις εισόδους την πόλης στα τρίστρατα, στις πλατείες και όπου ήταν
ήσυχα και με σπουδαία ακουστική. Τούρλωναν τον κόλο πάνω και έβαζαν το αυτί
τους στον άλυπα ή την άσφαλτο... Και συνοφρυωμένοι συζητούσαν ΑΠΟΛΥΤΩΣ
ΣΙΓΑΝΑ.... Σαν πλησίαζε παιδί σταματούσαν ή παπάς.... Τι συμβαίνει άραγες... Τι
είναι αυτό που υπάρχει κάτω στα έγκατα της Κύμης?
Τα νυχτερινά σούρτα
φέρτα, τα μεθύσια οι έρωτες μέρα με την ημέρα μειωνόντουσαν. Κάθε ημέρα ένας
νέος σταυρός ζωγραφίζεται επί του εδάφους...
Απεσταλμένοι
στέλνονται σε ούλα τα χωριά. Φτάνει ο πρώτος από την Οκτωνιά. Η ανωτάτη
επιτροπή διάσωσης ακούει με προσοχή τον γέροντα.... « Στο χωριό Οκτωνιά της
Εύβοιας, στη «βρύση του Άι Λια», οι χωρικοί λένε ότι όταν περνά κανείς από ‘κεί
τα μεσάνυχτα, βλέπει ένα φάντασμα, ένα φάσμα, βλέπει μια γουρούνα με τα
γουρουνόπουλα της»....
Σκέψεις... Τι
είναι αυτό που μας συμβαίνει... Από το Νεοχώρι δηλαδή τα δύο χωριά την Νικολέτα
και το άλλο το αρβανιτοχώρι φτάνει ο έτερος απεσταλμένος... Τίποτα... Κανείς
δεν έχει ακούσει τίποτις. Ο δημοδιδάσκαλος βρίσκει την ευκαιρία να
ξιφουλκήσει.... «Ας αφήσουμε τις μωροφιλοσοφίες. Θα εξηγείται το φαινόμενο επιστημονικώς»
και κινεί να φύγει θυμωμένος. Ο ξυλουργός τον ειρωνεύεται... «Φύγε φύγε με τις
επιστημονικούρες σου... Και σαν γίνει η Κούμη ένα γουρουνάδικο ολάκερο να σε δω
τι θα κάμεις»... Έκλεισε την πόρτα πίσω του νευριασμένος και κοίταξε δεξιά
αριστερά... Κανείς δεν τον έβλεπε.... Έσκυψε ακούμπησε το αυτί... και άκουσε με
προσοχή τα τεκταινόμενα κάτω στα έγκατα της Κούμης... Σταυροκοπήθηκε.
Την επαύριον
κυκλοφόρησε από την εφημερίδα ΓΡΗΓΟΡΕΙΤΕ του Αυγουστίνου Καντιότη που είχε
φύγει από την Κύμη και μάλλον είχε πάει να νυμφευθεί την Φλώρινα σαν Επίσκοπος
το εξής άρθρο.
ΔΙΑΤΙ
ΠΑΤΕΙΤΕ ΤΟΝ ΤΙΜΙΟ ΣΤΑΥΡΟ...
Ολίγας ἡμέρας πρὸ τῆς ἀναχωρήσεώς μου ἐκ Κύμης, κἄποια εὑλαβὴς ψυχὴ μὲ ἐπεσκέφθη καὶ μὲ πόνον ψυχῆς μοῦ εἶπε τὰ ἑξῆς·«Βλέπω ἕνα μεγάλο ἄτοπον. Εἰς τοὺς δρόμους τῆς πόλεώς μας, ἑπάνω εἰς τά λιθάρια καὶ τὶς πλάκες ἔχουν χαράξει τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ. ῞Ενα εἶδα εἰς τὴν ἑνορίαν τῆς Παναγίας. ῎Αλλο εἰς κεντρικὸν δρόμον. Καὶ τρίτον ἔξω ἀπὸ τὴν ῾Ι. Μητρόπολιν. Τώρα τελευταίως εἶδα νὰ χαράσσουν σταυροὺς καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Κύμην, εἰς τὴν δημοσίαν ὁδὸν Κύμης-Χαλκίδος. Παντοῦ Σταυροί! ᾿Απὸ τοὺς δρόμους τῆς πόλεως περνοῦν παιδιά, γυναῖκες, ἄνδρες, παπάδες, δεσποτᾶδες. περνοῦν καὶ ζῶα κατάφορτα ποὺ πατοῦν καὶ κοπρίζουν τὸν Τίμιον Σταυρόν. Φρίκη μέ καταλαμβάνει. Δὲν ξέρω πολλὰ γράμματα καὶ ἦλθα νὰ σὲ ἐρωτήσω· Εἶνε καλὸν αὐτὸ ποὺ γίνεται; ᾿Επιτρέπει ἡ ἐκκλησία νὰ τυπώνεται χάμω εἰς τὴν γῆν τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ; Τὶ λέγουν δι᾿ αὐτὸ τὸ ζήτημα τὰ βιβλία τῆς ἐκκλησίας;» ᾿Ιδοῦ ἡ ἀπορία ἑνὸς πιστοῦ
Διὰ νὰ λύσω τὴν ἀπορίαν αὐτήν, λαμβάνω τὸ ΠΗΔΑΛΙΟΝ, ἀναγιγνώσκω τὸν ΟΓ´. Κανόνα τῆς 6ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τὸν ἑρμηνεύω εἰς τὸν ἐπισκέπτην μου· «᾿Επειδὴ
μερικοὶ χαράσσουν εἰς τὸ ἔδαφος
τὸν τύπον τοῦ
Σταυροῦ, ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος
προστάτει, ὁπουδήποτε
εὑρεθῆ κατὰ γῆς
Σταυρὸς τυπωμένος
νὰ ἐξαλείφεται
καὶ νὰ χαλᾶται
διὰ νὰ μὴ
καταπατῆται καὶ ἀτιμάζεται
ἡ δόξα μας, ἡ
σημαία μας, τὸ ἔνδοξον
τρόπαιον τῆς
χριστιανοσύνης. ῞Οσοι δὲ εἰς τὸ ἑξῆς ἤθελον
χαράξει Σταυροὺς εἰς τὸ ἔδαφος
νὰ ἀφορίζωνται».
Καὶ οἱ χριστιανοὶ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης
συνεμορφώθησαν πρὸς τὴν
διαταγὴν τῆς ἐκκλησίας.
κανεὶς πλέον δὲν ἐτόλμα
νὰ χαράξει χάμω εἰς τὸν δρόμον
τὸ ἱερὸν σύμβολον.
῾Ο Τίμιος Σταυρὸς ἐτιμᾶτο
πρεπόντως. ῾Εφέρετο εἰς τὰς κεραίας τῶν πλοίων, εἰς τὰς κορυφὰς τῶν αὐτοκρατορικῶν λαβάρων καὶ σημαιῶν, εἰς τὰ ὕψη τῶν τρούλλων καὶ κωδωνοστασίων, εἰς τὰς εἰκόνας, εἰς τὰ ἐξαπτέρυγα. ᾿Εστόλιζε τὰ στήθη παιδιών καὶ παρθένων καὶ ἐφυλάσσετο εὐλαβῶς εἰς τοὺς κόρφους τῶν πιστῶν. Καὶ ὁ Σταυρὸς αὐτὸς ἔστω καὶ ἐὰν ἦτο ἀπὸ ξύλον πεύκης ποὺ ἐρράντιζον τὰ δάκρυα βοσκοῦ ἔκαμε θαύματα. ῾Ο Σατανᾶς βλέπων τὸν Τίμιον Σταυρὸν ἔφριττε καὶ ἔφευγε μακράν. Φύλαξ τῆς Οἰκουμένης, ὅπλον ἀήτητον, ἐλπὶς καὶ σωτηρία τοῦ κόσμου ὁ Σταυρός. — ᾿Αλλὰ τώρα. ἀγαπητέ μου
φίλε, ποὺ ἡ πίστις
σβύνει, ὁ Σταυρὸς
περιφρονεῖται, χαράσσεται
ἐπάνω εἰς τοὺς δρόμους,
καὶ καταπατεῖται ἀπὸ πόδια
ζώων καὶ ἀνθρώπων.
κανεὶς δὲν συγκινεῖται.
Οὔτε οἱ λεγόμενοι
«ἁρμόδιοι». Τέτοιαν
περιφρόνησιν δὲν εἶδον
οἱ αἰῶνες.
Κύριέ μου! ῾Ο
Σταυρός Σου καταπατεῖται
καὶ ὁ ἥλιος
δὲν κρύπτει τὰς ἀκτῖνας
καὶ ἡ γῆ δὲν σείεται;
Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ
Σου, Κύριε —Ποῖοι ἆράγε νὰ εἶνε ἐκεῖνοι,
οἱ ὁποῖοι ἐχάραξαν
εἰς τοὺς δρόμους
τῆς Κύμης τὸν
Σταυρὸν καὶ διατὶ τὸ ἔκαμαν;
᾿Αγνοῶ. ᾿Αλλὰ ὅποιοι
καὶ ἐὰν ἦσαν
διέπραξαν ἀσέβειαν
ἀξίαν θρήνων
πολλῶν. ᾿Εκολάσθησαν.
Καὶ ὄχι μόνον
αὐτοί, ἀλλὰ καὶ ὅσοι
περνοῦν ἀπὸ τοὺς δρόμους
καὶ τὸν καταπατοῦν. ῞Ομοιοι
μὲ αὐτούς καὶ
χειρότεροι, εἶνε ὅσοι
δὲν πατοῦν μὲν μὲ τὰ πόδια,
ἀλλὰ μὲ τὴν γλῶσσαν
ποὺ βλασφημεῖ ἡμέραν
καὶ νῦκτα τὸν παίρνουν
καὶ τὸνῥίπτουν
εἰς τὴν λάσπην,
τὴν ἀτιμίαν.
Κυμαῖοι! Γνωρίζω τὴν πρὸς τὸ κήρυγμα ἀγάπην καὶ ἐκτίμησίν σας. Διὰ τοῦτο μὲ τὸ φυλλάδιον «ΓΡΗΓΟΡΕΙΤΕ»
σᾶς φωνάζω καὶ σᾶς παρακαλῶ, ὅπως ἐνδιαφερθῆτε ζωηρῶς. ἐρευνήσατε καὶ ὅπου ἀνακαλύψετε χάμω εἰς τὸν δρόμον τὸν τύπον τοῦ Σταυροῦ νὰ τὸν ἐξαλείψητε, διὰ νὰ μὴ καταπατεῖτε. Διὰ κάθε πάτημα Σταυροῦ ἔχετε εὐθύνην μεγάλην. Δὲν εἶσθε ἀλλόπιστοι, ποὺ βάζουν χάμω τὸν Σταυρόν καὶ τὸν πατοῦν. Εἶσθε
χριστιανοὶ ῞Ελληνες.
Σημαῖα σας ὁ Σταυρός. Πῶς τὸν
πατεῖτε; ᾿Εὰν ὅμως παρὰ τὴν γραπτὴν αὐτὴν εἰδοποίησιν ἀδιαφορήσητε καὶ τὰ παιδιά σας καὶ αἱ γυναῖκες σας καὶ τὰ ζῶα σας ἐξακολουθοῦν νὰ πατοῦν τὸ ἱερὸν σύμβολον, τότε κλαίω διὰ σᾶς. Φοβοῦμαι, μήπως δυστύχημα, συμφορά, ἐπιδημία, ξεσπάση εἰς τὴν ὠραίαν σας πόλιν καὶ δὲν προφθάνετε νὰ κάμετε σταυροὺς διὰ μνήματα. ᾿Αλλ ὦ Κύριε! Φεῖσαι τοῦ λαοῦ σου, διότι ἐν ἀγνοίᾳ ἡμάρτησεν. Δὲν εἷχε διαφωτισθῆ καταλλήλως. ᾿Αλλὰ τώρα ποῦ διαφωτίζονται ὅλοι θὰ κινηθοῦν διὰ τὴν ἐξάλειψιν τοῦ κακοῦ.
Ταῦτα, ἀγαπητοί, Κυμαῖοι, καὶ προφορικῶς θὰ σᾶς ἔλεγον ἀπὸ τοῦ ἄμβωνος τοῦ Μητρ. Ναοῦ τοῦ ῾Αγίου ᾿Αθανασίου εἰς τὰ ἑσπερινὰ κηρύγματα, εἰς τὰ ὁποῖα μὲ τόσην προθυμίαν μικροὶ καὶ μεγάλοι ἐτρέχατε. ᾿Αλλὰ τώρα εὑρίσκομαι μακράν. Τὸ διατὶ εἶνε γνωστὸν εἰς ὅλους σας. ῎Ιλεως ἂς γίνη ὁ Θεὸς εἰς τους διώκτας τοῦ κηρύγματος. ᾿Αλλὰ καὶ μακρὰν εὑρισκόμενος δὲν θὰ παύω ἀπὸ καιρὸν νὰ ἐκδίδω τὸ ΓΡΗΓΟΡΕΙΤΕ καὶ νὰ καλῶμεν τὸν λαόν μας εἰς μετάνοιαν καὶ ἐπιστροφήν. Καί, πλὴν τῶν συγχρόνων γραμματέων καὶ Φαρισαίων, ὁ λαός μας ἀκούει τὴν φωνὴν τῆς ᾿Αληθείας.
— ᾿Εκλεκτὰ παιδιὰ τῆς Κύμης. ᾿Εμπρὸς κινηθῆτε. ᾿Εντός μιᾶς ἑβδομάδος χάμω εἰς τὴν γῆν οὔτε ἕνας Σταυρὸς δὲν πρέπει νὰ εἶνε ζωγραφισμένος. Σβύσετέ τον Κανένα μὴ φοβηθεῖτε. ᾿Εκτελεῖτε κανόνας Οἰκουμενικῶν Συνόδοων, τοὺς ὁποίους ὑποστηρίζει τό Σύνταγμα τῶν ῾Ελλήνων. ῾Ο Θεός μαζύ σας.
ΤΥΠΟΙΣ- ΙΩ. ΚΑΛΛΙΑΝΟΥ-ΚΥΜΗ
Διχογνωμία Η μισή
Κύμη έσβηνε τους σταυρούς. Η άλλη μισή τις νύχτες έβαφε σταυρούς. Στην ανωτάτη
επιτροπή έγινε σχίσμα. Οι γραμματιζούμενοι και οι θεοσεβούμενοι έφυγαν. Έμειναν
οι πρακτικοί άνθρωποι. Οι άνθρωποι που ακούν το υπόγειο σούρτα φέρτα των
εγκάτων της Κύμης.
Τώρα από τα
μπαλκόνια οι γυναίκες της εκκλησίας έριχναν νερό με τους κουβάδες σε όσους
έστηνα αυτί στους δρόμους.
Την επομένη έφτασε
πο το Αλιβέρι ο κυρ Γιακουμής. Ήτο μελανός και κάτωχρος. Πήγε ντουγρού στην
επιτροπή. Όμως κυνηγημένη αυτή από τους θρησκόληπτους που τους κατηγορούσαν για
οπαδούς του σατανά είχαν αφήσει το στέκι τους. Με τα χίλια ζόρια έμαθε ότι
συνεδριάζουν το απόγευμα στο νταμάρι μεταξύ Κύμης και Ενορίας. Έτρεξε ήπιε νερό
στην δημόσια βρύση και τους βρήκε συνοφρυωμένους... Και τους τα είπε χωρίς
περικοκλάδες.
« Στο Αλιβέρι της
Εύβοιας, στέκει από την εποχή των Ενετών ένα κάστρο στον λόφο κοντά στο Μυλάκι,
κι ένας πύργος στη θέση Ματσουκέλα (κοντά στις εγκαταστάσεις της ΔΕΗ). Το
κάστρο και ο πύργος συνδέονται με υπόγεια στοά που έχει μήκος περίπου δύο
χιλιόμετρα. Το κάστρο λέγεται «Ριζόκαστρο» (το παλαιότερο φράγκικο οχύρωμα της
Εύβοιας, προσβάσιμο από τον δρόμο που πάει στην Κύμη).
Στο εσωτερικό του
υπάρχει ένας μικρός τετράγωνος πύργος που αποτελούσε τελευταία προφυλακή στην
περίπτωση που ο εχθρός κυρίευε το κάστρο, κι από εκεί κάτω ξεκινάει η στοά.
Αυτά τα οχυρώματα τα κατασκεύασε η ενετική οικογένεια Protimo. Ο φράγκικος
θυρεός της οικογένειας και του κάστρου απεικονίζει μια Γουρούνα με επτά
γουρουνάκια. Ο θρύλος λέει ότι τα χρυσά ομοιώματα αυτής της Γουρούνας με τα
γουρουνάκια της είναι θαμμένα εκεί…»
Tον ευχαρίστησαν
και σώπασαν σκεπτικοί. Σκώθηκε ο ταβερνιάρης ο Σκυριανός και ξεφώνησε ένα λόγο
αποφασιστικό...
«Η Κούμη αδέλφια
χάνεται. Κάθε ημέρα από τα έγκατα της γης οι γουρούνες και τα γουρουνάκια τους
αβγαταίνουν. Από παντού ακούγονται καλπασμοί και στριγκλιές. Ήδη σε μερικά
σπίτια ραγίζουν οι τοίχοι σαν να θέλουν οι τρίβολοι να βγουν στην επιφάνεια....
Θα πρέπει να κάνουμε ένα τέχνασμα... Την ημέρα που μαζεύονται ούλοι στον
Προφήτη Ηλία με τις εικόνες πο όλες τις εκκλησιές της Κύμης θα δράσουμε... Θα
πάμε σε όλα τα ορυχεία στις μπούκες γύρω πω την Κύμη και στο Έτζι και θα
λευτερώσουμε τις γουρούνες με τα γουρουνάκια τους θα ξεσφραγίσουμε όλες τις
μπούκες και θα τις οδηγήσουμε στις χαράδρες και θα τις κάψουμε με βέλη
Ελληνικά. Έτσι θα γλιτώσουμε από τους Φράγκους τους δαίμονες της υφηλίου...»...
Την ημέρα που όλοι
ήταν στον Προφήτη Ηλία στην Κούμη συνετελέστη η μεγαλυτέρα σφαγή Φράγκων εις
την σύγχρονον ιστορία... Πλην όμως και χάρις στην αμέλεια δύο τσομπάνηδων δύο
τρεις γουρούνες ξέφυγαν.... Γι αυτό σαν βάλετε το αυτί σας χάμω .....
Ετοιμαστείτε για το μέλλον...
Αν ξέφυγαν μόνο γουρούνες, αποκλείεται να
ΑπάντησηΔιαγραφήπολλαπλασιάστηκαν!
χρόνια πολλά
Διαγραφήεσένα θα σε κάνω διορθωτή... πάντα βρίσκεις τις πατατίες μου...
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!!! ημέρες χαρας.. κι ευχων.... !!!καλά να είσαι!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ
Διαγραφήήταν ημέρες σκέψης και ... σκέψης...
Χρόνια Πολλά, Καλή Δύναμη!
ΑπάντησηΔιαγραφήχρόνια μας πολλά με υγεία και δύναμη όντως
ΔιαγραφήΚαλέ μας ακράτ, τι ωραίες ιστορίες είναι αυτές; να γινόταν να τις ακούγαμε και από κοντά! Όπως πας θα τον πάρεις τον τίτλο του Παραμυθά.
ΑπάντησηΔιαγραφήχαχα μα είμαι παραμυθάς καταπιεσμένος...
ΑπάντησηΔιαγραφήωστόσο έχει δύο αλήθειες το εν λόγω πράγμα... ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟ του Καντιώτη και οι θυρεοί με τις γουρούνες...