ποιήματα Τριστάν Τζαρα
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΑΑ, ΑΝΤΙ-ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ
Λοχαγέ!
οι βολίδες, οι ανοιχτές δυνάμεις του καταρράκτη μας απειλούν,
η θηλειά των φειδιών,
οι αλυσίδες των μαστιγίων,
προχωρούν θριαμβικά μέσα στις χώρες πού μόλυνε η συνεχής φρενίτις,
Λοχαγέ!
Όλες οι κατηγορίες τών βασανισμένων ζώων,
υπό μορφήν δαγκωμάτων πόνου απ' το κρεββάτι,
χάσκουν σαν αιμάτινοι κύκλοι,
μια βροχή πέτρινων δοντιών και τα ίχνη των ακαθαρσιών
μέσα στις κλούβες μας σκεπάζουν
μέσα σε παλτά ατέλειωτα σαν το χιόνι.
Λογαγέ!
Οι λάμψεις απ' τα κάρβουνα έγιναν φώκια,
αστροπελέκι, έντομο κάτω απ' τα μάτια σου,
οι έφιππες ομάδες των οραματιζομένων,
τα τροχοφόρα τέρατα,
οι φωνές των αυτομάτων υπνοβατών,
τα ρευστά στομάχια πάνω στις ασημένειες πλάκες
οι ωμότητες των σαρκοβόρων λουλουδιών
θα κυριέψουν την απλή κι' υπαίθρια ζωή
και τον κινηματογράφο τού ύπνου σου.
Λοχαγέ!
φυλάξου απ' τα γαλανά μάτια.
Νέα ποιήματα ενός επιφανούς του Νταντά
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣΚΑΡΔΙΑΣ - ΑΦΑΙΡΕΣΙΣ
Άνεμος, πόθος, υπόγειο βουερό αυπνίας, τρικυμία ναός,
η πτώσις των υδάτων
και τ’ απότομο σάλτο των φωνηέντων,
μέσα στα βλέμματα, που ατενίζουν τις τελείες των αβύσσων,
μέλλοντα που θα υπερβληθούν, που έζησαν, που θα συλληφθούν,
φωνάζουν τ’ ανθρώπινα σώματα αλαφριά σαν τα σπίρτα,
μες σ’ όλες τις πυρκαιές, του φθινοπώρου, των δονήσεων
και των δέντρων
Ίδρωτας πετρελαίου.
Η ομίχλη έβαψε το μάτι,
που βάζει χρώμα στην όρασή μας,
με ελαφρόν αίμα και κουρασμένο σκιερό ποτό
μηχανοποιείται ο χορός των φερέτρων,
ή πολύχρωμα φύλλα αναπάντεχα μες στις φλέβες,
απολιθωμένη ρόδα γκρίζα χωρίς τα κλαριά της,
πράγματα που πηδούν αναμεσής της αποστάσεως,
ζω τα διαστήματα του υπόγειου θανάτου,
οι υπνωτισμένες λάμπες των αλατορυχίων
χλωμιάζουν, τα φτυσίματα μέσα στ’ άγρυπνα στόματα,
τα βαγόνια ακίνητα μέσα στον κύκλο του ζοδιακού,
ένα τέρας δείχνει το μυαλό του από καμμένα,
ο γυαλίκαι μοιάζει με την τρυγώνα του rag-time
χωρίς αντίθεση, στο πρώτο άρωμα, στις ιππικές κερδοσκοπίες
τα φωνήεντα απ’ αλάτι δόντια, ακίνητα πάνου στις ράγιες
τραβού τις σκάλες,
σύνθημα
Τρισταν Τζάρα
΄Αγριο Νερό
Τα λιμασμένα δόντια του ματιού
γιομάτα μεταξένια καπνιά
ανοιχτά στη βροχή
ολοχρονίςτο γδυτό νερό
μαυρίζει τον ίδρωτα του μετώπου της νύχτας
το μάτι κλείνεται σ΄ ένα τρίγωνο
αυτό το τρίγωνο βαστά έν΄ άλλο τρίγωνο
το μάτι αργά
ροκανίζει μες στο στόμα του κομμάτια ύπνου
τρώει δόντια του ήλιου δόντια βαριά απ΄ τον ύπνο
ο θόρυβος κανονισμένος στην περιφέρεια της λάμψης
είν΄ ένας άγγελος
που χρησιμεύει για κλειδαρότρυπα στην ασφάλεια του τραγουδιού
ένα τσιμπούκι που καπνίζουν στο όχημα των καπνιστών
πάνου στη σάρκα του οι φωνές διυλίζονται μεσ΄ απ΄ τα σώματα
που οδηγούν τη βροχή και τα σχέδιά της
οι γυναίκες το βάζουν στο λαιμό σαν περιδέραιο
είν΄ η χαρά των αστρονόμων
όλος ο κόσμος το παίρνει για ένα παιχνίδι θαλασσίων πτυχών
χνουδωτό απ΄ τη ζέστη και την αυπνία που το χρωματίζει
το μάτι του δεν ανοίγει παρά μόνο στο δικό μου
μόνον εγώ φοβούμαι όταν κοιτάζωμε ρίχνει σε μια κατάσταση σεβάσμιου πόνου
εκεί όπου οι μυς της κοιλιάς του και οι αλύγιστες κνήμες του
συναντώνται σ΄ ένα κτηνώδες φύσημα αλμυρής πνοής
απομακρύνω σεμνά τους νεφελώδεις σχηματισμούς και το στόχο τους
ανεξερεύνητη σάρκα στιλπνή και λεία πια απ΄ τα πολύ λεπτά νερά.
Μετάφραση ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ
Για τον Ρομπέρ Ντεσνός
Μες στο λευκό της σκέψης μου
σκούζει ένα κοτσύφι που τραγουδάει
πάνω απ΄ την αποκεφαλισμένη πόλη
σφυράει το ξαφνικό τραγούδι του αίματος
συγκλονίζοντας τ΄ ώριμο δέντροπου ζητιανεύει φως
θέλετε δεσποινίς
κι ο θάνατος δείχνει τη μόστρα του
άδεια δόντια στο βραχιόλι
και τα κόκκαλα από χίλιους μαρτύρους
θέλετε δεσποινίς
το νεκρό ξύλο
απ τα δυνατά σαγόνια
φράζει απαλά το δρόμο
στο κεφάλι μια μόνη ελπίδα
μες στο κεφάλι ένα δάσος
με το σπάσιμο των άστρων
γνώρισα τη μελωδία
απ όπου ανατέλλει η μνήμη
δεν υπάρχει πια φωνή ν΄ αντιλαλεί
μες στο Παρίσι το στρωμένο με φύλλα
ένα καλοκαίρι λείπει απ΄ την πρόσκληση
μόνος εγώ το ξέρω
λησμονείστε τα παιδιά σας τις μανάδες σας
την νιότη την άνοιξη
τα φιλιά απ΄ τις αγαπημένες
το χρυσάφι του καιρού
ένα όνομα γυμνό φτερουγίζει ακόματις νύχτες γύρω από τις λάμπες
και η σφιγμένη γροθιά των πόλεων
ορθώνει ως την καρδιά της μέρας
αυτό το φως αυτή την επανάσταση
που προσφέρουν στους διαβάτες
μες στην παλάμη του χεριούτου κόσμου
μέσα στα χέρια που κύμα τα παίρνει
ένα πουλί και τίποτ΄ άλλο από θυμό
ένα πρόσωπο στο παραθύρι μου
μια χαρά κυματίζει
το μυστικό μου ο λόγος της ύπαρξής μου
κι ο κόσμος
Πράγα, Μάρτιος 1946
Μετάφραση ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ
ΓΙΑ ΝΑ ΦΤΙΑΞΕΤΕ ΕΝΑ ΝΤΑΝΤΑΪΣΤΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ
Πάρτε μια εφημερίδα.
Πάρτε ένα ψαλίδι.
Διαλέξτε από την εφημερίδα ένα άρθρο στο μέγεθος του ποιήματος που θέλετε να κάνετε.
Κόψτε με το ψαλίδι το άρθρο.
Κατόπιν κόψτε προσεκτικά τις λέξεις που αποτελούν το άρθρο και βάλτε τις μέσα σε μια τσάντα.
Ταρακουνήστε μαλακά την τσάντα.
Κατόπιν αρχίστε να βγάζετε από την τσάντα τη μία λέξη μετά την άλλη.
Αντιγράψτε τις ευσυνείδητα.
Με τη σειρά που βγήκαν από την τσάντα.
Το ποίημα θα σας μοιάζει.
Και να που γίνατε ένας απείρως πρωτότυπος συγγραφέας με μια χαριτωμένη ευαισθησία, έστω κι αν δεν σας καταλαβαίνει το άξεστο κοπάδι
Από το Μανιφέστο για τον αδύναμο έρωτα και τον πικρό (Δεκέμβρης 1920)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
λαλατε